Discover millions of ebooks, audiobooks, and so much more with a free trial

Only $11.99/month after trial. Cancel anytime.

Η ΖΩΗ ΕΙΝΑΙ ΤΕΛΕΙΑ;
Η ΖΩΗ ΕΙΝΑΙ ΤΕΛΕΙΑ;
Η ΖΩΗ ΕΙΝΑΙ ΤΕΛΕΙΑ;
Ebook184 pages2 hours

Η ΖΩΗ ΕΙΝΑΙ ΤΕΛΕΙΑ;

Rating: 0 out of 5 stars

()

Read preview

About this ebook

Το βιβλίο γράφτηκε ἐν καιρῷ πανδημίας του κορωνοϊού και πραγματεύεται
μία ιστορία αγάπης.
Η ιστορία της Μελίντας και του Μενέλαου είναι αληθινή και διανθίζεται
με προσωπικές εμπειρίες του Πάρη.
Δύο ιστορίες που εξελίσσονται παράλληλα, για να συναντηθούν στο τέλος.


Εκεί όπου τα πραγματικά γεγονότα της ζωής συναντούν τη φαντασία,
το απίθανο και το αντίστροφο.
Μια ιστορία με σημαντικούς συμβολισμούς, εμπνευσμένη από πραγματικά
γεγονότα και εμπειρίες μισού αιώνα ζωής του συγγραφέα,
από την αλληλεπίδρασή του με άλλους ανθρώπους.
Το ύφος είναι λιτό κι άμεσο, η γλώσσα απλή, καθημερινή και κάνει
τους ήρωες τόσο οικείους, σαν να είναι οι άνθρωποι της διπλανής πόρτας.


Το βιβλίο είναι ένα ημερολόγιο, μία καταγραφή καθημερινών διαλόγων;
Είναι μία απολογία στην πρώην σύζυγο;
Είναι ευσεβείς πόθοι του συγγραφέα, ένας απολογισμός;
Ένα συνονθύλευμα όλων αυτών;
Ο καθένας μπορεί να καταλήξει στα δικά του συμπεράσματα.
Ίσως είναι ένας ύμνος στα όνειρα που μπορεί να φαντάζουν άπιαστα,
αλλά με πίστη κι επιμονή, μπορεί να γίνουν πραγματικότητα.

LanguageΕλληνικά
Release dateAug 1, 2020
ISBN9781912935369
Η ΖΩΗ ΕΙΝΑΙ ΤΕΛΕΙΑ;

Related to Η ΖΩΗ ΕΙΝΑΙ ΤΕΛΕΙΑ;

Related ebooks

Reviews for Η ΖΩΗ ΕΙΝΑΙ ΤΕΛΕΙΑ;

Rating: 0 out of 5 stars
0 ratings

0 ratings0 reviews

What did you think?

Tap to rate

Review must be at least 10 words

    Book preview

    Η ΖΩΗ ΕΙΝΑΙ ΤΕΛΕΙΑ; - Παναγιώτης Μιχαήλ

    Η ζωή είναι τέλεια;

    ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΜΙΧΑΗΛ

    ΛΟΝΔΙΝΟ, 2020

    Η ΖΩΗ ΕΙΝΑΙ ΤΕΛΕΙΑ;

    Παναγιώτης Μιχαήλ

    ISBN: 978-1-912935-36-9

    © Panagiotis Michael

    Registered in Copyright House UK, ID No: 2138932

    Cover Photo: Copyright by Panagiotis Michail

    All rights reserved

    No part of this publication may be reproduced, translated, stored in a retrieval system, or transmitted, in any form or by any means, electronic, mechanical, photocopying, microfilming, recording, or otherwise, without the prior permission in writing of the Author and the AKAKIA Publications.

