Discover millions of ebooks, audiobooks, and so much more with a free trial

Only $11.99/month after trial. Cancel anytime.

Τα Ιερά Οστά και Ένα Ημερολόγιο
Τα Ιερά Οστά και Ένα Ημερολόγιο
Τα Ιερά Οστά και Ένα Ημερολόγιο
Ebook499 pages4 hours

Τα Ιερά Οστά και Ένα Ημερολόγιο

Rating: 0 out of 5 stars

()

Read preview

About this ebook

Όταν ο Άρτσιμπαλντ-Άλφρεντ-Τζέρεμι Φίσερ πεθαίνει στην ηλικία των 108 ετών, αφήνει την περιουσία του και διάφορα υπάρχοντα της διαθήκης του, στον γιο του, Χιούγκο, στον εγγονό του, Τόμας και στον δισέγγονό του, Τζέρεμι. Όλοι οι κληρονόμοι έχουν όρους στη διαθήκη, τους οποίους πρέπει να τηρήσουν, προτού διεκδικήσουν τη περιουσία τους. Ο Χιούγκο, ανακαλύπτει πως έχει μια χαμένη αδελφή, ο Τόμας κερδίζει μια Rolls Royce και ο Τζέρεμι έχει να κάνει ένα επικίνδυνο και ανατρεπτικό ταξίδι ζωής, μέσα στα βάθη του Κονγκό. Η αμοιβή, στο τέλος του ταξιδιού, απειλείται από κακοποιούς, οι οποίοι σκοπεύουν να απλώσουν χέρι στο πολύτιμο ημερολόγιο, το οποίο έχει περάσει στα χέρια του. Περιέχει τις περιπέτειες του προπάππου του, αλλά περισσότερο απ’ όλα, κρατάει το κλειδί για μια περιουσία που άφησ

LanguageΕλληνικά
PublisherBadPress
Release dateNov 22, 2019
ISBN9781071505359
Τα Ιερά Οστά και Ένα Ημερολόγιο
Author

Stephen Lawrence

I was born in Gloucester UK, in 1953. Went to Secondary Modern School leaving at the age of 15 to take up an Engineering Apprenticeship. After moving to a larger company to work i progressed through to a management role before leaving work at the age of 52. At that point, my wife and i moved to Spain to live. I started writing as a pastime and found that i had ideas which i could put into words, so i began writing in earnest to see if i had the ability to write a full novel. After a few aborted attempts i have now completed several books.

Read more from Stephen Lawrence

Related to Τα Ιερά Οστά και Ένα Ημερολόγιο

Related ebooks

Reviews for Τα Ιερά Οστά και Ένα Ημερολόγιο

Rating: 0 out of 5 stars
0 ratings

0 ratings0 reviews

What did you think?

Tap to rate

Review must be at least 10 words

    Book preview

    Τα Ιερά Οστά και Ένα Ημερολόγιο - Stephen Lawrence

    ΔΗΛΩΣΗ ΑΠΟΠΟΙΗΣΗΣ.

    ––––––––

    Η ιστορία, οι χαρακτήρες και τα γεγονότα που περιλαμβάνονται σε αυτό το βιβλίο, είναι όλα μυθοπλασία. Παρ’ όλο που ονόματα και μέρη μπορεί να φαίνονται οικεία, το περιεχόμενο που έχει γραφτεί είναι καθαρά και μόνο προϊόν της δικής μου φαντασίας. Οποιοδήποτε αναφερόμενο πρόσωπο δεν έχει ουδεμία σχέση με οτιδήποτε παράνομο, ή κάποιον οργανισμό ή επιτροπή, που έχει σκοπό την πράξη παράνομων δραστηριοτήτων.

    Πραγματικά λάθη ή παραπλάνηση είναι αποκλειστικά από σφάλμα του συγγραφέα.

    Η Ιστοσελίδα μου.  www.stephenlawrencebooks.com

    ΠΡΟΛΟΓΟΣ.

    Όταν ο Άρτσιμπαλντ-Άλφρεντ-Τζέρεμι Φίσερ πεθαίνει στην ώριμη ηλικία πια των 108 ετών, αφήνει στη διαθήκη του ένα κτήμα και αρκετά υπάρχοντα στον γιο του Χιούγκο, στον εγγονό του Τόμας και στον δισέγγονό του Τζέρεμι. Όλα τα υπάρχοντα της κληρονομιάς έχουν κάποιες προϋποθέσεις, προκειμένου να ολοκληρωθούν και να μπορέσουν να κληροδοτηθούν. Επίσης, ο Χιούγκο ανακαλύπτει πως έχει μια χαμένη αδελφή, ο Τόμας αποκτά μια Rolls Royce και ο Τζέρεμι πρέπει να ταξιδέψει σε ένα ταξίδι, που θα αλλάξει, αλλά και θα απειλήσει τη ζωή του, στα βάθη του Κονγκό. Η ανταμοιβή στο τέλος του ταξιδιού του, απειλείται από κάποιους ξένους που σκοπεύουν να αποκτήσουν το πολύτιμο ημερολόγιο, το οποίο έχει εκείνος κληρονομήσει. Περιλαμβάνει τις περιπέτειες του εκλιπόντος, όμως περισσότερο απ’ όλα, περιλαμβάνει το κλειδί σε μια περιουσία που άφησε πίσω του."

    Οικογενειακό Δέντρο Οικογένειας Φίσερ.

    Λόρδος Τσαρλς Φίσερ.

    (1870 – 1914). 44.

    Λαίδη Έμμα Φίσερ.

    (1875 – 1935). 60.

    (Γιος του Τσαρλς).

    Άρτσιμπαλντ Φίσερ.

    (1898 – 2006). 108.

    Σύζυγος Ντάφνι Φίσερ.

    (1904 – 1995). 91.

    (Γιος του Άρτσιμπαλντ).    (Κόρη του Άρτσιμπαλντ).

    Χιούγκο Φίσερ.   Ελίζαμπεθ Φίσερ/Πάλμερ.

    (1935—-).    (1937 – 2005). 68.

    Σύζυγος Τζένιφερ Φίσερ.  Υιοθετήθηκε στη γέννα.

    (1937 – 2002). 65.

    (Γιος του Χιούγκο).    (Κόρη της Ελίζαμπεθ).

    Τόμας Φίσερ.    Μέρι Φίσερ/Πάλμερ.

    (1952—-)    (1955 – 1976). 21.

    Σύζυγος Τζόις Φίσερ.   Πέθανε από Πνευμονία. 

    (1953—-).

    (Γιος του Τόμας).

    Τζέρεμι Φίσερ.

    (1981—-).

    "ΤΑ ΙΕΡΑ ΟΣΤΑ ΚΑΙ ΕΝΑ

    ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ."

