Discover millions of ebooks, audiobooks, and so much more with a free trial

Only $11.99/month after trial. Cancel anytime.

Ο Βρώμικος Πρίγκηπας
Ο Βρώμικος Πρίγκηπας
Ο Βρώμικος Πρίγκηπας
Ebook202 pages2 hours

Ο Βρώμικος Πρίγκηπας

Rating: 0 out of 5 stars

()

Read preview

About this ebook

Φιν

Έπιασα μια γυναικεία σιλουέτα με την άκρη του ματιού μου όταν διεκπεραίωνα μια εκτέλεση. Θα μπορούσε να ήταν κατάσκοπος, οπότε δεν είχα άλλη επιλογή από το να την ακολουθήσω. Όταν τη στρίμωξα σ’ ένα εγκαταλειμμένο σπίτι, κατάλαβα ότι έπρεπε να την κάνω δικιά μου.

Άνια

Προσπαθώ απλά να επιβιώσω μέσα σ’ αυτόν τον καταραμένο πόλεμο. Όταν άκουσα αντρικές φωνές στην περιοχή δεν μπόρεσα να συγκρατήσω την περιέργειά μου. Ο ήχος των πυροβολισμών με ξαπόστειλε πίσω στο στρατόπεδό μου. Δεν περίμενα να με ακολουθήσουν.

Και τώρα αυτός ο όμορφος ξένος απαιτεί να τον ακολουθήσω. Λέει ότι ο μόνος τρόπος να με σώσει είναι να φυτέψει ένα παιδί μέσα μου. Δεν έχω ξαναπάει με άντρα, μα όταν με καρφώνει με τα πεινασμένα μάτια του είναι δύσκολο να αρνηθώ. Και δε με χαλάει ότι είναι ένας όμορφος πρίγκηπ

LanguageΕλληνικά
PublisherBadPress
Release dateJun 23, 2021
ISBN9781667405148
Ο Βρώμικος Πρίγκηπας

Related to Ο Βρώμικος Πρίγκηπας

Related ebooks

Related categories

Reviews for Ο Βρώμικος Πρίγκηπας

Rating: 0 out of 5 stars
0 ratings

0 ratings0 reviews

What did you think?

Tap to rate

Review must be at least 10 words

    Book preview

    Ο Βρώμικος Πρίγκηπας - Sky Corgan

    Κεφάλαιο 1ο – Άνια

    ––––––––

    Ο πόλεμος είναι κόλαση. Ειδικά όταν είσαι με αυτούς που χάνουν.

    Κοιτάω την τιποτένια συγκομιδή που περιέχει ο φθαρμένος καφετής σάκος αλληλογραφίας μου και στενάζω μέσα μου. Δυο κονσέρβες προμαγειρεμένα φασόλια, ένα ανοιχτό κουτί με μόνο δυο σακουλάκια ληγμένου καλαμποκιού για ποπ-κορν με γεύση τυρί, μια κονσέρβα σαρδέλες και μια λειψή σακούλα με μπαγιάτικες μπουκιές γκρανόλα. Θα μπορούσα να βρω τον μπελά μου επειδή τσίμπησα από τη σακούλα αν δεν ήταν ήδη ανοιχτή. Απ’ την άλλη, υποπτεύομαι ότι είμαστε πολλοί αυτοί που τσιμπάμε από τις συσκευασίες που μπορούμε, ακόμα κι αν δεν είναι ήδη ανοιχτές, ώστε ν’ αυξήσουμε λίγο τη μερίδα μας σε αντάλλαγμα για τις προσπάθειές μας. Προσπαθώ να μην το κάνω, γνωρίζοντας ότι δεν είμαι η μόνη που πεινάει πίσω στο στρατόπεδο. Γνωρίζοντας ότι κάθε μπουκιά φαγητού που παίρνω στερεί σε κάποιον άλλον ένα μερίδιο από αυτό που χρειάζεται για να επιβιώσει.