    London 2020

    Printed by European Printers

    Published by AKAKIA Publications

    46 Warberry Road,

    N22 7TQ, London, UK

    T. 0044 208 2457 849

    publications@akakia.net

    www.akakia.net

    Περιεχόμενα

    Λίγα λόγια για το βιβλίο 4

    1. Ένα μοναχικό ταξίδι ονείρων 7

    2. Όταν ο άγγελος είναι ξανθός 16

    3. Από μηχανής θεός του Internet 24

    4. Η δύναμη του μοιράσματος 33

    5. Αγάπη σημαίνει 43

    6. Αιώνια αγάπη 51

    7. Τίποτα δεν είναι αυτονόητο 65

    8. Στη ζωή μην ψάχνεις να βρεις το τέλειο 78

    9. Όνειρα 105

    10. Το για πάντα είναι μία ουτοπία 117

    11. Η ζωή είναι στιγμές 126

    12. Στη χρονιά του Covid19 140

    Επίλογος 145

    Λίγα λόγια για τον συγγραφέα 159

    Λίγα λόγια για το βιβλίο

    Το βιβλίο γράφτηκε ἐν καιρῷ πανδημίας του κορωνοϊού και πραγματεύεται μία ιστορία αγάπης. Η ιστορία της Μελίντας και του Μενέλαου είναι αληθινή και διανθίζεται με προσωπικές εμπειρίες του Πάρη. Δύο ιστορίες που εξελίσσονται παράλληλα, για να συναντηθούν στο τέλος.

    Το ύφος είναι λιτό κι άμεσο, η γλώσσα απλή, καθημερινή και κάνει τους ήρωες τόσο οικείους, σαν να είναι οι άνθρωποι της διπλανής πόρτας. Η δομή ενώ μοιάζει δωρική, περιέχει τόσες αναδρομές στο παρελθόν, για να φωτιστούν διάφορες πτυχές της ιστορίας, και η εναλλαγή πρωτοπρόσωπης και τριτοπρόσωπης αφήγησης είναι τόσο συχνή, που κάνουν το βιβλίο ενδιαφέρον, αφού από τη μία ξεφεύγει από τη δομή της ευθύγραμμης αφήγησης κι από την άλλη κρατά τον αναγνώστη σε εγρήγορση.

    Τι περιλαμβάνει το βιβλίο; Είναι ένα ημερολόγιο; Είναι καταγραφή ομιλιών; Είναι καταγραφή καθημερινών διαλόγων που το κάνουν τόσο ζωντανό; Είναι μία απολογία στην πρώην σύζυγο; Είναι ευσεβείς πόθοι του συγγραφέα; Ένας απολογισμός; Ένα συνονθύλευμα όλων αυτών; Ο καθένας μπορεί να καταλήξει στα δικά του συμπεράσματα. Είναι όλα αυτά μαζί και παράλληλα εξηγήσεις δίνονται και στον επίλογο από τον ίδιο τον συγγραφέα.

    «Οδηγίες πλεύσης στον κυκεώνα της ζωής», θα το αποκαλούσα εγώ, καταστάλαγμα των εμπειριών του συγγραφέα. ΄Ενας ύμνος στα όνειρα που μπορεί να φαντάζουν άπιαστα, αλλά με πίστη κι επιμονή, μπορεί να γίνουν πραγματικότητα.

    Από τη στιγμή, όμως, που ο ίδιος ο συγγραφέας επιλέγει να είναι τόσο απέριττος, θα ήταν παράλογο να πλατειάζω εγώ. Εξάλλου, «οὐκ ἐν τῷ πολλῷ το εὖ»!

    Καλή ανάγνωση, λοιπόν! Απολαύστε το!

    Μαρία Φρανκ Αντωνίου,

    Φιλόλογος

    Ένα μοναχικό ταξίδι ονείρων

    Ξύπνα, αγόρι...

    «Πάρη, ξύπνα. Πρέπει να ετοιμαστούμε γρήγορα, για να είμαστε νωρίς στο αεροδρόμιο, μη χάσεις το αεροπλάνο».

    Ακούει τη γνώριμη, γλυκιά φωνή της μητέρας του, προσπαθώντας να ανοίξει τα μάτια του και ταυτόχρονα προσπαθεί να ανασυντάξει τη σκέψη του, να καταλάβει τι γίνεται.

    «Ποιο αεροδρόμιο, ποιο αεροπλάνο να προλάβω, πού είμαι; Αφήστε με, να απολαύσω ακόμη το όνειρό μου. Έβλεπα ένα όμορφο όνειρο!»

    Και πριν προλάβει να ολοκληρώσει τη σκέψη του, έχοντας ακόμη κλειστά τα μάτια του, ένιωσε την αύρα της δίπλα του. Είχε καθίσει κοντά του και του έπιασε στοργικά το χέρι μιλώντας του στα γερμανικά αυτή τη φορά. Και μάλιστα εκείνος καταλάβαινε...

