Discover millions of ebooks, audiobooks, and so much more with a free trial

Only $11.99/month after trial. Cancel anytime.

Και ο Λόγος περί Κανονισμών Τόμος Α: Βυζαντινά κατάλοιπα, Βυζαντινές επιβιώσεις
Και ο Λόγος περί Κανονισμών Τόμος Α: Βυζαντινά κατάλοιπα, Βυζαντινές επιβιώσεις
Και ο Λόγος περί Κανονισμών Τόμος Α: Βυζαντινά κατάλοιπα, Βυζαντινές επιβιώσεις
Ebook659 pages6 hours

Και ο Λόγος περί Κανονισμών Τόμος Α: Βυζαντινά κατάλοιπα, Βυζαντινές επιβιώσεις

Rating: 0 out of 5 stars

()

Read preview

About this ebook

“Οἱ Κανονισμοὶ ἀποτελοῦν ἀστείρευτον πηγὴν πληροφοριῶν περὶ τῆς πρακτικῆς λειτουργίας πολυειδῶν καὶ εἰς διαφόρους τόπους ὀργανισμῶν καὶ τῆς διαχρονικῆς ἐνίων ἐξελίξεως, περὶ τῆς ἠθικῆς στάθμης καὶ κυρίως τῆς ποιότητος τῶν ἀξιῶν τοῦ Γένους, τοῦ πολιτισμικοῦ ἐπιπέδου του, τῆς κοινωνικῆς ζωῆς καὶ συνοχῆς του, κατὰ διαφόρους ἱστορικὰς περιόδους, λαμβανομένης ὑπ’ ὄψιν τῆς Ἑλληνικῆς Παιδείας καὶ τῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεώς του, ὡς αὕται θεωροῦνται σήμερον εἰς τὴν τελευταίαν ἐν Κωνσταντινουπόλει ὑπὸ τὸ βαρὺ κατάσκιον τῆς ὀθωμανικῆς πραγματικότητος ὑπερφυῶς ἀνθοῦσαν ρόγαν τοῦ βότρυος τῆς Ρωμιοσύνης μὲ κεφαλαίαν πραγματικότητα τὸ πάνσεπτον Οἰκουμενικὸν Πατριαρχεῖον.” Απόσπασμα από τον Πρόλογο της Εκδόσεως του Καθηγουμένου της Ι.Μ.Μ.Β. Αρχ. Εφραίμ
LanguageΕλληνικά
Release dateMar 11, 2022
ISBN9786185314873
Και ο Λόγος περί Κανονισμών Τόμος Α: Βυζαντινά κατάλοιπα, Βυζαντινές επιβιώσεις

Related to Και ο Λόγος περί Κανονισμών Τόμος Α

Titles in the series (6)

View More

Related ebooks

Reviews for Και ο Λόγος περί Κανονισμών Τόμος Α

Rating: 0 out of 5 stars
0 ratings

0 ratings0 reviews

What did you think?

Tap to rate

Review must be at least 10 words

    Book preview

    Και ο Λόγος περί Κανονισμών Τόμος Α - Δρ Χρυσόστομος Καλαϊτζής Μητροπολίτης Μύρων

    ΠΡΟΛΟΓΟΣ

    Οἱ Κανονισμοὶ ἐν γένει ἀποτελοῦν ἐκφράσεις διαφόρων συνόλων ἀνθρώπων εἰς τὴν προσπάθειάν των πρὸς ἐπιτυχίαν καὶ κατόρθωσιν κοινῶν στόχων καὶ ἐπιδιώξεων ἐπ’ ὠφελείᾳ πάντοτε τοῦ συνόλου.

    Περιλαμβάνουν κανόνας συνεργασίας μὲ γνώμονα τὴν χάραξιν ὑποχρεώσεων καὶ δικαιωμάτων ἰθυνόντων καὶ ἰθυνομένων πρὸς διασφάλισιν τῆς τάξεως, τῆς ἁρμονικῆς συμβιώσεως, πρὸς πρόληψιν κατὰ τὸ δυνατὸν παρεξηγήσεων ἕνεκα αὐθαιρεσιῶν, αὐταρχικότητος, καταχρήσεων, ἀμελειῶν κ.λπ., καθὼς καὶ πρὸς διατακτικὴν ἐπίλυσιν ἀνακυπτουσῶν διαφορῶν μεταξὺ τῶν ἐμπλεκομένων, ἀλλὰ καὶ πρὸς προαγωγὴν τῆς εὐρυθμίας εἰς τὴν λειτουργικότητα καὶ εὐτονίας εἰς τὴν ἐργατικότητα πρὸς μεγιστοποίησιν τῆς ἀποδοτικότητος καὶ ἀποτελεσματικότητος, παραγόντων καὶ προϋποθέσεων οὐσιαστικῶν πρὸς κατόρθωσιν τῶν κεχαραγμένων στόχων.