    Στα λίγα πράγματα που κατάφερα να μαζέψω, οι σαρδέλες αποτελούν έπαθλο. Το φαγητό σπανίζει, αλλά η πρωτεΐνη ακόμα περισσότερο. Ίσως αυτή η κονσέρβα και μόνο με γλιτώσει απ’ την κατσάδα.

    Δε φταίω εγώ που στον τομέα μου έχουν εξαφανιστεί οι προμήθειες. Δεν ήμασταν οι πρώτοι που περάσαμε από εδώ. Το καταλάβαινα από όλα τα ανοιχτά ντουλάπια στα σπίτια που περνούσα. Μερικές φορές απλά σου πέφτει σκατά φύλλο όταν μοιράζουν τις αποστολές.

    «Ίσως να υπερβάλω» σκέφτομαι αναστενάζοντας καθώς έχω μείνει να κοιτάζω μια ακόμα άδεια τροφοθήκη. Γύρισα στο στρατόπεδο με άδεια χέρια τις τελευταίες δυο μέρες και κανείς δεν είπε τίποτα, ωστόσο νιώθω ότι δεν στέκομαι στο ύψος των περιστάσεων. Οι άλλοι ανιχνευτές πάντα φαίνεται να αρπάζουν περισσότερα από μένα, ακόμα κι αν πρόκειται για μια-δυο κονσέρβες. Αναρωτιέμαι αν στο στρατόπεδο με θεωρήσουν τελικά άχρηστη και με αποβάλλουν. Δεν μπορώ να το επιτρέψω αυτό.

    Δάκρυα ξεπηδούν από τα μάτια μου καθώς κλείνω την τροφοθήκη και ο τριγύρω πανικός περνάει μέσα μου. Αυτό το σπίτι πρέπει να ήταν μεγαλοπρεπές κάποτε. Η κουζίνα έχει μαρμάρινους πάγκους και επένδυση με πλακάκια. Οι ηλεκτρικές συσκευές είναι όλες σε ανοξείδωτο. Σέρνω τα πόδια μου ανάμεσα σε μαγειρικά σκεύη και εργαλεία σκόρπια στο δάπεδο της κουζίνας, μετά αποφεύγω τα σπασμένα γυαλιά στο καθιστικό, ρίχνοντας μια ματιά στο δυσανάγνωστο γκράφιτι στους τοίχους και τα σκισμένα έπιπλα, και κατευθύνομαι στο μπροστινό μέρος του σπιτιού.

    Ήξερα ότι δεν θα υπήρχε τίποτα εδώ μέσα όταν μπήκα, αλλά στοχεύω μόνο σπίτια που είναι προφανώς άδεια. Ποτέ δεν ξέρεις τι σε περιμένει πίσω από μια κλειδωμένη πόρτα. Μπορεί να είναι επαναστάτες, μπορεί στρατιώτες, μπορεί και κάποιος που απλά προσπαθεί να μείνει ζωντανός όπως εγώ. Κι ενώ δεν κατέχω τίποτα αξίας, είμαι ακόμα ζωντανή. Θα ήθελα να μείνω έτσι, αν μπορώ, για όσο μπορώ.

    Πιθανόν αυτός είναι και ο λόγος που οι άλλοι ανιχνευτές συγκεντρώνουν περισσότερο φαγητό από εμένα. Καταλαβαίνουν τη σοβαρότητα της κατάστασής μας. Είναι... ανιδιοτελείς. Επίσης, οι περισσότεροι είναι άνδρες, έτσι το να σπάσουν μια πόρτα δεν αποτελεί πρόβλημα. Και φυσικά δεν είναι υποχρεωμένοι να αντιμετωπίσουν το φόβο του βιασμού.

