Discover millions of ebooks, audiobooks, and so much more with a free trial

Only $11.99/month after trial. Cancel anytime.

Ελπίδα. Το βιβλίο που κάηκε
Ελπίδα. Το βιβλίο που κάηκε
Ελπίδα. Το βιβλίο που κάηκε
Ebook143 pages1 hour

Ελπίδα. Το βιβλίο που κάηκε

Rating: 0 out of 5 stars

()

Read preview

About this ebook

Τα όνειρα πρέπει με κάθε κόστος, ακόμα και της ίδιας της ζωής, να πραγματοποιούνται• δεν πρέπει να μένουν ανεκ-πλήρωτα. Γιατί τι είναι ένας άνθρωπος χωρίς όνειρα, χωρίς προσδοκίες; Ένας ζωντανός νεκρός! Γιατί, όταν στερηθεί κάποιος ένα όνειρο, η ψυχή του πεθαίνει μαζί του, δίχως όνειρα δεν ξημερώνει η μέρα και δεν τελειώνει η νύχτα. Δίχως όνειρα η ζωή είναι ένας ζωντανός θάνατος. Κανείς δε βλέπει ότι είσαι πεθαμένος, μόνο η ψυχή σου το βλέπει και βουλιάζεις, δεν ζεις, απλά ανασαίνεις σ’ ένα φριχτό κόσμο, δίχως να ξέρεις τι σου φταίει, τι σου λείπει, τι σε σκοτώνει.
Όλοι στη ζωή για την Ελπίδα είμαστε οι ήρωες ενός βιβλίου. Αυτό το βιβλίο άλλοι επιθυμούν να το κάψουν, άλλοι να το εκδώσουν και άλλοι απλώς να το ζήσουν. Ο κάθε ήρωας αποφασίζει μόνος του ποιος θα είναι ο ρόλος του στην ιστορία που θα γραφτεί, με τις επιλογές που θα κάνει.

LanguageΕλληνικά
Release dateNov 14, 2020
Ελπίδα. Το βιβλίο που κάηκε

Related to Ελπίδα. Το βιβλίο που κάηκε

Related ebooks

Related categories

Reviews for Ελπίδα. Το βιβλίο που κάηκε

Rating: 0 out of 5 stars
0 ratings

0 ratings0 reviews

What did you think?

Tap to rate

Review must be at least 10 words

    Book preview

    Ελπίδα. Το βιβλίο που κάηκε - Σοφία Τανακίδου

    ΣΟΦΙΑ ΤΑΝΑΚΙΔΟΥ

    ΕΛΠΙΔΑ

    ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΠΟΥ ΚΑΗΚΕ

    Τίτλος βιβλίου: ΕΛΠΙΔΑ Το βιβλίο που κάηκε

    Συγγραφέας : Σοφία Τανακίδου

    Επιμέλεια & Δημιουργία έκδοσης: Χρήστος Παπαχρυσάφης

    Επιμέλεια κειμένου: Δήμητρα Γοργορή

    Φωτογραφία εξώφυλλου: Κωνσταντίνα Κρατημένου

    Τι νόημα θα είχαν τα όνειρα αν δεν υπήρχε η ελπίδα για την πραγματοποίησή τους. Αφιερωμένο σε όσους κράτησαν την ελπίδα μου ζωντανή και υλοποίησαν τα όνειρα μου...

    Σοφία Τανακίδου

    Μία συνεχόμενη βουτιά για το βυθό και εκεί που νομίζεις πως σχεδόν αγγίζεις το τέλος του, το βάθος μεγαλώνει. Βγαίνεις παίρνεις ανάσα μεγαλύτερη και πάλι μέσα. Πας πρόσω ολοταχώς να αγγίξεις τον πυθμένα, και εκεί που νομίζεις πως πια τον ακουμπάς, πάλι όχι, πάλι είσαι μακριά. Κάθε βουτιά και μία γνώση. Κάθε ανάσα και μία αποκάλυψη και ένα βαθύ συναίσθημα. Έτσι ακριβώς ένιωσα διαβάζοντας το βιβλίο της Σοφίας. Με πήγαινε μέσα από τις γραμμές της όλο και πιο μέσα στο συναίσθημα. Όλο και πιο μέσα στη βαθιά ενδοσκόπησή μου. Πλημμυρισμένο από συναισθήματα, γεμάτο από ανατροπές. Ήρωες δίκαιοι, άδικοι, ελπιδοφόροι, ενορατικοί, με αδυναμίες. Ήρωες που η Ελπίδα τους ενώνει, τους δυναμώνει, τους φωτίζει, να φανούν τα προτερήματα, οι ελλείψεις και οι αδύναμες στιγμές τους. Γιατί όλα γυρνούν γύρω από την αγάπη. Γιατί η ζωή είναι αγάπη…γιατί η αγάπη τυλίγεται με την Ελπίδα. Είναι που η Ελπίδα και η συγγραφέας, μας δίνουν ένα μάθημα, μας σκάβουν την ψυχή, να αντικρίσουμε τους στόχους μας, τα όνειρα μας, να μην τα αγνοήσουμε. Κι όταν δάκρυα συγκίνησης φανούν στα μάτια σου, είναι γιατί η Σοφία κατάφερε να γρατζουνίσει τις χορδές της ψυχής σου με τέτοιο τρόπο που δε θα το ξεχάσεις ποτέ. Είναι γιατί το «όνειρο της Ελπίδας» είναι το δικό σου όνειρο… είναι η δική σου ζωή