    Οἱ Κανονισμοὶ ἐκφέρονται καὶ τὰ νομοθετήματα διατυπῶνται ἀναλόγως πρὸς τὴν ἠθικὴν συνείδησιν τὴν διαμεμορφωμένην ἐκ τῆς κρατούσης θρησκείας καὶ τῆς ἐν γένει παιδείας τοῦ ἐμπλεκομένου συνόλου καὶ τὰς ἐκ τούτων ἀξίας καὶ ἰδανικὰ τῆς ἐντελέχειας τῶν ὁποίων ἀποτελοῦν περιφανέστατον δείκτην, λαμβανομένου ὑπ’ ὄψιν πάντοτε τοῦ εὐρυτέρου κοινωνικοῦ γίγνεσθαι καὶ τῆς περιρρεούσης ἑκάστοτε κρατικῆς διαλλακτικότητος καὶ τοῦ γενικοτέρου πολιτειακοῦ νομοθετικοῦ ἐπιπέδου ἐλευθεριῶν καὶ προνομίων, αἱ ὁποῖαι ἐπιδροῦν ἐπὶ τῶν νομοθετημάτων ἀναλόγως ὡς θετικοὶ ἢ ἀρνητικοὶ καταλύται, ἀπὸ τῶν ὁποίων ἐνίοτε ἐπηρεάζονται ἢ καὶ ἐξαρτῶνται καὶ τῶν ὁποίων ἀποτελοῦν δευτερογενοῦς σημασίας ὑποτυπώδεις ἐκφράσεις.

    Διὰ ταῦτα τὸ εἰς περιφανέστατον πολύτομον ἔργον «Καί ὁ λόγος περί Κανονισμῶν: Βυζαντινὰ Κατάλοιπα, Βυζαντινὲς Ἐπιβιώσεις» τοῦ λίαν περισπουδάστου ἡμῖν καὶ σεβασμιοποθήτου καὶ ἰσοβίως μοχθοῦντος εἰς ἐρεύνας περὶ τὴν Ἱστορίαν Μητροπολίτου Μύρων Δρος Χρυσοστόμου Καλαϊτζῆ, ἀποτελεῖ πηγὴν ἀναδείξεως καὶ προβολῆς τῶν τιμαλφεστάτων ἀξιῶν καὶ ἰδεωδῶν τοῦ σκλαβωμένου Γένους, τῶν ἀγώνων του πρὸς πνευματικήν, κοινωνικὴν καὶ πολιτιστικὴν ἀνέλιξιν καὶ τῶν ἀγωνιῶν του πρὸς ἀτομικὴν καὶ συλλογικὴν ἐπιβίωσιν ὑπὸ ἐνίοτε ἀνεικάστους δυσμενεῖς συνθήκας καὶ ἐπιμόχθους ἐπιβαρυντικὰς κατάστάσεις τοῦ ἀλλοδόξου θρησκείας καὶ ἀντιθέτου πολλάκις ἠθικῆς καὶ ἀξιῶν κρατοῦντος καθεστῶτος.

    Οἱ Κανονισμοὶ ἀποτελοῦν ἀστείρευτον πηγὴν πληροφοριῶν περὶ τῆς πρακτικῆς λειτουργίας πολυειδῶν καὶ εἰς διαφόρους τόπους ὀργανισμῶν καὶ τῆς διαχρονικῆς ἐνίων ἐξελίξεως, περὶ τῆς ἠθικῆς στάθμης καὶ κυρίως τῆς ποιότητος τῶν ἀξιῶν τοῦ Γένους, τοῦ πολιτισμικοῦ ἐπιπέδου του, τῆς κοινωνικῆς ζωῆς καὶ συνοχῆς του, κατὰ διαφόρους ἱστορικὰς περιόδους, λαμβανομένης ὑπ’ ὄψιν τῆς Ἑλληνικῆς Παιδείας καὶ τῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεώς του, ὡς αὕται θεωροῦνται σήμερον εἰς τὴν τελευταίαν ἐν Κωνσταντινουπόλει ὑπὸ τὸ βαρὺ κατάσκιον τῆς ὀθωμανικῆς πραγματικότητος ὑπερφυῶς ἀνθοῦσαν ρόγαν τοῦ βότρυος τῆς Ρωμιοσύνης μὲ κεφαλαίαν πραγματικότητα τὸ πάνσεπτον Οἰκουμενικὸν Πατριαρχεῖον.

    Ὁ Ἡράκλειτος, ἀναφερόμενος εἰς τὴν σημασίαν τῆς ἀκριβοῦς τηρήσεως τῶν Κανονισμῶν, προέτρεπε νὰ τηρῶνται οἱ νόμοι τῆς πολιτείας ὡς τηρῶνται τὰ τείχη τῆς πόλεως, διότι ἡ κατάργησις τῶν πρώτων συνεπιφέρει τὸ ἴδιον ἀποτέλεσμα ὡς ἡ κατάλυσις τῶν τειχῶν της, δηλονότι εἰς ἀμφοτέρας τὰς ἐκδοχὰς καταστροφὴν καὶ διάλυσιν. Ὁ δὲ Σωκράτης, ὅτε προετράπη ὑπὸ μαθητῶν του εἰς ἐξαγορὰν τῶν δημίων του καὶ διαφυγὴν μετὰ τὴν ἐκ παρωδίας δίκης καταδίκην του, ἠρνήθη, προτάσσων τὴν ἀνάγκην τηρήσεως τῶν Νόμων τῆς Πολιτείας, ὡς θεόθεν θεσμῶν καὶ δίκην ἐρινύων ἐκδικουμένων τοὺς παραβαίνοντας τούτους.

    Τὸ σκλαβωμένον Γένος μας, ἀπόγονοι ἐνδόξων προγόνων, διαισθόμενον τὴν ἀνωτέρω ἀνάγκην, ἐψήφιζεν ἑκάστοτε ἰσχύοντας Κανονισμοὺς Ἐκκλησιαστικούς, ἐκπαιδευτικούς, φιλανθρωπικούς, κοινωνικούς καὶ πολιτιστικούς, ὑπὲρ ἐξασφαλίσεως μακροχρονίου καὶ λυσιτελοῦς λειτουργίας καὶ βαρυσημάντου κατὰ τὸ δυνατὸν προσφορᾶς τῶν φορέων του.