    Στέκομαι στο κατώφλι και ατενίζω τον ουρανό. Ο ήλιος βυθίζεται στον ορίζοντα, όμως θα μπορέσω να εκμεταλλευτώ το φως της ημέρας για μια - δυο ώρες ακόμα. Ρίχνω το βλέμμα μου αριστερά και μετά δεξιά. Αυτή η γειτονιά είναι ρημαγμένη. Σχεδόν όλοι έφυγαν με την εισβολή των ξένων στρατευμάτων. Όσοι έμειναν προσχώρησαν στην επανάσταση, ή σε κάποιο στρατόπεδο εκτοπισμένων σαν το δικό μου. Αν έχει μείνει κανείς σ’ αυτόν τον οικισμό, είναι οι αποστάτες – μοναχικοί τύποι που προσπαθούν να τα βγάλουν πέρα μόνοι τους. Δεν θέλεις να βρεθείς στο δρόμο τους. Πεπειραμένοι στο να επιβιώνουν, σκοτώνουν χωρίς δεύτερη σκέψη για να προστατέψουν τα κεκτημένα τους. Γι’ αυτό άλλωστε παραμένουν ζωντανοί.

    Πρέπει ν’ αποφασίσω αν θα συνεχίσω να ψάχνω ή θα τα παρατήσω για να γυρίσω στο στρατόπεδο. Καθώς κοιτάζω κατά μήκος του δρόμου αναστενάζω. Έχω περάσει από αρκετά σπίτια σ’ αυτή τη γειτονιά ώστε να ξέρω ότι δεν υπάρχει τίποτα εδώ. Υπήρχε μόνο ένα, δυο δρόμους πίσω, που δεν μπόρεσα να μπω γιατί ήταν σφραγισμένο με καρφωμένες σανίδες. Κι άλλα τρία που ήταν κλειδωμένα. Σε ένα αφουγκράστηκα θόρυβο μέσα του και απομακρύνθηκα όσο πιο γρήγορα μπορούσα. Τα άλλα ήταν ήσυχα, αλλά σε καμιά περίπτωση αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει κόσμος μέσα. Αν έχει μείνει φαγητό εδώ γύρω, θα βρίσκεται μέσα σ’ αυτά τα σπίτια. Το κατοικημένο σίγουρα αποκλείεται, μα τα άλλα τρία...

    Ανεβάζω την κουκούλα του φθαρμένου μαύρου μπουφάν μου για μπλοκάρω το κρύο και να κρύψω το πρόσωπό μου. Μετά προσαρμόζω τα λουριά του σάκου μου ώστε να είμαι πιο άνετα και κατηφορίζω το δρόμο, μένοντας όσο γίνεται κοντύτερα στα σπίτια και τους φράχτες. Αν ο στρατός περνούσε τυχαία απ’ εδώ, θα με μάζευε σίγουρα.

    Το τελευταίο κλειδωμένο σπίτι που προσπέρασα ήταν στο τέλος του δρόμου. Σέρνομαι ακόμα μια φορά μέχρι την είσοδο και δοκιμάζω το χερούλι πριν πιέσω το αυτί μου πάνω στην πόρτα προσπαθώντας να πιάσω κάποιον εσωτερικό ήχο που να υποδηλώνει την ύπαρξη ζωής. Έλεγξα την πίσω είσοδο νωρίτερα, οπότε ξέρω ότι είναι κι αυτή κλειδωμένη. Μερικές φορές, αν και η μπροστινή πόρτα είναι ασφαλισμένη, η πίσω είναι ξεκλείδωτη.

    Δεν ακούω τίποτα.

    Ο προπολεμικός μου εαυτός σκέφτεται να χτυπήσει. Τι επιπτώσεις θα έχει αυτό, ωστόσο, εκτός από το να συνεγείρει τους ανθρώπους μέσα να πάρουν τα όπλα και θέσεις άμυνας για τις προμήθειές τους; Ή, αν είμαι τυχερή, να σκορπίσουν σε κρυψώνες – δραπετεύοντας από την πίσω πόρτα ή σκαρφαλώνοντας στο πατάρι – προσευχόμενοι να μην εντοπιστούν.

    Κατεβαίνω τα σκαλιά και σηκώνω ένα από τα στολίδια της πρασινάδας που κοσμεί το παρτέρι. Μια κεραμική πέτρα με ζωγραφισμένα μικρά κίτρινα και ροζ λουλούδια. Στην εμπρόσθια όψη γράφει Ευλόγησε το σπίτι μας. «Μάλλον δε νιώθουν και τόσο ευλογημένοι απ’ όταν τους πέταξαν έξω απ’ το σπίτι τους» σκέφτομαι καθώς ζυγίζω το στολίδι στο χέρι μου. Ειλικρινά δεν είμαι σίγουρη αν θα σπάσει πρώτη η ψεύτικη πέτρα ή το παράθυρο.