    Βάγια Μπαλή

    Συγγραφέας - Ποιήτρια

    Το όνειρο της Ελπίδας.

    Η Ελπίδα κατέβηκε γρήγορα τα σκαλοπάτια του σπιτιού, ανοίγοντας και κλείνοντας με δύναμη πίσω της την πόρτα, στάθηκε για ένα δευτερόλεπτο, πήρε μια βαθιά ανάσα και μετά ξανάνοιξε την εξώπορτα.

    Περιεργάστηκε τα κλειδιά στα χέρια της και με μια βιαστική κίνηση τράβηξε ένα μπρελόκ με ένα μικρό κλειδί από αυτά, το έβαλε στην τσέπη της και ταυτόχρονα πέταξε τα υπόλοιπα κλειδιά στο πρώτο σκαλοπάτι. Άνοιξε και ξανάκλεισε πίσω της την πόρτα, αυτή τη φορά δεν κοντοστάθηκε καθόλου, αντίθετα άρχισε να τρέχει σαν να την κυνηγούσαν.

    Είδε το λεωφορείο που ερχόταν, αλλά ήταν μακριά από τη στάση, δε θα το προλάβαινε, γι’ αυτό έκανε μια απεγνωσμένη προσπάθεια να βγει μπροστά του, για να αναγκάσει τον οδηγό να σταματήσει. Μεγάλο ρίσκο, αλλά στη ζωή της η Ελπίδα δε φοβήθηκε ποτέ τα ρίσκα. Το λεωφορείο σταμάτησε, τα είχε καταφέρει.

    Ανεβαίνοντας, έβαλε το χέρι στην τσέπη της και εκείνη τη στιγμή ανακάλυψε ότι δεν είχε χρήματα κι ο οδηγός την κοίταζε ήδη περίεργα. «Ωχ, Θα με κατεβάσει!» σκέφτηκε.

    Ο οδηγός, όμως, την κοίταξε τρυφερά και της πρόσφερε ένα χαρτομάντιλο. Δεν κατάλαβε γιατί το έκανε, από ένστικτο, όμως, το πήρε και το ακούμπησε στα χείλη της.

    Το χαρτομάντιλο ποτίστηκε στο αίμα της. Aιμορραγούσε και δεν το 'χε καν καταλάβει. «Μην φοβάσαι, ηρέμησε, όλα θα πάνε καλά» τον άκουσε τώρα να της ψιθυρίζει· «θα ειδοποιήσω ασθενοφόρο, μην ανησυχείς, όλα θα πάνε καλά» συνέχισε να της επαναλαμβάνει.

    Δεν ανησυχούσε και δεν καταλάβαινε γιατί το έκανε θέμα εκείνος, μία μικρή αιμορραγία ήταν. Τον αγνόησε, άνοιξε το κινητό της, έπρεπε να στείλει μήνυμα στον αδερφό της ότι θα πήγαινε σπίτι, για να την περιμένει.

    «Άγγελε, έρχομαι και θέλω να με βοηθήσεις να στείλω το βιβλίο στον εκδότη. Θέλω να μου υποσχεθείς ότι θα με βοηθήσεις» ψιθύρισε στο τηλέφωνο.

    Ένιωσε ξαφνικά μια μικρή ζάλη. «Θα έχασα πολύ αίμα» συλλογίστηκε, αλλά σε λίγο θα έφτανε σπίτι και όλα θα ήταν εντάξει, ο Άγγελος θα την φρόντιζε όπως πάντα, δεν ανησυχούσε καθόλου. Ο Άγγελος, ο αδερφός της, ήταν πάντα η σανίδα σωτηρίας της.