    ΕΝΑ.

    1913.

    ––––––––

    Ο παλιός Μύλος.

    ––––––––

    «Μια μέρα, όλα αυτά θα γίνουν δικά σου γιε μου,» είπε ο Λόρδος Τσαρλς.

    Είχε το ένα χέρι τον ώμο του γιου του, Άρτσιμπαλντ (Άρτσι) και χαιρετούσε τους άλλους, στον χώρο εργασίας από κάτω. Στεκόντουσαν στο μικρό γραφείο που ήταν έναν όροφο πάνω και κοίταζαν μέσα από τη μεγάλη τζαμαρία με τα πολλά παράθυρα, η οποία έβλεπε στις μηχανές ύφανσης αργαλειού στο ισόγειο του καταστήματος ύφανσης.

    Από κάτω τους, οι νεαροί εργάτες πηγαινοερχόντουσαν γύρω από τις μηχανές σαν ζώα σε κλουβί, γνωρίζοντας ότι τους παρακολουθούσε το αφεντικό με τον γιο του.

    Η βαμβακοβιομηχανία Ντέρμπισαϊρ ανήκε στην οικογένεια Φίσερ από τότε που ιδρύθηκε, το 1790, από τον παππού του Λόρδου Τσαρλς. Όταν πέθανε, ανέλαβε ο πατέρας του και είχε εποπτεύσει στην μετατροπή της ενέργειας του εργοστασίου, από νερό σε ατμό, έχοντας εγκαταστήσει τις αξιόπιστες μηχανές ατμού της εταιρείας Boulton & Watt. Ο Τσαρλς ανέλαβε από τον πατέρα του, πριν από δέκα χρόνια, όταν εκείνος αρρώστησε και τώρα ήταν το αφεντικό.

    Αρχικά ήταν ένας νερόμυλος, που είχε χτιστεί στην άκρη του ποταμού Ντέργουεντ, στο Ντέρμπισαϊρ. Ενός ποταμού που έχει μήκος 66 μίλια και είναι ένας παραπόταμος του ποταμού Τρεντ, ο οποίος συναντάται νότια του Ντέρμπι. Στη μισή του διαδρομή, ο ποταμός ρέει μέσα από την περιοχή Πικ.

    Το χειμαρρώδες νερό, παρείχε την ενέργεια για να ανοίγουν οι τεράστιοι υδροκίνητοι τροχοί, οι οποίοι με τη σειρά τους, ήταν συνδεδεμένοι με τεράστιους σφονδύλους. Ένας μεγάλος κατακόρυφος άξονας ήταν συνδεδεμένος σε κάθε σφόνδυλο και μετά ενώσεις με κωνικά γρανάζια οδηγούσαν στους κύριους άξονες κίνησης, οι οποίοι βρισκόντουσαν από πάνω. Από εκεί υπήρχαν ζώνες ασφαλείας, συνδεδεμένες χαμηλά στα μεμονωμένα μηχανήματα (αργαλειούς), όπου ο χειριστής θα μπορούσε να λειτουργήσει το χειριστήριο κάθε αργαλειού.

    Οι χειριστές των αργαλειών, συνήθως ήταν πολύ νέοι, με μια μέση ηλικία 15 ετών και στον καθένα αντιστοιχούσαν 4 αργαλειοί ταυτόχρονα, με τη βοήθεια ενός νεότερου βοηθού, ο οποίος πιθανόν να ήταν στην ηλικία των 11 ή 12 ετών.

    Επειδή τα μηχανήματα του μύλου απαιτούσαν μια αξιόπιστη πηγή ενέργειας, ώστε να μπορέσουν να δουλεύουν ασταμάτητα, σύντομα η ενέργεια του νερού αντικαταστάθηκε με τον ατμό. Η τοπική παροχή νερού εξακολουθούσε να είναι απαραίτητη, όχι μόνο ως καύσιμο παραγωγής ατμού, αλλά επίσης έπαιζε ένα ρόλο σε κάποιες από τις διαδικασίες φινιρίσματος στους μύλους.

    Κάποιες διαδικασίες απαιτούσαν υγρό φινίρισμα, όπως η λεύκανση, η βαφή και η εκτύπωση: αυτές οι διαδικασίες χρειαζόντουσαν πολύ νερό. Πολλοί από τους μύλους στα βόρεια της Αγγλίας, είχαν μετατραπεί στις πιο αξιόπιστες και πιο αποτελεσματικές πηγές ατμού. Το νερό που απαιτούνταν συλλεγόταν από ποταμούς και κανάλια και μετά, οι μύλοι που απαιτούσαν περισσότερο νερό, χτίστηκαν και δούλευαν με το δικό τους ντεπόζιτο.

    Καθώς αυξανόταν η χωρητικότητα, χρειάστηκαν πλωτοί οδοί που θα έφερναν τις πρώτες ύλες και θα έπαιρναν τα ολοκληρωμένα νήματα ή υφάσματα. Οι ποταμοί ήταν καναλοποιημένοι και είχαν σκαφτεί δίκτυα καναλιών, για να διεισδύουν περισσότερο μέσα σε λόφους, ως παροχή για να εξυπηρετούν τους μύλους.

    Το κατάστημα ύφανσης που επέβλεπε ο Λόρδος Τσαρλς με τον γιο του Άρτσι, ήταν μόνο ένα μικρός μέρος του μύλου. Ο κύριος όγκος του κτιρίου ήταν τα περιστρεφόμενα δάπεδα, όπου υπήρχαν τα διάφορα στάδια της διαδικασίας σε διάφορα «δωμάτια».

    Ακατέργαστες μπάλες βαμβακιού, εισάγονταν από τις νότιες Αμερικάνικες πολιτείες και άρχιζε η επεξεργασία. Το πρώτο στάδιο του ακατέργαστου βαμβακιού, ήταν να ανοιχτεί και να καθαριστεί στο «δωμάτιο φυσητήρα». Μετά, τα βαμβακερά «συρραπτικά» χτενίζονται σε «κόλπο». Εκεί ισιώνεται και μπαίνει σε «γύρο». Ο «γύρος» τώρα στριφογυρίζει, χρησιμοποιώντας δύο τεχνικές: το πλαίσιο «mule» ή το πλαίσιο «ring». Το νήμα είτε χωρίζεται και γίνεται κλωστή ή προετοιμάζεται για ύφανση. Η γενική παραγωγή στις βαμβακοβιομηχανίες ήταν η επεξεργασία ακατέργαστου βαμβακιού σε νήμα, το οποίο μετά θα υφαίνονταν σε ύφασμα ή σε κλωστές ραψίματος.