    Γέρνω μπροστά και προσπαθώ να κρυφοκοιτάξω μέσα στο σπίτι. Οι κουρτίνες είναι κλειστές, έτσι δεν μπορώ να πω ποιος ή τι είναι στο εσωτερικό. Αυτό αυξάνει το ρίσκο λίγο ακόμα. Οι χτύποι της καρδιάς μου επιταχύνουν και μόνο στη σκέψη της αντιπαράθεσης.

    Οπισθοχωρώ μερικά βήματα και τεντώνω πίσω το χέρι μου. Αν υπάρχει κάποιος τριγύρω, ο θόρυβος από το σπάσιμο του τζαμιού μπορεί να τους τραβήξει. Είναι κι αυτό ένα ρίσκο.

    Ο ήχος της καρδιάς μου φτάνει στ’ αυτιά μου σαν τύμπανο. Τύμπανο πολέμου. Μια ρυθμική ομοβροντία πυροβολισμών. Μπορώ να νιώσω το αίμα να ρέει μέσα σε κάθε ίνα του κορμιού μου. Το υποσυνείδητό μου επιμένει ότι όλο αυτό είναι κακή ιδέα. Μπορεί κάποιος να βγει απ’ το σπίτι και να μου επιτεθεί. Ή να ‘ρθει από κάποια γωνία και να με αιχμαλωτίσει. Είναι οι άγριες σκέψεις που φέρνει ο φόβος. Δεν είναι ότι δεν το ‘χω ξανακάνει. Τις άλλες φορές, όμως, ήμουν με μια ομάδα και εκπαιδευόμασταν στο πως θα ερευνούμε μια περιοχή. Ακολουθούσα κάποιον άλλον. Αισθανόμουν πιο σίγουρη με άλλους ανθρώπους δίπλα μου. Τώρα που είμαι μόνη...

    Η πέτρα δε λέει να φύγει απ’ την παλάμη μου. Ο βραχίονάς μου δεν κάνει την απότομη κίνηση που απαιτείται για να την πετάξει. Στέκω παγωμένη στον χρόνο για όσο μοιάζει με πέντε λεπτά, ενώ μάλλον είναι μόλις λίγα δευτερόλεπτα και ύστερα κατεβάζω το χέρι και παραδέχομαι την ήττα μου, χαμηλώνοντας τα μάτια στη φράση που είναι γραμμένη στο στολίδι για μια τελευταία φορά πριν το αφήσω να γλιστρήσει από τα δάχτυλά μου.

    Πέφτει στο έδαφος μ’ ένα γδούπο και το κοιτάω με απογοήτευση. Απογοήτευση για εμένα την ίδια. Είμαι μια απογοήτευση. Δυο κονσέρβες, ένα κουτί και μια σακούλα φαγητό. Σίγουρα όχι αρκετό για να τραφεί ένα στρατόπεδο είκοσι ατόμων. Και γινόμαστε περισσότεροι κάθε εβδομάδα.

    «Αυτό δεν φτάνει» αναλογίζομαι κουνώντας το κεφάλι «Πρέπει να σκεφτώ κάτι άλλο»

    Απομακρύνομαι από το σπίτι, παρόλα αυτά δεν είμαι σίγουρη που πηγαίνω. Όχι πίσω στο στρατόπεδο. Όχι με αυτά τα ψιλοπράγματα ως απόδειξη των προσπαθειών μου.

    Ίσως πρέπει να το σκάσω, να πάρω ότι έχω στο σάκο μου και να προσπαθήσω να επιβιώσω με αυτά όσο περισσότερο μπορώ. Να γίνω αποστάτης και να περιμένω να τελειώσει ο πόλεμος.