    Ούτε κατάλαβε πότε έφτασε σπίτι, ο οδηγός έτρεχε πολύ γρήγορα, τον ευγνωμονούσε μέσα της γι’ αυτή τη βιασύνη του, γιατί κι εκείνη ήθελε να κερδίσει χρόνο, είχε πολλή δουλειά να κάνει κι οι ώρες της ήταν μετρημένες· της είχαν απομείνει μόνο δύο μέρες. Θα τα κατάφερνε όμως. Πάντα τα κατάφερνε, όταν το αποφάσιζε, και τώρα το είχε αποφασίσει· τίποτε και κανείς δεν θα την αποσπούσε από τον στόχο της.

    Το δωμάτιο της την περίμενε έτσι ακριβώς όπως το είχε αφήσει πριν δύο χρόνια, τίποτε δεν είχε αλλάξει, έτοιμα όλα να την καλοδεχτούν ξανά, για πάντα, γιατί δε θα ξαναέφευγε ποτέ. Αυτό ήταν· ο γάμος της είχε τελειώσει με το Νίκο, πέταξε τη βέρα της, άφησε τα κλειδιά της στην είσοδο του σπιτιού, είπε «τέρμα».

    Μετά από δύο μόλις χρόνια γάμου η απόφασή της να φύγει μπορεί να ήταν βιαστική, αλλά ήταν και αμετάκλητη. Όταν αποφάσιζε κάτι η Ελπίδα, δεν άλλαζε εύκολα γνώμη.

    Τώρα, όμως, δεν ήταν η στιγμή να σκέφτεται το γάμο της, έπρεπε να ξαναγράψει από την αρχή το βιβλίο της και δεν είχε καθόλου χρόνο, έπρεπε να σβήσει από το μυαλό της κάθε άλλη σκέψη και να επικεντρωθεί στο να θυμηθεί κάθε λέξη από την αρχή, από τις σημειώσεις της, που είχαν καεί.

    Μήνες δούλευε ένα μυθιστόρημα κι είχε ξοδέψει ατελείωτες ώρες για τη συγγραφή του, αλλά πριν από λίγη ώρα, όλη η δουλειά της είχε καταστραφεί.

    Δεν θα το έβαζε όμως κάτω, ούτε λεπτό δε σκέφτηκε ότι θα παρέδιδε όπλα. Όχι! Θα τα ξανάγραφε όλα από την αρχή, όση ώρα κι αν χρειαζόταν. Άρπαξε ένα μάτσο φύλλα πάνω από το γραφείο κι άρχισε να γράφει. Είχε ήδη γεμίσει καμιά τριανταριά σελίδες, όταν κοίταξε πρώτη φορά το ρολόι της.

    «Γιατί αργεί;» συλλογίστηκε -του είχε στείλει μήνυμα εδώ και ώρα- «Γιατί αργεί;».

    Ξαναέπιασε το στυλό στο χέρι της, έκλεισε τα μάτια για λίγο, ζαλιζόταν και νύσταζε, νύσταζε αφόρητα, η καρδιά της κοιμόταν ήδη, δεν είχε κοιμηθεί όλη την προηγούμενη νύχτα, για να προλάβει να τελειώσει το μυθιστόρημα της και τώρα ο οργανισμός της ήταν καταπονημένος, αλλά κλείνοντας τα μάτια ορμούσαν οι φλόγες και την ξύπναγαν, τις κοίταζε καθώς τα έκαιγαν όλα, τα φύλλα, τις σημειώσεις, το βιβλίο της, όλα έπαιρναν φωτιά μπροστά της.

    Αυτές οι μαγικές φλόγες την κράταγαν τώρα ξύπνια. Ξανακοίταξε το ρολόι. Δεν φάνηκε ακόμη ο Άγγελος· δεν είχε πάρει άραγε το μήνυμα της; Ήθελε να τηλεφωνήσει αλλά δεν είχε κουράγιο να του μιλήσει, δεν θα έβγαινε φωνή το ήξερε, μόνο θα έκλαιγε και δεν ήταν ώρα για κλάματα, τώρα έπρεπε να ξαναγράψει το βιβλίο της.