    Τὸ δὲ Ἅγιον Ὄρος ὑπὲρ τὴν χιλιετίαν τιμαλφέστατον σέμνωμα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ἀδαμάντινον δὲ προπύργιον Ὀρθοδόξου Παραδόσεως ἐπιζεῖ ὡς πνευματικὸς ὀργανισμὸς νομικῆς προσωπικότητος πέραν τῆς χιλιετίας, χάρις εἰς τὴν μετὰ δογματικῆς οἱονεὶ ἀκριβείας φυλάξεως τῶν τυπικῶν καὶ τῶν παραδόσεών του, ἀπὸ γενεᾶς εἰς γενεάν, καθὼς αὕται ἀπεκρυσταλλώθησαν διὰ μέσου τῶν αἰώνων καὶ ἀπετυπώθησαν εἰς τὸν Καταστατικὸν Χάρτην τοῦ Ἁγίου Ὄρους καὶ τοὺς Ἐσωτερικοὺς Κανονισμοὺς τῶν Ἱερῶν Μονῶν καὶ Σκητῶν του.

    Ἔχομεν τὴν τιμὴν καὶ τὴν εὐλογίαν, ὡς Μεγίστη Μονὴ Βατοπαιδίου Ἁγίου Ὄρους, νὰ προτιμηθῶμεν παρὰ τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Μύρων κ. Χρυσοστόμου καὶ νὰ ἀποτελέσωμεν σὺν Θεῷ τὸν χορηγὸν τῆς μετὰ χεῖρας ἐκδόσεως, ἣν ἀνατιθέμεθα μετὰ χαρᾶς πολλῆς καὶ ἱκανοποιήσεως πρὸς τὸ ποικίλων μουσῶν πλήρωμα ἐρευνητῶν καὶ ἐπιστημόνων καὶ τῶν φιλογενῶν ἐνδιαφερομένων.

    Ὁ Καθηγούμενος τῆς Ἱερᾶς καὶ Σεβασμίας

    Μεγίστης Μονῆς τοῦ Βατοπαιδίου

    Ἀρχιμ. Ἐφραίμ

    ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΣ

    Ἀποφάσισα νά καταγράψω καί νά παραθέσω αὐτή τή σειρά τῶν τόμων πού ἀκολουθοῦν, μετά τήν ὁλοκλήρωση τῆς χρεωστικῆς ἱστορικῆς ἔρευνας μου γιά τήν Τροφό Ἱερά Θεολογική Σχολή τῆς Χάλκης ἀρχές τοῦ ἔτους 2013. Καί τοῦτο γιατί ὅλα αὐτά τά τελευταῖα χρόνια τῆς ἱστορικῆς ἔρευνας καί περιπέτειάς μου μέσα στά Πατριαρχικά ἱστορικά Ἀρχεῖα, γύρω ἀπό τόν ἄξονα τῆς Φιλανθρωπίας μετά τήν πτώση τοῦ Βυζαντίου, διεπίστωσα ὅτι ὁτιδήποτε καί ἄν ἔγινε ἤ δέν ἔγινε, ἐπί ὑγιεινῶν βάσεων, δηλαδή χωρίς πρόγραμμα καί σαφεῖς κανονισμούς (καταστατικά ὀργανισμῶν, ἱδρυμάτων, μή ἐξαιρουμένων καί τῶν διαφόρων θεσμῶν θρησκευτικῶν, πολιτικῶν, πολιτιστικῶν, ἐκπαιδευτικῶν κτλ.) δέν πρόκοψε καί δέν ἐπέζησε. Γι’ αὐτό θεωρῶ βασικό πρᾶγμα γιά ὁποιαδήποτε ἀρχή σωστές κινήσεις καί μόνο σωστές κινήσεις!

    Κι’ ἀρχίζουμε μέ τούς Ἐθνικούς Κανονισμούς, οἱ ὁποῖοι τέλος πάντων μετά ἀπό μακρές καί μεγάλες συζητήσεις θεσπίστηκαν ἀπό τό Ἔθνος γιά νά ἀποβοῦν καταλυτικοί γιά τό Πατριαρχεῖο καί τήν παντοδυναμία του ὡς Κέντρου, τοῦ λεγόμενου Millet.

    Μετά λοιπόν τή βασική ἐργασία τοῦ ἀείμνηστου Καθηγητή Χαραλάμπη Κ. Παπαστάθη τοῦ corpus τῶν Κανονισμῶν τῶν Ὀρθοδόξων Ἑλληνικῶν Κοινοτήτων, τόμ. Α´, πού βρίσκονταν στό Ὀθωμανικό Κράτος καί τή διασπορά πού ὑπάγονταν στή διαποίμανση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, χρήσιμο θεωροῦμε νά παρουσιάσουμε στό ἐνδιαφερόμενο ἀναγνωστικό κοινό καί τούς εἰδήμονες τό ἰδιαίτερο τοῦτο φάκελό μας τῶν Κανονισμῶν (μέρος ἀντιπροσωπευτικό μᾶλλον) μέσα στό γενικό θέμα περί Φιλανθρωπίας, μετά τήν πτώση τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας (Βυζαντινά κατάλοιπα – Βυζαντινές ἐπιβιώσεις), κεφάλαιο ἀπαραίτητο γιά τήν κατανόηση ἐπί παραδείγματι τοῦ κοινοτικοῦ βίου διά τοῦ θεσμοῦ τῆς λεγομένης Δημογεροντίας, κυρίως τῶν νεωτέρων χρόνων τοῦ ἀλύτρωτου Ἑλληνισμοῦ καί ὄχι μόνο!