    Ποιον κοροϊδεύω; Δε θ’ άντεχα ούτε βδομάδα μόνη μου. Θα μπορούσα ίσως να βρίσκω φαγητό, αλλά το νερό είναι ακόμα πιο δυσεύρετο. Τουλάχιστον αυτό το έχουμε εξασφαλισμένο στο στρατόπεδο, χάρη σ’ έναν τύπο που έχει το εργαλείο που ανοίγει πυροσβεστικούς κρουνούς.

    Όχι, πρέπει να γυρίσω πίσω. Εξακολουθώ να μην το θέλω όμως.

    Αποφασισμένη να τα καταφέρω καλύτερα, πηγαίνω πέρα από τα όρια του τομέα μου. Οι γειτονιές ωστόσο δε μου κάνουν. Έχω βαρεθεί να μπαινοβγαίνω σε σπίτια, περπατώντας μέσα από σπασμένα γυαλιά, μόνο και μόνο για να δω παραβιασμένα άδεια ντουλάπια και νιώθοντας αυτό το απαίσιο κενό στο στομάχι μου όταν αντιλαμβάνομαι ότι το μέρος έχει ήδη λεηλατηθεί. Θα είμαι πιο τυχερή αν μπορέσω να βρω ένα εμπορικό κέντρο, ένα παντοπωλείο, οτιδήποτε περιέχει μεγάλη ποσότητα τροφίμων. Τουλάχιστον έτσι νομίζω. Φαντάζομαι τον εαυτό μου να επιστρέφει στο στρατόπεδο με μια τσάντα ξέχειλη με φαγώσιμα και μια αναφορά για το μέρος που θα βρούμε τόσο φαγητό που θα μας κρατήσει χορτάτους  για μήνες. Θα γινόμουν ηρωίδα.

    Ηρωίδα. Ρουθουνίζω ειρωνικά. Υπήρξε ποτέ ήρωας που να έχει χειρότερο προσανατολισμό από ότι εγώ τώρα; Δεν είμαι πολύ εξοικειωμένη με αυτή την περιοχή. Δεν είναι από τα μέρη που είχα ταξιδέψει πριν τον πόλεμο. Αυτό που ξέρω όμως, είναι ότι αν συνεχίσω ευθεία μέσα από τις γειτονιές θα καταλήξω κάποια στιγμή σ’ ένα κεντρικό δρόμο με καταστήματα. Απλά δεν ξέρω πόση ώρα θα μου πάρει. Δεν ξέρω καν αν θα φτάσω πριν πέσει η νύχτα, μα είμαι σίγουρη ότι δεν προλαβαίνω να γυρίσω πίσω μέχρι τότε.

    Θα πρέπει να κατασκηνώσω κάπου έξω στο σκοτάδι. Η σκέψη με φοβίζει. Όχι τόσο το σκοτάδι, όσο το να είμαι μόνη μου. Είναι περίεργο τώρα που το σκέφτομαι. Μεγαλώνοντας ορφανή ήμουν πάντα μόνη μου. Ακόμα και αφού υιοθετήθηκα, ένιωθα μόνη μου. Ένα από τα έξι παιδιά που συνεχώς εναλλάσσονταν, είχα το χρίσμα του καινούργιου παιχνιδιού για κανένα μήνα πριν χαθώ στο πλήθος. Δεν κατηγορώ τους θετούς γονείς μου. Είχαν ήδη υιοθετήσει δύο ανάπηρα αγόρια πριν από μένα, ένα με σύνδρομο Down, το άλλο με τετραπληγία. Το γιατί σκέφτηκαν να αναλάβουν περισσότερα παιδιά έχοντας ήδη τόσες πολλές ευθύνες να τους βαραίνουν, δε θα το καταλάβω ποτέ. Η θετή μου μητέρα  μου είπε μια φορά ότι ήταν επειδή είχαν πολύ ακόμα αγάπη να προσφέρουν. Ίσως να είχαν, μα σίγουρα δεν είχαν αρκετό χρόνο. Τα υπόλοιπα παιδιά μέναμε συνήθως παραμελημένα για χάρη των δυο λιγότερο τυχερών αδερφών μας. Μας παρέχονταν ελάχιστα παραπάνω από μια στέγη κι ένα φαγητό. Όταν κάποιος μας γινόταν δεκαοχτώ και πετούσε μακριά απ’ τη φωλιά, οι γονείς μας έφερναν ένα άλλο παιδί. Το σπίτι μας ήταν ένας ατέρμονας κύκλος κοινωνικής αμέλειας. Θα πίστευε κανείς ότι έχοντας το ίδιο ιστορικό, τα υιοθετημένα αδέρφια μου κι εγώ θα είχαμε δεθεί περισσότερο. Δεν έγινε έτσι. Ήμασταν απλά και μόνο συγκάτοικοι, συνυπάρχοντας στον ίδιο χώρο χωρίς όμως να μπλεκόμαστε ο ένας στη ζωή του άλλου. Θα μπορούσα να πω ότι τα περισσότερα αδέρφια μου δεν ήταν καν φίλοι μου.