    Ο μικρός Άρτσι έκανε μια τελευταία ξενάγηση στον μύλο, στον οποίο, μια μέρα, ήλπιζε να είναι το αφεντικό, όμως ο πατέρας του είχε άλλα σχέδια για τον μονάκριβο γιο του, προτού τον φέρει στην οικογενειακή επιχείρηση. Καθώς απομακρυνόντουσαν από τον θόρυβο και την κακοσμία του εργαστηρίου ύφανσης, ο Λόρδος Τσαρλς ενημέρωσε τον γιο του για τις προθέσεις του.

    «Άρτσι, η μητέρα σου κι εγώ, έχουμε αποφασίσει να σε στείλουμε στη Βοστώνη της Μασαχουσέτης, στην Αμερική. Εκεί θα μείνεις με τη θεία σου, Κλάρα, την αδελφή της μητέρας σου, θα σε βάλει σε σχολείο και αμέσως μετά το σχολείο, θα πας σε κολλέγιο. Όσο θα βρίσκεσαι εκεί, θα μάθεις και τη δουλειά των βαμβακοπαραγωγών. Σκοπεύω να αγοράσω μια τέτοια φάρμα, έτσι ώστε να μπορέσουμε κάποτε να αρχίσουμε να παράγουμε το δικό μας βαμβάκι και να μειώσουμε το κόστος μας, χωρίς τους μεσάζοντες και τους ανεξάρτητους αγρότες, των οποίων οι τιμές κλιμακώνονται. Θα προσλάβουμε ντόπιους για μαύρη εργασία και θα τους πληρώνουμε τον κατώτατο μισθό. Έχω υπολογίσει πως τα γενικά μας έξοδα θα μειωθούν κατά το ήμισυ!»

    «Μα πατέρα, θέλω να μείνω εδώ και να μάθω να δουλεύω στον μύλο, υπάρχουν τόσα πολλά που μπορώ να μάθω εδώ από σένα!»

    «Πράγματι, έχεις πάρα πολλά να μάθεις Άρτσι, όμως η μητέρα σου κι εγώ το έχουμε αποφασίσει και πρέπει να φύγεις σε δύο μέρες. Σου έχω ήδη κλείσει εισιτήριο και κάρτα επιβίβασης, με ένα αξιόπιστο ναυτικό. Θα σε παραδώσει ασφαλή στην θεία σου Κλάρα, στη Βοστώνη.»

    Το αγόρι ήταν απογοητευμένο, όμως ήξερε πως δεν μπορούσε να πάει ενάντια στις επιθυμίες του πατέρα του. Μήπως να προσπαθούσε να πείσει την μητέρα του να τον αφήσει να μείνει; Μήπως να μιλούσε εκείνη στον πατέρα του και να του άλλαζε γνώμη; Όμως ο πατέρας του ήταν αμετάπειστος και δεν θα άλλαζε γνώμη.

    Δύο μέρες αργότερα, στις 20 Αυγούστου 1913, ο νεαρός Άρτσι, συνοδεύτηκε από τους γονείς του στο λιμάνι της Λίβερπουλ, για να επιβιβαστεί σε ένα εμπορικό ατμόπλοιο, που θα διέσχιζε τον Ατλαντικό Ωκεανό για να φτάσει στη Βοστώνη. Ήταν ένα ταξίδι διάρκειας 9 – 10 ημερών, καιρού επιτρέποντος. Με δάκρυα στα μάτια του, αποχαιρέτισε τη μητέρα του, ελπίζοντας, έστω και τελευταία στιγμή πως θα αλλάξουν γνώμη, όμως και πάλι απογοητεύτηκε. Ο πατέρας του, του έσφιξε το χέρι και του είπε να υπακούσει στις επιθυμίες του και να επιστρέψει σαν άνδρας, με τις απαραίτητες γνώσεις για να υποστηρίξει και να τρέξει την οικογενειακή επιχείρηση. Συνειδητοποιώντας πως δεν είχε άλλη επιλογή, σκούπισε τα μάτια του και στάθηκε όρθιος, λες και έδιωχνε τον πονοκέφαλο που ένοιωθε. Μετά, κοιτάζοντας το πρόσωπο του πατέρα του, ένοιωσε πως έβλεπε ένα ίχνος λύπης, πίσω από τα ήρεμα γαλάζια μάτια του.

    «Θα βάλω τα δυνατά μου για να σας κάνω περήφανο, κύριε!»

    Ο πατέρας του τον αγκάλιασε και του είπε, «Το ξέρω γιε μου. Το ξέρω.»

    Έδωσε στη μητέρα του άλλο ένα φιλί στο μάγουλο, μετά πήρε την μικρή καφέ βαλίτσα του και κατευθύνθηκε προς την σκάλα του πλοίου, όπου ένα μέλος του πληρώματος του ζήτησε το εισιτήριό του. Αφού έδωσε το εισιτήριο στον άνδρα, εκείνος έκανε στην άκρη και ο μικρός πέρασε και κατευθύνθηκε στο κατάστρωμα, σταμάτησε στα μισά του πλοίου και έγειρε στο κάγκελο. Είδε τους γονείς του από κάτω που πήγαιναν προς το αυτοκίνητο που τους περίμενε και με έναν τελευταίο χαιρετισμό τους, μπήκαν στο αυτοκίνητο και έφυγαν. Το παρακολουθούσε που περνούσε ανάμεσα από κιβώτια εμπορευμάτων και κόσμο που είχε γεμίσει την προβλήτα και μετά έφυγε και χάθηκε σε ένα σοκάκι και πίσω από τα κτίρια της προβλήτας. Εξακολουθούσε να παρακολουθεί, ελπίζοντας να γυρίσουν πίσω και να τον φωνάξει η μητέρα του να κατέβει από το πλοίο και να τον πάρουν στο σπίτι, στο μύλο. Όμως δεν επέστρεψαν ποτέ.

    Δέκα λεπτά αργότερα άκουσε μια φωνή από πάνω από εκεί που στεκόταν και αρκετά ατημέλητα χέρια ναυτικών να πιάνουν βιαστικά δουλειά και έλυναν τα σκοινιά πρόσδεσης του πλοίου.

    Το εμπορικό ατμόπλοιο μανουβράρισε αργά έξω από το λιμάνι και μόλις πέρασαν τις ναυτικές σημαδούρες του λιμανιού, ο Άρτσι ένοιωσε το τρέμουλο των μηχανών, στο κατάστρωμα, καθώς το παλιό χαλύβδινο πλοίο ανέπτυξε ελαφρώς ταχύτητα.

    Στάθηκε πάνω στο κάγκελο, κοιτάζοντας πίσω μέχρι που η γη χάθηκε από την ορατότητά του. Δεν ήξερε αν θα ξαναέβλεπε τον πατέρα του και θα περνούσαν πολλά χρόνια, προτού ξαναδεί την μητέρα του.