    Ἐδῶ συγκεκριμένα πρόκειται γιά τούς Ἐθνικούς Κανονισμούς τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, πού ἦταν ἀποκύημα τοῦ περίφημου Χάττ-ι –Χουμαγιοῦν, καί ὄχι μόνο, ἀνεξαρτήτως ἐάν ὁ Ἰωακείμ ὁ Β’. δέν τούς σεβόταν καί δέν εἶχε τήν διάθεση νά καθυποταχθεῖ σ’ αὐτούς, ἐν ἀντιθέσει μέ τόν διάδοχο του καί τεκνίο του, τόν Ἰωακείμ τόν Γ´. πού τούς σεβόταν, γιατί πίστευε στήν συνύπαρξη Ὀθωμανῶν καί Χριστιανῶν, ἀποτέλεσμα τῶν ὁποίων προῆλθαν μεταξύ τῶν ἄλλων, ἐννοῶ τῶν ὑποδιοικήσεων τῶν ἐκκλησιαστικῶν δεδομένων, καί ὁ Γενικός Κανονισμός τῶν ἐν Κωνσταντινουπόλει Ἱερῶν Ἐκκλησιῶν, ἀπό τόν ὁποῖο φυσικά προῆλθαν πρῶτα οἱ κανονισμοί τῶν ὑπηρεσιῶν τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καί μετά ὅλοι οἱ ὑπόλοιποι ἐν συνεχείᾳ κανονισμοί κοινοτήτων, σχολείων, ἀδελφοτήτων, συλλόγων, συνδέσμων, ἑταιρειῶν, συσσιτίων, ἐπαρχιῶν καί λοιπά, δείγματα τῶν ὁποίων θά παραθέσουμε στή συνέχεια καί βάσει τῶν ὁποίων θά μπορούσαμε νά ποῦμε ὅτι ἐπετεύχθηκε ἡ ἀναδιοργάνωση τῆς Ρωμηοσύνης. Ταῦτα πάντα κατά τούς νόμους καί τίς διατάξεις τῆς ἀνακαινιστικῆς προσπάθειας τῆς Ὀθωμανικῆς μοναρχίας στό μεταξύ διάτημα γιά νά μπορέσει νά ἐξευρωπαϊστεῖ ἡ Αὐτοκρατορία!

    Ἡ παρακάτω κατατιθέμενη συγκέντρωση τινῶν ἐκ τῶν ὑπό παρουσίαση κανονισμῶν δέν ἦταν εὔκολο πρᾶγμα ἀφοῦ οἱ περισσότεροι τυπωμένοι ἤ χειρόγραφοι κανονισμοί ἔχουν χαθεῖ ἤ ἀπωλεσθεῖ λόγῳ τῶν πολλῶν καί ποικίλων δοκιμασιῶν τοῦ Γένους μας ἰδίως στά τέλη κυρίως τοῦ 19ου καί ἀρχές τοῦ 20οῦ αἰῶνα. Τοῦτο κυρίως ἰσχύει γιά τούς κανονισμούς τῆς Θράκης, τῆς Μικρασίας καί τοῦ Πόντου. Ἐμεῖς δημοσιεύουμε τό ἀνά χεῖρας ὑλικό μέ τήν ἐλπίδα ὅτι θά εὑρεθοῦν καί ἄλλοι ἐρευνητές καί φιλίστορες πλέον ἄξιοι ἀπό μᾶς, πού μέ τίς ἔρευνές τους θά συμπληρώσουν τίς δικές μας ἀτέλειες. Ἐμεῖς μέσα στό μακροχρόνιο διάστημα τῆς ἐνασχόλησής μας στό Ἀρχεῖο τῶν Πατριαρχείων βρήκαμε τά προκύψαντα στήν ἀντίληψή μας, σύν αὐτά πού συναντήσαμε στήν ἱστοσελίδα τοῦ Πανεπιστημίου Κρήτης καί τήν συλλογή τῶν ἐν Κωνσταντινουπόλει ἀδελφῶν Μπενλίσοϊ ΓΣΦ (1987) καί ὁπουδήποτε ἀλλοῦ ὁτιδήποτε ἄλλο... Ὁ καθένας μέ τό δικό του τρόπο μᾶς συμπαραστάθηκε νά ὁλοκληρώσουμε αὐτό πού ἀνελάβαμε ἐάν θά μποροῦσα νά τό πῶ.