    Το άφησε να καεί μέσα στο τζάκι, χωρίς να αντιδράσει, μέσα στο μυαλό της, όμως, η ιστορία της ανέπνεε, ζούσε, φώναζε, κανείς δεν μπορούσε να της την στερήσει, μόνο λίγο χρόνο ήθελε να της δώσουν, λίγο χρόνο και τον Άγγελο, που θα της το αποθήκευε να μη χαθεί πάλι… αλλά δεν φαινόταν, τέσσερις ώρες και ακόμα δεν είχε έρθει. Γιατί δεν έπαιρνε το μήνυμα της; Αν ερχόταν ο Άγγελος, θα έκανε ένα διάλειμμα, θα σταματούσε για λίγο να γράφει, αλλά αργούσε, ποτέ του δεν το είχε ξανακάνει, πάντα ήταν δίπλα της από το πρώτο λεπτό, από το πρώτο λεπτό της γέννησης τους. Την Ένιωθε! Αχ, να μπορούσε να το νιώσει κι εκείνη, το ευχήθηκε τόσες φορές, αλλά όχι! Μόνο ο αδερφός της είχε αυτό το υπέροχο χάρισμα· κάθε φορά που εκείνη τρόμαζε, στενοχωριόταν, πονούσε, έβλεπε εφιάλτες, άνοιγε την πόρτα και κούρνιαζε δίπλα της στο κρεβάτι, λέγοντάς της: «Εδώ είμαι, εδώ είμαι, Ελπίδα μου». Πού ήταν τώρα;

    Το χέρι της έτρεμε· έπρεπε να το ξεκουράσει· «Δεν θα τα καταφέρω» συλλογίστηκε, έτρεμε και πονούσε τρομερά. Κρύος ιδρώτας την έλουσε, έπρεπε ν’ αντέξει και να θυμηθεί, να θυμηθεί ακόμα και τις πιο μικρές λεπτομέρειες, όχι μόνο τις φλόγες, αυτές δεν θα τις ξεχνούσε ποτέ, τα χρώματα, τα γράμματα που τα έβλεπε και τα άκουγε να αναδύονται και να ξαναγυρίζουν πίσω σε εκείνη, τα ένιωθε να εισχωρούν καυτά μέσα στο μυαλό της. Και τώρα ομαδικά, γρήγορα, άδειαζαν πάνω στα χαρτιά της, μόνο ο πόνος στο χέρι της την συγκρατεί, μα ελπίζει να αντέξει, αν όχι θα κάνει αυτό που έκανε πάντα κι ο Άγγελος γελούσε μαζί της, θα γράψει με το άλλο χέρι κι ας ήταν τα πιο απαίσια γράμματα του κόσμου. «Εμείς γεννηθήκαμε αριστεροί» της έλεγε, «μην προσπαθείς άδικα». Μα εκείνη επέμενε. «Θα μάθω να γράφω και με τα πόδια» τον πείραζε πάντα κι εκείνος γέλαγε, γέλαγε, όλο το δωμάτιο γέμισε τώρα με το γέλιο του, το ακούει και ο πόνος της ηρεμεί, τελειώνει το πρώτο κεφάλαιο λίγες σειρές ακόμα, ακόμα λίγες.

    Ξάφνου άνοιξε η πόρτα, ήρθε, επιτέλους ήρθε, ακούει τη φωνή του, νιώθει την παρουσία του.

    «Ελπίδα μου, Ελπίδα μου, ψυχή μου εδώ είμαι! Συγνώμη που άργησα, συγνώμη, συγνώμη ψυχή μου!» Το χέρι του αγγίζει το δικό της, νιώθει να κυλάνε στα μάτια της δάκρυα, αλλά δεν κλαίει, τα νιώθει μόνο, δεν είναι δικά της· εκείνος κλαίει.

    «Γιατί κλαις, Άγγελε;» θέλει να τον ρωτήσει, αλλά δεν έχει φωνή, δεν μπορεί να μιλήσει, προσπαθεί ξανά και ξανά, δεν βγαίνει ήχος, μόνο ένας λυγμός που τον ακούει να σκίζει την ηρεμία του δωματίου, αλλά δεν ειναι δικός της ούτε αυτός, εκείνος ουρλιάζει σαν πληγωμένο αγρίμι και την φιλάει στα μάτια, στα μάγουλα και σκουπίζει τα δάκρυά του από το πρόσωπό της και ξανά κλαίει κι ύστερα γέρνει το κεφάλι του στο στήθος της και της ψιθυρίζει.

    «Χτυπάει ακόμα! Σε παρακαλώ, Ελπίδα μου, πες της να μη σταματήσει να χτυπάει, δεν θα αντέξω τόσο πόνο». Έτσι της έλεγε πάντα, όταν ήταν αρρωστούλα, κι εκείνη γελούσε, μα τώρα δεν μπορεί να γελάσει και δεν καταλαβαίνει το λόγο, δεν είναι άρρωστη σήμερα, είναι καλά, μόνο που βιάζεται, πρέπει να γράψει, πρέπει να ξαναγράψει από την αρχή το βιβλίο της. Μα εκείνος συνεχίζει να κλαίει.

    «Θα έμαθε για το

    Enjoying the preview?
    Page 1 of 1