    Άνοιξε διάπλατα τα μάτια του και κοίταξε έξω από το παράθυρο. Ένας κατάμαυρος ουρανός, βροχή και τσουχτερό κρύο. Ξαφνικά συνειδητοποίησε ότι ήταν στη Γερμανία, στο Αμβούργο, στην πόλη όπου γεννήθηκε. Γι΄ αυτό κατάλαβε τι του έλεγε η μητέρα του στα γερμανικά, αφού ήταν και η πρώτη γλώσσα που είχε μάθει εκεί στη Γερμανία και μετά τα ελληνικά.

    Προσγειώθηκε στην πραγματικότητα, λίγο απότομα βέβαια, αφού ονειρευόταν ότι βρισκόταν σε έναν υπέροχο, ζεστό τόπο. Έπαιζε, λέει, σε μια μαγευτική παραλία με λευκή άμμο, με διαυγή, γαλαζοπράσινα νερά, με λαμπερό ήλιο και ήταν πολύ χαρούμενος, αφού είχε κοντά του και τους δύο του γονείς. Πρέπει να ήταν το νησί που περιέγραφε συχνά ο μπαμπάς του: η Κύπρος, το νησί όπου είχε γεννηθεί ο πατέρας του.

    Από τότε αγάπησε αυτό το νησί, αφού ήταν συνυφασμένο με την ηρεμία, τη χαρά, την ξεγνοιασιά, το παιχνίδι, την ευτυχία. Δεν το είχε επισκεφθεί ακόμη, αλλά μπορούσε να το φανταστεί από τις ιστορίες που του διηγόταν ο πατέρας του.

    Ο πατέρας του είχε φύγει από την Κύπρο στα δεκαοκτώ του χρόνια, αφού οι δύσκολες συνθήκες διαβίωσης τη δεκαετία του 1960, τον ανάγκασαν να ξενιτευτεί στη μακρινή Γερμανία για ένα καλύτερο μέλλον. Εκεί γνωρίστηκαν με τη μητέρα του μικρού εξάχρονου Πάρη, ο οποίος ακόμα προσπαθούσε να σηκωθεί από το κρεβάτι… Και η μητέρα του είχε μεταναστεύσει στη Γερμανία από το Καρπενήσι της Ελλάδας.

    Βρισκόμαστε στο 1973 κι έναν χρόνο πριν, είχε γεννηθεί η αδερφή του μικρού ήρωά μας, η Στέλλα, στην οποία είχε μεγάλη αδυναμία.

    «Πότε θα έρθετε κι εσείς;»

    Μετά από τα πολλά παρακάλια της μητέρας του κάθισε για πρόγευμα μαζί της και τη βομβάρδισε με έναν καταιγισμό ερωτήσεων. Αναζητούσε να νιώσει λίγη ασφάλεια. Είχε να αντιμετωπίσει το άγνωστο σε λίγο…

    «Μαμά, πώς είναι στο αεροδρόμιο; Μόνος μου θα είμαι στο αεροπλάνο; Θα με περιμένει η γιαγιά στην Ελλάδα; Θα είναι καλή μαζί μου; Πόσο καιρό θα μείνω εκεί; Πότε θα έρθετε κι εσείς;»

    Η φωνή της μητέρας του έβγαινε με δυσκολία, είχε ήδη βουρκώσει. Κάτι προσπαθούσε να ψελλίσει, κάτι μουρμούριζε προσπαθώντας να ηρεμήσει το παιδί της και να απαντήσει στα απανωτά, εύλογα ερωτήματά του. Η ψυχή της, όμως, είχε πλαντάξει στο κλάμα, κάτι που δεν επέτρεπε να φανεί, για να μην τον ανησυχήσει περισσότερο.

    Οι συνθήκες ήταν τόσο δύσκολες εκείνη την εποχή, που με τον ερχομό του δεύτερου παιδιού τους, της Στέλλας, αδυνατούσαν να τα βγάλουν πέρα και με τα δύο παιδιά, αφού εργάζονταν και οι δύο γονείς. Έκριναν, λοιπόν, ότι το καλύτερο για όλους ήταν να στείλουν τον μικρό Πάρη στην Ελλάδα, να τον μεγαλώσει η γιαγιά του, η μαμά της μητέρας του. Ο απώτερος στόχος τους, βέβαια, ήταν κάποια στιγμή να επαναπατριστεί όλη η οικογένεια.

    Η δυσκολία του να σηκωθεί από το κρεβάτι εκείνη τη συγκεκριμένη ημέρα δεν ήταν παρά η άρνησή του να αποχωριστεί τους γονείς του. Δεν ήθελε να τους χάσει, δεν ήθελε να μείνει μόνος του. Το γνώριζε, αφού του είχαν μιλήσει εδώ και καιρό για τη μέρα του αποχωρισμού στην προσπάθειά τους να προετοιμάσουν το έδαφος.