    Θά ἦταν δέ παράληψη νά μήν ἀναφέρω «στεντορίᾳ τῇ φωνῇ» ὅτι ἀποδίδωμι τήν ἀνάγραφον εὐγνωμοσύνην μου, ὑπερευγνωμοσύνην μου, τῷ φιλομούσῳ καί φιλανθρώπῳ Δεσπότῃ καί πνευματικῷ Πατρί τῷ Οἰκουμενικῷ Πατριάρχῃ κ. κ. Βαρθολομαίῳ, διά τήν εὐεργεσίαν Του νά μοῦ ἐπιτρέψῃ νά διεισδύσω εἰς τά τελευταίως ὀργανούμενα Ἱστορικά Ἀρχεῖα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου μέ ἠλεκτρονική καταχώρηση καί ψηφιοποίηση (τεκμηρίωση) ἔγγραφα τῆς τοῦ Χριστοῦ Μεγάλης Ἐκκλησίας, ἐξ ὧν εὐγενεῖ φροντίδι τοῦ Ἐλλογιμ. Καθηγητοῦ καί Ἄρχοντος Μαΐστορος τῆς Ἁγίας τοῦ Χριστοῦ Μεγάλης Ἐκκλησίας καί τῶν συνεργατῶν αὐτοῦ, παραθέσαντας τινάς ἐκ τῶν ἀνά χεῖρας κανονισμῶν, ὡς ἐπί παραδείγματι τῶν κανονισμῶν τοῦ Πατριαρχικοῦ Ναοῦ (1914), τοῦ ἐκλογικοῦ τῶν ἐνοριῶν τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς Κωνσταντινουπόλεως, τοῦ ταμείου συντάξεων λαϊκῶν ὑπαλλήλων τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου (1918), τῆς ἐπί τῶν ἀρχιερατικῶν περιουσιῶν Ἐπιτροπῆς (1874), τῆς ἐν Κωνσταντινουπόλει Πατριαρχικῆς Κεντρικῆς Ἱερατικῆς Σχολῆς (1887), τοῦ ἐν Κωνσταντινουπόλει Συνδέσμου τῶν Ἱεροψαλτῶν (1919), τοῦ ἐν τοῖς Πατριαρχείοις ἑδρεύοντος Συνδέσμου τῶν Ἱεροψαλτῶν τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς (1922), τοῦ Οἰκοτροφείου τῶν ἐν Ἐπιβάταις Ἀρχιγενείων Ἐκπαιδευτηρίων (1913), πού συμπεριέλαβα στό ἔργο μου. Δέν θά μποροῦσε νά μοῦ κάμει καλύτερο ἑόρτιο δῶρο γιά τά ὀνομαστήρια μου (τό 2014), τά ὁποῖα μέ συνέλαβαν καί τότε ἐντρυφῶντα μέχρι ζάλης μέσα στόν κυκεῶνα τῶν φωτοτυπιῶν παλιῶν καί ἐκ διαφόρων προελεύσεων αὐτοτελῶν ἐκδόσεων - ἀνατύπων ἤ ἐκ βιβλίων παραδειγματικῶν κανονισμῶν!

    Καί δέν εἶναι μόνο αὐτό. Πῶς μπορῶ ἀκόμα νά μήν ἀναφερθῶ στή μέριμνα τοῦ Πατριάρχη μου, πού μέσα στά ἄλλα «ντέρτια» Του καί τίς πολλές σκέψεις καί εὐθύνες Του, ἐλθών πλέον συγκεκριμένα τήν 27ην Μαρτίου νά προστεῖ τῆς Θείας Λειτουργίας στόν ἑορτάζοντα Ἱερό Ναό τῶν Ἁγίων Θεοδώρων Βλάγκας τήν Β´ Κυριακήν τῶν Νηστειῶν, πρίν ἐξέλθει τοῦ Πατριαρχικοῦ αὐτοκινήτου, ἄνοιξε ἕνα βιβλιάριο συγκεκριμένα τῆς Ρούλας Συνοδινοῦ, Στοῦ Ξάστερου καί τοῦ Οἰκονομειοῦ τά ἅγια χώματα (Περαία, Δεκέμβρης 2003) στό ὁποῖο μέ σελιδοδείκτη εἶχε σημειώσει τόν Κανονισμό τῆς ἐν Ξαστέρῳ Φιλοπτώχου Ἀδελφότητος τῶν Κυριῶν, «Ἁγία Κυριακή», 1907, καί μέ ρώτησε ἐάν τόν εἶχα ἤ ἐάν μέ ἐνδιαφέρει. Αὐτό ὅμως εἶναι μιά λεπτομέρεια ἀπό τίς πολλές περιπτώσεις μέσα σ’ αὐτά πού ἀκολουθοῦν.

    Γιατί μέ βοήθησαν τόσοι πολλοί πού φοβοῦμαι ὅτι δέν θά καταφέρω νά τούς θυμηθῶ καί νά τούς ἀναφέρω ὅλους. Οἱ ἀπαιτήσεις τῆς παράθεσης μιᾶς μελέτης μέ τόσο εὐρεία θεματική ἀσφαλῶς ξεπερνοῦν τίς δυνατότητες ἑνός ἀνθρώπου, ὅσο κι’ ἄν θεωρεῖται ὅτι εἶναι τοῦ γραφείου. Ἡ συνδρομή φίλων καί συναδέλφων εἶναι κάτι περισσότερο ἀπό ἀπαραίτητη, γι’ αὐτό καί θεωρῶ χρέος μου νά εὐχαριστήσω ὅσους μπορῶ καί θυμᾶμαι. Δέν εἶναι ἄλλωστε δυνατόν ἀπό τίς σελίδες πού ἀκολουθοῦν νά εὐχαριστήσω ὅλους ὅσους μέ βοήθησαν κατά τόν πενταετῆ πόλεμο μου στήν ἕδρα τῆς Πατριαρχικῆς Βιβλιοθήκης μέ ὅπλα μόνο τό πληκτρολόγιο καί τό χαρτί! Τόν Γέροντα Μητροπολίτη Χαλκηδόνος Δρα κ. Ἀθανάσιο Παπᾶ, γιά τήν ἁπλόχερη προθυμία του νά μοῦ διαθέσει ὅτι βρισκόταν στή διάθεσή του, σχετικό μέ τήν Ἱερά Μητρόπολη Χαλκηδόνος καί οὕτω καθεξῆς.