    ΔΥΟ.

    2006.

    ––––––––

    Η κηδεία.

    Κύλησε ένα δάκρυ από το μάτι μου, καθώς στεκόμασταν και ακούγαμε τις τελευταίες λέξεις στο αποτεφρωτήριο. Ο επίσκοπος απήγγειλε μερικά συνηθισμένα μελαγχολικά αποσπάσματα της βίβλου, στον αποχαιρετισμό μας στον προπάππο Άρτσι.

    «Τώρα φεύγει ένας υπέροχος και ενδιαφέρων άνθρωπος», σκέφτηκα, καθώς το φέρετρο κινούταν αργά μέσα από τις κουρτίνες προς την αίθουσα πιο μέσα, όπου περίμενε ένας υπάλληλος, έτοιμος να αποτεφρώσει το πτώμα μέσα στον θύλακα από σκαλιστό δρυ και ορείχαλκο. Το τελευταίο πράγμα που είδα, προτού εξαφανιστεί πίσω από την κουρτίνα ήταν η μπρούτζινη επιγραφή στο τέλος του φέρετρου που έγραφε, «Άρτσιμπαλντ Άλφρεντ Τζέρεμι Φίσερ, 1898 – 2006». Ήταν δύσκολο να πιστέψω ότι είχε φτάσει στην ηλικία των 108 ετών.

    Καθώς τον συνόδευε μια εντελώς σκοτεινή μουσική μελωδία, αναμφίβολα επιλογή του παππού μου, Χιούγκο, γύρισα κατά το ήμισυ και κοίταξα την συνάθροιση. Πρέπει να ήταν περίπου τριάντα άτομα παρόντες για την τελετή, απ’ τα οποία γνώριζα τα περισσότερα, όμως υπήρχαν κάνας δυο άγνωστοι που δεν ήξερα. Δεν εξεπλάγην με τον αριθμό των ατόμων που ήρθαν για να τον αποχαιρετίσουν, αφού ο προπάππος Άρτσι ξόδεψε τα περισσότερα χρόνια της ζωής του στο εξωτερικό, επιδιώκοντας την περιουσία του, ενώ στην γενέτειρα χώρα του, έμεινε πολύ λίγο καιρό και επομένως είχε ελάχιστους στενούς φίλους, εξάλλου οι περισσότεροι φίλοι του είχαν πεθάνει. Όταν ήταν στο σπίτι του, ζούσε μια ήρεμη και μοναχική ζωή τον περισσότερο καιρό, δεν ήταν ο άνθρωπος που θα βρισκόταν συχνά με κόσμο ή θα διασκέδαζε με κάθε τρόπο, όχι, ήταν ένας πολύ μοναχικός άνδρας, που ποτέ δεν καυχιόταν για τις περιπέτειές του ανά τον κόσμο, παρόλο που λάτρευε να λέει κάποιες από αυτές τις ιστορίες, απλά και μόνο επειδή εγώ έδειχνα ενδιαφέρον για την αρχαιολογία και την ανθρωπολογία, όπου εκείνος ήταν αρκετά έμπειρος.

    Η τελετή ολοκληρώθηκε και τώρα ο επίσκοπος έκανε νεύμα σε όλους μας να προχωρήσουμε έξω, όπου θα μπορούσαμε να ευχαριστήσουμε, κατά το έθιμο, όσους παρευρέθησαν. Μόλις εμείς, ως οικογένεια, ξεκινήσαμε να βγαίνουμε πρώτοι προς τα έξω, ένας άνδρας γύρω στα τριάντα, τον οποίο είχα προσέξει που καθόταν στο πίσω μέρος της αίθουσας, σηκώθηκε και έφυγε προτού βγούμε έξω και μέχρι να βγούμε, έμπαινε ήδη στο αυτοκίνητό του, που ήταν παρκαρισμένο στο τέρμα του πάρκινγκ αυτοκινήτων. Υπέθεσα απλώς, πως δεν είχε την ανάγκη να μας μιλήσει ή ίσως δεν είχε χρόνο.

    Στάθηκα στη σειρά δίπλα στην μητέρα μου. Ο πατέρας μου στάθηκε δίπλα στον πατέρα του, ο παππούς μου Χιούγκο, που τώρα καθόταν σε αναπηρικό καροτσάκι, ήταν ο πρώτος στη σειρά για χειραψίες και ευχαριστίες προς τους παρευρισκόμενους πενθούντες. Καθώς μας περνούσαν οι πενθούντες, κοίταζα τον καθένα τους μέσα στα μάτια, καθώς ανταλλάζαμε χειραψία. Οι περισσότεροι ήταν ηλικιωμένοι και είχαν ζήσει μια ζωή μέσα από δυσκολίες, περιόδους πολέμου, ακόμη και περιόδους πείνας, όμως είχαν επιζήσει από όλα αυτά. Αναρωτιόμουν αν ήταν το ίδιο ενδιαφέροντες άνθρωποι όπως ο γέρος προπάππος μου Άρτσι, αναμφισβήτητα όχι.

    Μόλις τελείωσαν οι χειραψίες, το πλήθος άρχισε να διαλύεται, κατευθύνοντας προς τα αυτοκίνητά τους, μερικοί επέστρεφαν στο σπίτι των γονιών μου, όπου είχαν προσκληθεί για ποτό και λίγο φαγητό, που είχε προετοιμάσει και σερβίρει η μητέρα μου σε έναν μπουφέ.

    Αφού καθίσαμε τον παππού Χιούγκο στην μπροστινή θέση του Voyager, έβαλα το πτυσσόμενο αναπηρικό στο πορτμπαγκάζ. Σε μένα έπεσε ο κλήρος του οδηγού, αφού ο μπαμπάς είχε πιει μερικά μπράντι προτού φύγουμε: είπε πως τα χρειαζόταν για να τον ζεστάνουν, γιατί πάντα κρύωνε στην εκκλησία.

    Του είπα πως το αποτεφρωτήριο ήταν περισσότερο σαν μια αίθουσα του χωριού, παρά σαν εκκλησία και δεν θα κρύωνε, όμως εκείνος απλώς μου έκλεισε το μάτι και είπε «Να είσαι πάντα προετοιμασμένος, γιε μου.»

    Δεκαπέντε λεπτά αργότερα έστριψα το αυτοκίνητο στο δρομάκι του σπιτιού. Ενώ έβγαζα το αναπηρικό καροτσάκι και το άνοιγα κλειδώνοντάς το σταθερά ανοιχτό και έβαζα πάλι τα μαξιλάρια στη θέση τους, παρατήρησα ένα αυτοκίνητο παρκαρισμένο στην απέναντι μεριά του δρόμου, που έμοιαζε να ήταν μέσα ο ίδιος άνδρας από το αποτεφρωτήριο. Αφού βοήθησα τον μπαμπά να βάλουμε τον παππού στο αναπηρικό του, κλείδωσα το αυτοκίνητο και άρχισα να περπατώ προς το παρκαρισμένος αυτοκίνητο του άγνωστου άνδρα.