    Όταν έγινα δεκαέξι, βρήκα δουλειά σε μια τοπική αλυσίδα εστιατορίων με γρήγορο φαγητό με σκοπό να μαζέψω λεφτά για να μετακομίσω από το πατρικό μου όταν γίνω δεκαοχτώ. Οι βαθμοί μου επηρεάστηκαν αρνητικά καθώς διέθετα όλη την ενέργειά μου στη δουλειά. Μέχρι την τελευταία χρονιά, περνούσα περισσότερες ώρες στη δουλειά απ’ ότι στο σχολείο και τελικά το παράτησα. Όταν έκλεισα τα δεκαοχτώ και έφυγα από το σπίτι, από τα αδέρφια μου δεν ειπώθηκε κανένα εγκάρδιο αντίο. Λείποντας συνέχεια από το σπίτι, ήμουν μια ξένη για την αγέλη των νέων αδερφιών μου. Οι γονείς μου χαμογέλασαν περήφανοι, περισσότερο για τον εαυτό τους παρά για εμένα, που κατάφεραν να αναθρέψουν ακόμα ένα παιδί και να το ξαποστείλουν μαζί με τα υπόλοιπα στην κοινωνία. Δεν προσπάθησαν να μείνουμε σε επαφή αφού μετακόμισα.

    Μαθημένη σε συγκατοίκους όσο θυμόμουν τον εαυτό μου, ήταν η προφανής επιλογή όταν βρέθηκα μόνη μου. Μετακόμισα σ’ ένα μικρό δυάρι με μία από τις κοπέλες στη δουλειά. Όταν δεν έλειπε, έκανε τρελά πάρτι με τους φίλους της στο καθιστικό, έτσι κλειδωνόμουνα στο δωμάτιό μου για να τους αποφύγω. Τα ναρκωτικά μου φαίνονταν πάντα σπατάλη χρημάτων. Αποταμίευα τα περισσότερα απ’ όσα κέρδιζα, χωρίς να είμαι πραγματικά σίγουρη για ποιο λόγο τα αποταμίευα.

    Σκεπτόμενη εκ των υστέρων, ήμουν απόλυτα ευτυχισμένη με τη σκατένια ζωούλα μου. Το να δουλεύω όλη την ώρα με κρατούσε απασχολημένη. Για διασκέδαση, μπορούσα τα βράδια ν’ ακούω τη συγκάτοικό μου και τους φίλους της στην άλλη μεριά του τοίχου. Έπεφτα για ύπνο ξέροντας ότι υπήρχε ένας ζωντανός άνθρωπος στο διπλανό δωμάτιο. Η δουλειά μου δεν ήταν σπουδαία, αλλά είχα ήδη πάρει δυο αυξήσεις και ήμουν στη σειρά για προαγωγή πριν αρχίσει ο πόλεμος, οπότε έκλεισαν αναγκαστικά.

    Δεν είναι και πολύ διαφορετικά τώρα, προσπαθώ να πείσω τον εαυτό μου όσο διασχίζω προσεκτικά ένα χαντάκι ανάμεσα σε δυο οικισμούς.

    Enjoying the preview?
    Page 1 of 1