    Καί ἀκόμα στή συλλογή μερικῶν κειμένων τῆς σειρᾶς αὐτῆς καί κυρίως μουσικολογικῆς μορφῆς, μέ βοήθησε ὁ ἐν Χριστῷ ἀδελφός Σεβ. Μητροπολίτης Πέργης κ. Εὐάγγελος, ἀπό τίς γραμμές αὐτές τόν εὐχαριστῶ. Ἐγκάρδιες εὐχαριστίες ἐπίσης ὀφείλω στούς ὑπεύθυνους τοῦ Ἀρχείου τῶν Πατριαρχείων καί τῆς Πατριαρχικῆς Βιβλιοθήκης γιά τό ἀμέριστο ἐνδιαφέρον τους κατά τήν μακρόχρονη διάρκεια τῆς ἔρευνάς μου, μέ ἐπί κεφαλῆς τόν Πανοσιολ. Ἀρχιμ. π. Ἀγαθάγγελο Σίσκο, διευθυντή τῆς Πατριαρχικῆς Βιβλιοθήκης, στούς ὑπεύθυνους τῆς Ἀδελφότητος τῆς Βιβλιοθήκης τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἁγίας Τριάδος Χάλκης μέ ἐπί κεφαλῆς τόν Ἡγούμενο αὐτῆς Σεβ. Μητροπολίτη Προύσης κ. Ἐλπιδοφόρο καί τόν Πανοσιολ. π. Καισάριο Χρόνη προσωπικά καί τούς ὑπεύθυνους τῆς Βιβλιοθήκης π. Μελετίου Σακκουλίδου, Σισμανογλείου Μεγάρου Εὐγεν. κα Εὔα Ἀχλάδη καί Ἐντιμ. κ. Ἰωάννη Παΐσιο, τούς ἐργαζομένους ὑπό τήν διεύθυνση καί κηδεμονία τῆς Εὐγεν. Προξένου τῆς Ἑλλάδος Δίδος Δανάης Βασιλάκη. Δέν μπορῶ νά μήν ἀναφέρω, ἄν καί ἀποφεύγουν αὐτά τά πράγματα οἱ μοναχοί, τήν μέχρι ἐξαντλήσεως προσφορά τῶν Βατοπαιδινῶν ἀδελφῶν Κυπριανοῦ Ἱερομονάχου καί Μιχαήλ Μοναχοῦ διά τήν οἰκοκύρευση τῶν κειμένων μου.

    Ὡσαύτως εὐγνωμοσύνη ὀφείλω στόν τέως Πρόεδρον τῶν Ἐθνικῶν Φιλανθρωπικῶν Καταστημάτων (Βαλουκλῆ) μακ. κυρό Δημήτριο Καραγιάννη γιά τήν εὐγενῆ παραχώρηση σπάνιου πλούσιου ἀρχειακοῦ ὑλικοῦ τῶν Νοσοκομείων Βαλουκλῆ, καθώς καί τόν Ἐξοχ. ἐν ἰατροῖς καί ὑποδιευθυντή Νοσοκομείων Βαλουκλῆ γενικό χειροῦργο καί παλιό πολύ φίλο μου κ. Γεώργιο Πετρίδη καί εἴτινα ἄλλον προστρέξαντα εἰς βοήθειάν μου καί τῶν ὁποίων λησμονῶ αὐτή τήν στιγμή τά ὀνόματα!

    Δέν θά ‘πρεπε νά λησμονήσω νά εὐχαριστήσω καί τούς κοπιάσαντες, κα Ἄννα Ζωγραφίδου γιά τά τουρκικά κείμενα, τόν κ. Νικόλαο Σενκοποπόβσκυ, τόν Αἰδεσιμ. π. Βασίλειο Ἰωαννίδη γιά τούς διαρκεῖς κόπους του καί τήν συμπαράστασή του στό ὅλο πόνημα καί τόν ἐπιμελητή τῆς ἔκδοσης αὐτῆς κ. Φοῖβο Νομικό γιά τούς κόπους του καί τή φιλική του συμπεριφορά.

    Ὅσον ἀφορᾶ ἐμένα ἡ χαρά πού ἀποκομίζω ἀπό τήν προσπάθειά μου γιά τήν κατά τό δυνατό ὁλοκλήρωση τοῦ ἔργου μου, μέ ἔχει ἀνταμείψει νομίζω πλήρως ἐκ προοιμίου!

    Τέλος δέν πρέπει ὅμως καί νά ξεχάσω νά σημειώσω τήν ἄπειρη εὐγνωμοσύνη μου στή σημερινή Βατοπαιδινή Ἀδελφότητα τοῦ Ἁγίου Ὄρους, μέ ἐπί κεφαλῆς τόν Πανοσιολ. π. Ἐφραίμ, Ἡγούμενο αὐτῆς, γιά τή θυσιαστική τους διάθεση νά συντρέξουν ἐξ ὁλοκλήρου στή πολυέξοδη καί ἐπίμοχθη ἔκδοση καί τοῦ ἔργου μου τούτου, μέ σκοπό νά συμπαρασταθοῦν καί νά φανοῦν χρήσιμοι στή μητέρα Ἐκκλησία Κωνσταντινουπόλεως καί κατ΄ ἐπέκταση καί στό φίλο τους Μητροπολίτη Μύρων Χρυσόστομο, ὅστις μάλιστα, πρέπει νά τό ὁμολογήσω καί τοῦτο, πολλάκις δέν καταφέρνει νά φέρεται ἐξ ἴσου θυσιαστικός ἀπέναντί τους!

    Φανάρι, 1/1/2018

    Ὁ πονήσας

    Ἄρχισα νά συντάσσω καί νά γράφω.

    Σάββατο, 27 Ὀκτωβρίου 2013 καί ὥρα 10η πρωϊνή!