    Καθώς πλησίαζα, ο άνδρας άναψε ξαφνικά την μηχανή και έφυγε απότομα, κάνοντας τα λάστιχα να σκούξουν και να βγάλουν καπνό.

    «Περιμένετε!» του είπα, «δεν θέλετε να έρθετε μέσα;» όμως το αυτοκίνητο είχε ήδη εξαφανιστεί στην γωνία. «Παράξενος τύπος.» είπα στον εαυτό μου, καθώς έμπαινα μέσα στο σπίτι.

    Ο μπαμπάς ήταν στο κατώφλι, καθώς πλησίαζα το σπίτι. «Ποιος ήταν αυτός;» με ρώτησε.

    «Ειλικρινά, δεν ξέρω,» του είπα, «Νομίζω πως ήταν στην τελετή, όμως όταν έφτασα στο αυτοκίνητό του για να του μιλήσω, έφυγε βιαστικά, γιατί;»

    «Ω, λοιπόν, θα ‘ναι κανένας αλλόκοτος μάλλον... έλα γιε μου, χρειάζομαι ένα ποτό.»

    Μέσα στο σπίτι όλοι συζητούσαν όρθιοι σιωπηλά, κρατώντας ένα μικρό πιάτο με σάντουιτς, λουκάνικα κοκτέιλ και το υποχρεωτικό σουβλάκι από τυρί και ανανά.

    Ο μπαμπάς έπιασε το μπουκάλι του μπράντι και μου έβαλε σε ένα μικρό ποτήρι μέχρι την μέση, στο οποίο εγώ συμπλήρωσα κόλα. Μετά ύψωσε το ποτήρι του για να κάνει μια πρόποση για τον προπάππο Άρτσι και όλοι, εκτός από τον παππού Χιούγκο, ύψωσαν τα ποτήρια τους.

    Δεν ήταν μυστικό πως ο προπάππος μου Άρτσι και ο παππούς μου Χιούγκο δεν μιλούσαν μεταξύ τους και ήταν τσακωμένοι εδώ και πολλά χρόνια. Ο Χιούγκο υποχωρούσε μόνο και ανεχόταν τις επιθυμίες του πατέρα του, γιατί τον απειλούσε να τον αποκληρώσει, αν δεν κατάπινε την υπερηφάνεια του και δεν έκανε ανακωχή μαζί του. Φημολογείτο πως το μεγάλο αγόρι άξιζε εκατομμύρια και ο Χιούγκο σκόπευε να κληρονομήσει την περιουσία του. Ήταν ο μοναδικός γιος και κληρονόμος της οικογενειακής περιουσίας, οπότε η άποψή του ήταν πως του ανήκε δικαιωματικά.

    Με ενοχλούσε που ο παππούς Χιούγκο δεν ύψωσε καν το ποτήρι του για τον ίδιο του τον πατέρα και ένοιωσα την ανάγκη να του το πω, όμως δεν είχα τα κότσια να του πάω κόντρα. Μπορούσε, στην καλύτερη περίπτωση, να γίνεται ένας μοχθηρός, εγωιστής παλιόγερος, καμία σχέση με τον πατέρα του, ο οποίος ήταν, κατά την γνώμη μου, ένας υπέροχος, καλόκαρδος και τίμιος άνδρας. Ο πατέρας μου ήταν από το ίδιο κράμα με τον προπάππο μου Άρτσι, εκτός του ότι δεν είχε μέσα του το στοιχείο της περιπέτειας. Όχι, ο μπαμπάς ήταν απλώς ευτυχισμένος που συνέχιζε να διοικεί την οικογενειακή επιχείρηση με αντίκες «Αντίκες Φίσερ & Υιός», την οποία είχε αναλάβει εκείνος μαζί με τον παππού Χιούγκο πολύ προτού γεννηθώ εγώ. Η επιχείρηση είχε ιδρυθεί αρχικά από τον προπάππο Άρτσι, ο οποίος έφερνε πάρα πολλά και διάφορα χειροποίητα αντικείμενα από τα ταξίδια του ανά τον κόσμο, αλλά κυρίως από την Αφρική. Τώρα που πέθανε ο προπάππος, ο παππούς Χιούγκο θα έπαιρνε σύνταξη με τα εκατομμύριά του και θα παρέδιδε ολοκληρωτικά την επιχείρηση στον πατέρα μου.

    Ο μπαμπάς προσπαθούσε να με βάλει στην επιχείρηση με τις αντίκες, προτού τελειώσω το σχολείο και παρόλο που είχα ένα ενδιαφέρον, δεν ήταν στην τοποθέτησή τους, αλλά περισσότερο ήταν η εύρεση και η ανακάλυψη κάποιου αντικειμένου ιστορικής αξίας. Επίσης δεν ήθελα να καταλήξω να δουλεύω σε ένα κατάστημα με σκονισμένες αντίκες τριγύρω μου, με τον παππού μου να είναι μία από αυτές, η οποία ήταν κυρίως σε προσφορά. Όχι, ήμουν περισσότερο αποφασισμένος να ακολουθήσω τα βήματα του προπάππου μου και να κάνω τον γύρο του κόσμου. Θέλω να επισκεφτώ αρχαιολογικούς τόπους και να είμαι μέλος της ομάδας που ανακαλύπτει κάποιον μεγάλο θησαυρό, που είναι κρυμμένος δίπλα από έναν βασιλιά των περασμένων αιώνων. Θέλω να επισκεφτώ και να ζήσω μαζί με φυλές και να μελετήσω την κουλτούρα τους: να ανακαλύψω τα ήθη και τα έθιμά τους: πώς θα είναι να μην έχουν τηλεόραση, κινητό τηλέφωνο ή φούρνο μικροκυμάτων. Ούτε να φανταστώ μπορώ τη ζωή χωρίς αυτά.

    Παρόλα αυτά, δεν μπορώ να ακολουθήσω το όνειρό μου, για τον απλούστατο λόγο, τα χρήματα! Όχι πως δεν διαχειρίζομαι χιλιάδες λίρες κάθε μέρα, διαχειρίζομαι, το μόνο πρόβλημα είναι ότι, σαν υπάλληλος τραπέζης, μετράω τα χρήματα των άλλων ανθρώπων.