    Αλήθεια, πόσο δύσκολο μπορεί να είναι για ένα εξάχρονο παιδί η τελευταία εικόνα, που έχει από τους γονείς του, να είναι αυτή του αποχαιρετισμού;

    Ειδικά στο ερώτημά του «Μαμά, πότε θα έρθετε κι εσείς Ελλάδα;» η μητέρα του αισθάνθηκε έναν κόμπο στο λαιμό κι ένα βάρος στο στήθος. Δεν μπορούσε να απαντήσει. Το μόνο που μπόρεσε να κάνει εκείνη τη στιγμή, ήταν να τον πάρει στην αγκαλιά της και να χαϊδέψει το σγουρό του κεφαλάκι, για να τον κάνει να νιώσει προστατευμένος μέσα από τη ζεστασιά της μητρικής θαλπωρής...

    Ο μικρός Πάρης έκλεισε τα μάτια κι ένιωσε τόση ασφάλεια, ώστε αποφάσισε να κρατήσει αυτή την αίσθηση μέσα στην ψυχή του, για να την κουβαλά για πάντα μαζί του. Έμελλε εκείνη η αγκαλιά να είναι το δικό του καταφύγιο στα δύσκολα που θα ακολουθούσαν.

    Mη χάσεις το αεροπλάνο...

    «Έλα, σήκω, χτύπησε το κουδούνι, ήρθε ο μπαμπάς, πρέπει να φύγουμε».

    Ο πατέρας του Πάρη δεν βρισκόταν σπίτι εκείνο το πρωινό. Είχε βγει από νωρίς να διεκπεραιώσει διάφορες εκκρεμότητες και να ετοιμάσει το αυτοκίνητο. Με το κουδούνι εκείνο διάφορα συναισθήματα πλημμύρισαν τον μικρό μας, αφού γνώριζε καλά ότι είχε ξεκινήσει η αντίστροφη μέτρηση για τον αποχωρισμό.

    Ήταν αρχές φθινοπώρου, ο καιρός καθαρά γερμανικός, με κρύο και συννεφιασμένο ουρανό και όλη η οικογένεια στο αυτοκίνητο καθ΄ οδόν για το αεροδρόμιο. Μπροστά ο πατέρας του με το παράθυρο ανοιχτό, να καπνίζει σκεφτικός. Στο πίσω κάθισμα ο μικρός είχε χωθεί στην αγκαλιά της μητέρας του. Ο πατέρας προσπάθησε να σπάσει την ανυπόφορη σιωπή:

    «Πέντε κι έξι πόσο κάνει;»

    Ο Πάρης χαμογέλασε – ήταν το αστείο τους αυτό – κι απάντησε άμεσα:

    «Ρε μπαμπά, αφού το ξέρω, έντεκα».

    Όλοι στο αυτοκίνητο γέλασαν και ο μικρός μας άρχισε να σκέφτεται. Είχε μια ιδιαίτερη σχέση με τον πατέρα του, παρόλο που κάποιες φορές γινόταν πολύ αυστηρός μαζί του. Ο πατέρας του ήταν στοργικός, προστατευτικός, τρυφερός και είχε ιδίαιτερη αδυναμία στον γιο του. Εξάλλου, ήταν το πρώτο του παιδί και συνήθως οι γονείς τρέφουν κάποια αδυναμία στους πρωτότοκους.

    Ο Πάρης άρχισε να σκέφτεται στη διαδρομή τα παιχνίδια, που έκανε με τον μπαμπά του, τις εκδρομές, τις βόλτες στις παιδικές χαρές, στα πάρκα, στα πολυκαταστήματα... Πάντα του αφιέρωνε χρόνο ο πατέρας του, ειδικότερα τις Κυριακές, που δεν δούλευε στο ναυπηγείο. Ένιωθε ήδη πόσο θα του έλειπαν αυτά…

    Μια φωνή διέκοψε απότομα τις σκέψεις του.

    «Φτάσαμε στο αεροδρόμιο, έλα, αγόρι μου, μην χάσεις το αεροπλάνο».