    ΕΙΣΑΓΩΓΗ

    Ἐπειδή σέ κάθε βῆμα σωματείων καί ἄλλων ἐπίσημων ὀργανισμῶν Ὁμογένειάς τε καί Ἐκκλησίας διαπιστώνουμε τή μεγάλη σημασία πού ἔχουν οἱ ἑκάστοτε ἰσχύοντες κανονισμοί ἤ σχέδια (πρακτικά) αὐτῶν, ἀρχῆς γενομένης ἀπό τήν Ἱερά Θεολογική Σχολή Χάλκης, μέ τήν ὀφειλετική διατριβή μας περί τῆς ἱστορίας τῆς Τροφοῦ Σχολῆς, ἅμα τῇ ἀποπερατώσει της, ἀποφασίσαμε ἀμέσως νά ἐνδιατρίψουμε στό σπουδαῖο τοῦτο κεφάλαιο τῶν Κανονισμῶν, ἀπό ἀρχῆς μέχρι σήμερα καί τό κατά δύναμη συνταχθέν ὑλικό (σχεδίων ἤ δειγμάτων τῶν κατά καιρούς ἐμφανισθέντων κανονισμῶν), μέ τό σκεπτικό ὅτι προσφέρουμε κάποια χρήσιμα στοιχεῖα στούς ἱστορίζοντας!

    Οἱ ἑκασταχοῦ καί κατά περίπτωση λοιπόν Κανονισμοί μας ἦταν πολύ ἀπαραίτητοι γιά τή ζωή τῆς Ἐκκλησίας καί τῶν διαφόρων πάσης φύσης ἱδρυμάτων τοῦ Γένους. Γι’ αὐτό καί ἔχουμε ξεχωριστό (ἰδιαίτερο) κεφάλαιο περί τῶν Κανονισμῶν στό ὑπό διασκευή γενικό θέμα μας περί Φιλανθρωπίας μετά τήν πτώση τοῦ Βυζαντίου. Στήν περίπτωση γιά παράδειγμα τῆς Ἱερᾶς Θεολογικῆς Σχολῆς Χάλκης τίποτε δέν ἐπιτυγχάνονταν καί ὅλα πήγαιναν (καταντοῦσαν) εἰς μάτην, ἐάν δέν ὑπῆρχε καί δέν ἐφαρμοζόταν πιστά τό ἀναλυτικό Πρόγραμμα, ἀποκύημα τοῦ ἑκάστοτε ἐν ἰσχύει Κανονισμοῦ.

    Βεβαίως προηγουμένως δέν ἔχουμε Κανονισμό ἤ κανονισμούς! Γιά πρώτη φορά συναντοῦμε κανονισμούς τό 1847. «Στόν τομέα τῆς ἐσωτερικῆς Ἐκκλησιαστικῆς διοίκησης τοῦ Πατριαρχείου δέν ὑπῆρχαν Κανονισμοί διέποντες τή λειτουργία αὐτή. Κατά καιρούς, βέβαια, γίνονταν προσπάθειες νά θεσπιστοῦν κάποιοι κανόνες, ἀλλά αὐτές δέν τελεσφοροῦσαν γιά διάφορους λόγους. Τό 1847 συντάχθηκαν Κανονισμοί, ἀπ’ ὅτι φαίνεται κατόπιν κυβερνητικῆς ἐντολῆς γιά διαρρύθμιση τῶν πραγμάτων τοῦ Γένους. Ἔτσι ἔχουμε Δέκα καί πέντε κεφάλαια ἐκτεθέντα ὑπό τοῦ Πατριάρχου Ἀνθίμου ΣΤ’ καί τῆς Ἱερᾶς Συνόδου καθ’ ὑψηλόν πουγιουρτί, ἀφορῶντα εἰς τήν διαρρύθμισιν τῶν ἐκκλησιαστικῶν πραγμάτων συνῳδά τοῖς ἱεροῖς κανόσι καί τοῖς προνομίοις τῆς ἀνέκαθεν τῷ Γένει κεχορηγημένοις, 13 Ἀπριλίου 1847!».

    Τά ἄρθρα αὐτά ἀναφέρονται στά ἑξῆς ζητήματα: ἐκλογή ἀρχιερέων, καταρτισμό Ἱερᾶς Συνόδου, δικαιώματα συνοδικῶν, πρώην καί ἐν ἐνεργείᾳ πατριάρχες, ἐφορεῖες, ἐφόρους, τό Κοινό, τά διάφορα ἱδρύματα. Ὁ Κανονισμός περιόριζε τήν ἰσχύ τοῦ Πατριάρχου καί τῶν ἀρχιερέων καί ἀνέθετε μεγάλο μέρος τῆς διοίκησης σέ λαϊκούς. Γι’ αὐτό κινήθηκε ἐναντίον του ἀντίδραση καί δέν ἐφαρμόστηκε, ἐκτός ἀπό τό 4ο κεφάλαιο πού ἀναφέρεται στό ‘φιλότιμον’ πού δίδεται ἀπό τούς ἀρχιερεῖς στόν Πατριάρχη. Πρός ἐκπλήρωση τοῦ ὅρου αὐτοῦ διαιρέθηκαν οἱ ἐπαρχίες τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου σέ 4 τάξεις ἀναλόγως τοῦ καταβαλλομένου ποσοῦ τοῦ ‘φιλοτίμου’. Ἡ πρώτη τάξη κατέβαλλε 40.000 γρόσια, ἡ δεύτερη 30.000, ἡ τρίτη 20.000 καί ἡ τέταρτη 7.000 γρόσια.