    Ναι, το ξέρω, δεν είναι και ιδιαίτερα συναρπαστικό να είναι κανείς τραπεζικός υπάλληλος, όμως, τουλάχιστον, βλέπω πάρα πολλούς ανθρώπους κατά τη διάρκεια της ημέρας, περισσότερους απ’ όσους θα έβλεπα, τέλος πάντων, μέσα στο κατάστημα με τις αντίκες. Δεν παραπονιέμαι όμως, ο μισθός είναι λογικός, δουλεύω με πολύ καλούς ανθρώπους και μπορώ να κοιτάζω τα πόδια της Τζένι όλη μέρα, αλλά αυτό γίνεται επειδή κάθεται στο γραφείο που είναι απέναντι από τον γκισέ μου.

    Η Τζένι Γουόλτερς ήρθε στην τράπεζα πριν από λίγους μήνες, ως σύμβουλος στεγαστικών δανείων και αμέσως έδωσε έναν φωτεινό τόνο στην τράπεζα. Όχι πως οι άλλες γυναίκες συνάδελφοι είναι παλιόγριες, αλλά είναι όλες τους λίγο μεγαλύτερες από μένα και λίγο βαρετές. Το πρόβλημα είναι ο ανταγωνισμός για την προσοχή της Τζένι, αφού υπάρχουν άλλοι τρεις άνδρες ανύπαντροι που εργάζονται στην τράπεζα, οπότε γιατί μια αριστοκράτισσα, σαν εκείνη, να διαλέξει εμένα; Δεν είχα την αυτοπεποίθηση πως θα κατάφερνα να βγω μαζί της.

    «Τζέρι... Τζέρι!»

    «Ε, τι;»

    «Σου μιλούσα κι εσύ ταξίδευες μακριά, τι συμβαίνει;» ρώτησε ο μπαμπάς.

    «Α, τίποτε σοβαρό, απλώς σκεφτόμουν πόσο παλιόγερος μπάσταρδος είναι ο παππούς Χιούγκο και πόσο ευχάριστα θα του το έλεγα.»

    «Ναι, λοιπόν, δεν πρόκειται να αλλάξει ποτέ, όμως ήθελα να σε ρωτήσω κάτι... τώρα που πέθανε ο προπάππος Άρτσι και ο Χιούγκο παίρνει σύνταξη, τι θα ‘λεγες...;»

    Τον διέκοψα προτού ολοκληρώσει. «Η απάντηση είναι όχι, μπαμπά, όμως σε ευχαριστώ όπως και να ‘χει.»

    «Μα δεν με άκουσες.»

    «Όχι, γιατί το ξέρω πως θα μου ζητούσες και πάλι να μπω στην οικογενειακή επιχείρηση και η απάντηση εξακολουθεί να είναι όχι μπαμπά»... Υπήρξε μια μεγάλη σιωπή και ήξερα πως τον είχα πληγώσει, όμως ειλικρινά δεν ενδιαφερόμουν για τη δουλειά και ήξερα πως θα το μετάνιωνα αν παρέμενα στην δουλειά μου στην τράπεζα. Είχα ακόμη την ελπίδα και την φιλοδοξία να ταξιδέψω κάποια στιγμή και τότε, ίσως μετά από αυτό, να το ξανασκεφτόμουν. Όποτε του το είπα και φάνηκε πως τον μαλάκωσε λίγο, δίνοντάς του την δικαιολογία να πιει άλλο ένα ποτήρι μπράντι για να το γιορτάσει προκαταβολικά.

    ΤΡΙΑ.

    Η ανάγνωση της Διαθήκης.

    ––––––––

    Κάθε Παρασκευή βράδυ, συνήθιζα να κάνω μια στάση για ένα ποτό, καθώς γυρνούσα σπίτι, μερικές φορές ήμασταν δύο ή τρεις, άλλες φορές ανάλογα με τις υποχρεώσεις του καθενός. Εγώ ήμουν πάντα εκεί, γιατί σπάνια είχα άλλα πράγματα να κάνω μετά τη δουλειά, εκτός ίσως από μερικά ψώνια – η ομορφιά του να μένει κανείς μόνος του υποθέτω, ή και όχι!

    Μέχρι και πριν από δεκαπέντε μήνες, ζούσα ακόμη μαζί με τους γονείς μου, ώσπου μια μέρα ο πατέρας μου, μου το ξεφούρνισε, «Μήπως ήρθε η ώρα να μείνεις σε ένα δικό σου μέρος, Τζέρι;»

    Ήταν περισσότερο δήλωση, παρά ερώτηση. Οπότε το σκέφτηκα, θα βρω το δικό μου μέρος να μείνω, εξάλλου είμαι είκοσι τριών ετών, μπορώ να φροντίσω και μόνος μου τον εαυτό μου.

    Σκεφτόμουν πως θα έκανα πάρτι, θα μπαινόβγαιναν γυναίκες, ακόμα και οι φίλοι μου για να δούμε ποδόσφαιρο. Ίσως και να ερχόταν και η Τζένι με ένα καλό μπουκάλι κρασί, θα βλέπαμε καμιά ταινία και θα περνούσα το υπόλοιπο της βραδιάς γλείφοντας παγωτό Πραλίνα & Κρέμα Haagen Dazs από το αισθησιακό της στήθος. Κάνε όνειρα!

    Η Τζένι Γουόλτερς σίγουρα φώτισε τη δουλειά μου όταν πήρε τη θέση στην τράπεζα ως σύμβουλος στεγαστικών δανείων πριν από λίγους μήνες, όχι μόνο γιατί την βλέπω όλη μέρα, επειδή το γραφείο της τυχαίνει να είναι ακριβώς απέναντι από τον γκισέ μου, αλλά επειδή τις περισσότερες Παρασκευές, έρχεται για ποτό όταν βγαίνω με τα παιδιά, μετά τη δουλειά. Δεν πιστεύω πως έχω κάποια τύχη, τέλος πάντων, να την ρίξω, νομίζω πως κάποιες φορές με θεωρεί σπασίκλα. Υποθέτω πως είμαι σπασίκλας, με X-box, Star Wars, James Bond και είμαι ευτυχισμένος. Τα βραδινά κλαμπ και ο χορός δεν μου ταιριάζουν ιδιαίτερα, οπότε γιατί μια κουκλάρα με μακριά πόδια, μακριά ξανθά μαλλιά και ωραίο στήθος να θέλει έναν τύπο σαν εμένα;

    Η ζωή μπορεί μερικές φορές να είναι πολύ μοναχική, όμως απολαμβάνω πραγματικά την ανεξαρτησία. Το μόνο πράγμα που μου λείπει είναι η μαμά μου να μου μαγειρεύει, να μου πλένει τα ρούχα, να μου τα σιδερώνει και να μου τακτοποιεί το δωμάτιο και να μου φέρνει τσάι στο κρεβάτι. Ναι, είναι πολλά που λαμβάνονται υπ’ όψιν όταν μένει κανείς μόνος του, κατ’ αρχάς το κόστος! Όμως μου αρέσει πραγματικά η ελευθερία του να μένω στο δυάρι διαμέρισμά μου.