    Μπήκαν μέσα στο αεροδρόμιο και ο μικρός εντυπωσιάστηκε. Τα μάτια του άνοιξαν διάπλατα και ρουφούσε τις εικόνες που έβλεπε. Τον κόσμο με τις βαλίτσες, που έτρεχε από δω και από κει, για να προλάβει, τις τηλεοράσεις που έδειχναν στις τεράστιες οθόνες τους τις πτήσεις, τις λωρίδες που μετέφεραν τις αποσκευές, τα χρώματα, τα αεροπλάνα, τα οποία έβλεπε από τις μεγάλες τζαμαρίες να προσγειώνονται και να απογειώνονται. Όλες του οι αισθήσεις είχαν χτυπήσει κόκκινο.

    Όλα ήταν καινούργια γι’ αυτόν. Ήταν η πρώτη φορά που βρισκόταν σε αεροδρόμιο κι έβλεπε από τόσο κοντά τα αεροπλάνα. Ήταν η πρώτη φορά που θα έμπαινε σε αεροπλάνο και μάλιστα μόνος του…

    Το μοναχικό ταξίδι

    «Ο κύριος Πάρης;»

    Μια κυρία με πολύχρωμη στολή είχε σκύψει κοντά στον μικρό και τον ρωτούσε το όνομά του. Ήταν η αεροσυνοδός, που θα τον παραλάμβανε. Φορούσε μπλε φούστα, πουκάμισο σε αποχρώσεις του μπλε και κίτρινου και μπλε φουλάρι. Την αμφίεση ολοκλήρωνε μία κονκάρδα με το όνομα της αεροπορικής εταιρείας κι ένα καπελάκι στραβά φορεμένο.

    Ο μικρός εντυπωσιάστηκε από την εμφάνισή της και ίσα που κατάφερε να γνέψει καταφατικά μετά την παρότρυνση των γονιών του.

    «Πάρη μου, κάτι σε ρωτά η κυρία».

    «Ναι, εγώ είμαι», ψιθύρισε.

    Η αεροσυνοδός του κρέμασε στον λαιμό μία κάρτα με τα στοιχεία του. Ένιωθε πολύ στεναχωρημένος, διότι έπρεπε να αποχαιρετήσει τους γονείς του, αλλά παράλληλα ένιωθε και μία έξαψη, που θα έμπαινε πρώτη φορά σε αεροπλάνο. Αυτό το άγνωστο, που θα αντιμετώπιζε, με έναν μυστήριο τρόπο τον ενθουσίαζε. Οι γονείς του, βέβαια, τον είχαν πληροφορήσει σχετικά με το ταξίδι, για να τον προετοιμάσουν, άλλο όμως η θεωρία κι άλλο η πράξη. Οι περιγραφές των γονιών του δεν τον είχαν φοβίσει, αντιθέτως του είχαν εξάψει τη φαντασία και την περιέργεια.

    Κι έφτασε η δύσκολη ώρα του αποχαιρετισμού… Η μητέρα του τον πήρε στην αγκαλιά της. Μια σφιχτή αγκαλιά, η πιο σφιχτή που είχε νιώσει ο μικρός Πάρης μέχρι τότε. Η μητέρα του κρατιόταν να μην κλάψει. Τα μάτια της, όμως, διακρίνονταν βουρκωμένα… Προσπαθούσε να φανεί δυνατή. Πόσο εύκολο είναι να αναγκάζεσαι εκ των συνθηκών να αποχωριστείς το παιδί σου, ειδικά σε μία τόσο τρυφερή ηλικία;

    «Πρέπει να πηγαίνουμε».

    Εάν δεν διέκοπτε η αεροσυνοδός την τρυφερή στιγμή, ίσως η μητέρα του να μην τον είχε αφήσει ποτέ… Στράφηκε προς τον πατέρα του, που είχε ήδη ανοίξει τα χέρια του για μία τελευταία αγκαλιά. Ο μικρός έτρεξε με ορμή να χωθεί στην ασφάλεια της πατρικής αγκαλιάς, την οποία είχε τόσο ανάγκη εκείνη τη στιγμή. Ο πατέρας του τον σήκωσε ψηλά κι ο μικρός τον έπνιξε στα φιλιά. Τότε ο πατέρας του του ψιθύρισε στο αφτί:

    «Αγόρι μου, εκεί που θα πας να είσαι φρόνιμος και να ακούς τη γιαγιά σου».

    Η γιαγιά ήταν εκείνη, που θα τον μεγάλωνε στη συνέχεια, αναλαμβάνοντας τεράστιες ευθύνες, παίζοντας τον ρόλο και του μπαμπά και της μαμάς.

    «Εντάξει, μπαμπά, σου υπόσχομαι

    Enjoying the preview?
    Page 1 of 1