    Είχα μόλις παραγγείλει έναν γύρο ποτά για τους πέντε μας, το τρίτο ποτό για απόψε, όταν δονήθηκε το κινητό μου μέσα στην τσέπη μου και μετά άρχισε να παίζει το τραγούδι του «Star Wars». Δεν μπορούσα να το απαντήσω, γιατί κουβαλούσα έναν δίσκο με ποτά εκείνη τη στιγμή, οπότε έπρεπε να αφήσω στο τραπέζι τον δίσκο, προτού απαντήσω στον πατέρα μου, που με καλούσε.

    «Τι μελωδία είναι αυτή Τζέρι;» ρώτησε χαχανίζοντας η Τζένι, καθώς έπαιρνε το ποτό της από τον δίσκο.

    «Δεν έχω ιδέα!» είπα ψέματα προτού απαντήσω στον πατέρα μου. «Γεια σου μπαμπά, τι γίνεται;»

    «Πού είσαι Τζέρι, στην παμπ;»

    «Ναι, συνηθίζω να είμαι κάθε Παρασκευή, γιατί, τι συμβαίνει;»

    «Τίποτα, απλώς θα πάμε για την ανάγνωση της διαθήκης του προπάππου σου αύριο το πρωί, στους δικηγόρους και πρέπει να είσαι κι εσύ εκεί.»

    «Γιατί;»

    «Δεν είμαι σίγουρος, αλλά υποθέτω πως σου έχει αφήσει κάτι... θα περάσω να σε πάρω στις 09:30, πρέπει να είμαστε εκεί στις 10:00, εντάξει;»

    «Ναι, φυσικά, εντάξει μπαμπά, τα λέμε το πρωί.»

    Έκλεισα το τηλέφωνό μου και στάθηκα, για μια στιγμή, ακίνητος. Μήπως μου είχε αφήσει κάτι ο προπάππος Άρτσι; Αναρωτήθηκα.

    Ένα θερμό χέρι ακούμπησε στον ώμο μου και τραβήχτηκα. «Είσαι καλά, Τζέρι;»

    Κοίταξα τριγύρω μου και είδα την Τζένι δίπλα μου να κοιτάζει ανήσυχη. «Ναι, είμαι μια χαρά, απλώς λίγο σοκαρισμένος, αυτό είναι όλο. Όχι, όχι, είμαι καλά.»

    «Ήταν άσχημα τα νέα; Φαίνεσαι κάπως, λοιπόν...»

    «Όχι, δεν ήταν τίποτα, απλώς με πήρε τηλέφωνο ο μπαμπάς μου... τώρα πού είναι η μπύρα μου;»

    Γύρω στις έντεκα γύρισα σπίτι, ήμουν κουρασμένος, κυρίως από τις πέντε μπύρες που είχα μόλις καταναλώσει. Έφτιαξα ένα σάντουιτς με ζαμπόν και μπαγιάτικο ψωμί και ένα φλιτζάνι τσάι για να κατέβει πιο εύκολα το σάντουιτς, μετά ξάπλωσα στον διθέσιο καναπέ μου με τα πόδια κρεμασμένα στο τέρμα του, ενώ έτρωγα το μπαγιάτικο σάντουιτς κι έπινα το τσάι μου. Άφησα το πιάτο και το φλιτζάνι μου δίπλα μου, στο πάτωμα και καθόμουν εκεί και προσπαθούσα να φανταστώ τι μπορεί να μου είχε αφήσει ο προπάππος μου. Ελπίζω να είναι πολλά λεφτά, ώστε να μπορέσω να κάνω τον γύρο του κόσμου, αλλά πιθανόν θα είναι κάποια παλιά κειμήλια που θα είχε βρει στα ταξίδια του και θα άξιζαν μόνο αναμνήσεις.

    Τέλος πάντων, σκέφτηκα πως τουλάχιστον με σκέφτηκε και θα ήθελε να γίνω μάρτυρας των τελευταίων επιθυμιών του.

    Ο μπαμπάς ήταν ακριβώς στην ώρα του, ως συνήθως, δεν αργούσε ποτέ. Δεν συζητήσαμε πολλά στη διαδρομή προς το γραφείο του δικηγόρου, δεν ξέρω γιατί, απλώς φαινόταν σωστό.

    Όταν φτάσαμε εκεί, ο παππούς Χιούγκο μας περίμενε απ’ έξω, καθισμένος στο αμαξίδιό του, μαζί με τον Τζόναθαν, τον αποκλειστικό του νοσοκόμο (περισσότερο σαν δούλος του ήταν) να σπρώχνει το αμαξίδιο.

    «Καλημέρα γιε μου.» είπε στον μπαμπά μου. «Καλημέρα Τζέρεμι.» μου είπε.

    Ο μπαμπάς απλώς του έγνεψε. «Καλημέρα παππού.» απάντησα.

    «Εντάξει Τζόναθαν, τι περιμένεις; Πήγαινέ με εκεί μέσα, για να τελειώνουμε με αυτό.»

    Τον ακολουθήσαμε και ένοιωσα ξανά την επιθυμία να βρίσω τον παππού μου για τους τρόπους του, όμως και πάλι δεν το έκανα.

    Ένας νεαρός υπάλληλος του γραφείου μας πέρασε σε μια αίθουσα συσκέψεων, η οποία είχε ένα μακρύ τραπέζι περιτριγυρισμένο από οκτώ καρέκλες. Καθίσαμε στην μία πλευρά του τραπεζιού, βάζοντας τον παππού Χιούγκο στη μέση, ακριβώς απέναντι από επικεφαλή εταίρου της δικηγορικής εταιρείας «Worseley & Chapman».

    Ο Ρέτζιναλντ Γουόρσλεϊ, του οποίου το ντύσιμο και η συμπεριφορά μου θύμισαν την δεκαετία του ’50, είχε γκρίζα μαλλιά, καταβεβλημένο ξυρισμένο πρόσωπο και το παλιό τουΐντ κοστούμι του, ολοκληρωνόταν με ένα παπιγιόν. Καθόταν σιωπηλός και ανακάτευε διάφορα έγγραφα πάνω στο τραπέζι, μπροστά του, με τα πρησμένα, από την αρθρίτιδα, χέρια του. Δεν μας συστήθηκε, μέχρις ότου να είναι ικανοποιημένος πως τα χαρτιά ήταν σε μια σειρά. Μετά, κοιτάζοντάς μας πάνω από τα μισά γυαλιά του που έπεφταν χαμηλά στη μύτη του, επιτέλους μίλησε.

    «Καλημέρα σας κύριοι.»

    Απαντήσαμε με μια φωνή.

    «Κληθήκατε σήμερα εδώ, για να ακούσετε την επιθυμία και την τελική διαθήκη του Άρτσιμπαλντ Άλφρεντ Τζέρεμι Φίσερ, ο οποίος πέθανε την Τρίτη 20 Σεπτεμβρίου 2006, στην ηλικία των εκατόν οκτώ ετών. Είναι καθήκον μου να στηρίξω τις επιθυμίες του... αποθανόντος συγγενή σας και θα το κάνω διαβάζοντας αυτό το τροποποιημένο έγγραφο, όπως ετοιμάστηκε από τους υπαλλήλους μου στις 10 Ιουλίου 2005.»

    «Τι σημαίνει, τροποποιημένο;» διέκοψε αγριεμένος ο Χιούγκο.

    «Σημαίνει πως ο πατέρας σας, τροποποίησε την διαθήκη του το 2005, βάζοντας όρους σε συγκεκριμένα αντικείμενα της περιουσίας του.»

    «Γνωρίζω τι σημαίνει τροποποιημένο! Όμως γιατί; Έκανα ότι μου ζήτησε και είπε πως θα κληρονομούσα όλη του την περιουσία, τι άλλαξε;»

    «Θα φτάσω εκεί αμέσως, μου δίνετε την άδεια να συνεχίσω, κύριε;» είπε με ύφος.

    Πολύ καλό! Σκέφτηκα πως αυτό τον έβαλε στην θέση του. Ο μπαμπάς κοίταξε έντονα τον Χιούγκο.

    Εκείνος συνέχισε, «Εντάξει λοιπόν... πρώτα απ’ όλα, στον μοναδικό μου δισέγγονο Τζέρεμι, κληροδοτώ το ποσό των...» Υπήρξε μια παύση για έμφαση, που έκανε την καρδιά μου να χτυπάει σαν σφυρί. Κοίταξε απευθείας σε μένα καθώς έλεγε τα λόγια, «Εκατό... χιλιάδων λιρών.»

    Νομίζω πως το σαγόνι μου έπεσε στο πάτωμα, «Γαμώτο!» Είπα αυθόρμητα. Ο Γουόρσλεϊ με κοίταξε με πολύ αυστηρό ύφος. «Συγνώμη... συγνώμη σε όλους σας... απλώς σοκαρίστηκα, με συγχωρείτε.» Κάθισα πίσω στην καρέκλα μου με ένα τεράστιο χαμόγελο στο πρόσωπό μου. Λοιπόν είμαι ευτυχισμένος. Σκέφτηκα. Πραγματικά πολύ γαμημένα ευτυχισμένος!

    «Όπως σας έλεγα» συνέχισε εκείνος, «υπάρχουν όροι που συνοδεύουν αυτό το δώρο: θα πρέπει να σας μιλήσω ιδιαιτέρως, για να σας εξηγήσω τους όρους κληρονομιάς από τον προπάππο σας.»

    Έγνεψα αποδεχόμενος.

    «Γιατί τόση μυστικότητα;» ρώτησε ο Χιούγκο.

    «Αν μπορέσω να συνεχίσω, όλα θα είναι ξεκάθαρα μέχρι το τέλος ανάγνωσης της διαθήκης... τώρα... στον εγγονό μου Τόμας Άλμπερτ Φίσερ, αφήνω την Rolls Royce μου και το ποσό των...» Άλλη μια τυμπανοκρουσία, «πενήντα χιλιάδων λιρών... υπό όρους.» είπε, κοιτάζοντας τον μπαμπά πάνω από τα μισά γυαλιά του.

    Ο μπαμπάς κοίταξε ψηλά στο ταβάνι, λες και κοιτούσε τον προπάππο Άρτσι και του έλεγε χαμογελώντας «Σε ευχαριστώ παππού.». Πετούσε απ’ τη χαρά του και θα ήταν ακόμη και αν έπαιρνε μόνο το αυτοκίνητο. Το αγαπούσε αυτό το αυτοκίνητο εδώ και χρόνια και τώρα θα ήταν το καμάρι του.

    Ο παππούς Χιούγκο είχε σκάσει από τον θυμό του, βλέποντας την κληρονομιά του νε μειώνεται συνεχώς.

    «Και τώρα η σειρά του Άρτσιμπαλντ Χιούγκο Νεότερου.»

    «Άσε τις φαμφάρες Γουόρσλεϊ και να τελειώνουμε σε παρακαλώ!» είπε αγριεμένος ο Χιούγκο.

    Ο Γουόρσλεϊ θα πρέπει να ήξερε πως τον εξαγρίωνε – γιατί ποτέ δεν του άρεσε να τον αποκαλούν Άρτσιμπαλντ Νεότερο, πάντα προτιμούσε να είναι γνωστός ως Χιούγκο – αλλά απλώς συνέχισε, «Προσπαθώ απλώς να κάνω την δουλειά μου κύριε Φίσερ... οπότε, στον μοναδικό γιο μου Άρτσιμπαλντ, τον Νεότερο,» επανέλαβε, «κληροδοτώ το υπόλοιπο της περιουσίας μου... μετά την εκκαθάριση των δωρεών και των εξόδων.»

    «Τι έξοδα και δωρεές;» απαίτησε ο Χιούγκο.

    «Όπως σας είπα, ο καθένας σας θα λάβει την κληρονομιά του, μόνο αν αποδεχτεί τους όρους που έχει ορίσει εδώ ο κύριος Φίσερ ο Πρεσβύτερος. Θα μιλήσω ξεχωριστά και ιδιαιτέρως στον καθέναν σας, ώστε να συζητήσουμε την φύση των όρων... όμως πρώτα, μήπως έχετε κάποια απορία;»

    Επικράτησε σιωπή. «Ωραία, τώρα αν μου επιτρέπετε, θα ξεκινήσω με τον Τζέρεμι τον δισέγγονο...»

    «Όχι δεν θα ξεκινήσεις!» Διέκοψε και πάλι ο Χιούγκο, «θα ξεκινήσεις με εμένα, εγώ είμαι η κεφαλής αυτής της οικογένειας τώρα και δεν θα δεχτώ «όχι» για απάντηση Γουόρσλεϊ!»

    Ο Γουόρσλεϊ κοίταξε εμένα και τον μπαμπά, λες και περίμενε την έγκρισή μας, όμως είχε δει ήδη πως δεν είχαμε πρόβλημα. «Πολύ καλά... θα μπορούσατε εσείς οι δύο κύριοι να μας αφήσετε, ώστε να εξηγήσω στον...

    Enjoying the preview?
    Page 1 of 1