    Οἱ Κανονισμοί τοῦ 1847 εἶναι σπουδαιότατοι, προάγγελοι θά προσθέταμε, πρόδρομοι, ὡς πρός τό ὅτι μποροῦσαν νά χρησιμοποιηθοῦν καί χρησίμευσαν μᾶλλον, ὡς βάσις τῶν κειμένων «Γενικοί Κανονισμοί (1858-1862)». (Χρήστου Χαμχούγια, Τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο κατά τήν περίοδο μεταξύ 1839-1862 (ἀπό τό Χάτι Σερίφ ὡς τούς Γενικούς Κανονισμούς), Θεσσαλονίκη 1997, σ. 217, μεταπτυχιακή ἐργασία). Καί στή συνέχεια ὁ λόγος περί τῶν Ἐθνικῶν Κανονισμῶν μέ ὅλα τά παρομαρτοῦντα ἐπακόλουθά τους. Δεῖτε τί λέγει ὁ Χρῆστος Χαμχούγιας ἐπ’ αὐτοῦ: «Μπορεῖ τό 1741 νά σημειώθηκε ἡ γέννηση τοῦ Γεροντισμοῦ, ἀλλά τό ἔτος 1763 ἦταν πού ἐμπεδόθηκε ἡ ἰσχύς του. Ἐπί Πατριαρχείας Σαμουήλ Α’ Χαντζερῆ καί μέ ἐνέργειες τοῦ Πατριάρχου ἐκδόθηκε σουλτανικό διάταγμα (Χάτι Σερίφ) πού διέταζε τήν διαίρεση τῆς πατριαρχικῆς σφραγίδας σέ 4 τμήματα καί τήν παραχώρηση τῶν τριῶν ἀπ’ αὐτά σέ ἰσάριθμους Γέροντες».

    Τό διοικητικό σύστημα τοῦ Γεροντισμοῦ εἶχε πλεονεκτήματα. Οἱ Γέροντες ἀποκτοῦσαν διοικητική πεῖρα, οἰκονομική καί πολιτική ἰσχύ, γνωριμίες μέ ὑψηλά ἱστάμενα πρόσωπα τῆς ἐξουσίας, δηλαδή πράγματα χρήσιμα καί κατάλληλα γιά τήν ὑπεράσπιση τῶν προνομίων καί τῶν δικαίων τοῦ ἔθνους. Ἐπί πλέον, οἱ κατοικίες τους («κονάκια») ἀποτελοῦσαν πρακτικά σχολεῖα γιά τήν ἐκπαίδευση προσοντούχων νέων, ὥστε νά ἀναλάβουν ἀργότερα καίριες θέσεις στήν ἐκκλησιαστική ἱεραρχία καί στήν διαχείριση τῶν ἐθνικῶν ζητημάτων. Εἶχεν, ὅμως, καί μειονεκτήματα. Ἡ ἐπικοινωνία τῶν ἐπαρχιακῶν μητροπολιτῶν μέ τό Πατριαρχεῖο καί τήν Κυβέρνηση γινόταν μόνο διά μέσου τῶν Γερόντων πού δροῦσαν ὡς ἀντιπρόσωποι (ἔφοροι ἤ ἀποκρισιάριοι) αὐτῶν τῶν ἀρχιερέων καί γιά αὐτή τους τήν ὑπηρεσία εἰσέπρατταν τεράστια ποσά, φορολογώντας πολλές φορές ὑπέρμετρα τούς ἐφορούμενους.

    Βεβαίως, γιά τήν διεκπεραίωση μιᾶς τόσο ὀγκώδους ἐργασίας οἱ Ἔφοροι Γέροντες ἦσαν ἀναγκασμένοι νά διατηροῦν πλῆθος ὑπηρετικοῦ καί ὑπαλληλικοῦ προσωπικοῦ (ἀναφέρονται 1-2 βοηθοί ἐπίσκοποι, πρωτοσύγκελλος, ἀρχιδιάκονος, δευτερεύων, γραμματικός, κέσσαρας = ταμειολόγος, ἀπό τό κάσσα = ταμεῖο, κλητῆρες, οἰκιακό προσωπικό κλπ), ἐνῷ διατηροῦσαν καί μιά μικρογραφία τράπεζας (ἐφορική κάσσα) γιά τίς χρηματικές δοσοληψίες (αὐλικά χρέη, ὁμόλογα κλπ.), καθώς ἐπίσης καί εὐπρόσωπες (ἤ μᾶλλον πολυτελεῖς) κατοικίες. Ὅλα αὐτά ἦταν φυσικό, νά προκαλοῦν τόν φθόνο ἀλλά καί τήν κατακραυγή πού ὁλοένα διογκωνόταν, ἐνῷ τό 1830 καί μετά ἄλλαξε καί ἡ συμπεριφορά τῶν ἐν λόγῳ προσώπων πού μεταβλήθηκαν σέ ἀλαζόνες τῆς ἐξουσίας καί τυραννίσκοι τῶν ὑπ’ αὐτούς μητροπολιτῶν. Ἐγέρθηκε ἐναντίον τους ἀντιπολίτευση πού στελεχωνόταν ὄχι μόνο ἀπό λαϊκούς, πού κι’ αὐτοί ἤθελαν νά προωθηθοῦν στή διοίκηση μοιραζόμενοι τμῆμα τῆς ἐξουσίας, ἀλλά καί ἀπό καταδυναστευόμενους ἀρχιερεῖς πού δέν ἄντεχαν ἄλλο τήν ἀφαίμαξη καί τό περιθώριο.

    Μετά τήν θέσπιση τῶν Γενικῶν Κανονισμῶν (1858-1862), σημειώθηκε τό τέλος τῆς ἐποχῆς τοῦ Γεροντισμοῦ, ἀφοῦ εἶχαν ξεπεραστεῖ οἱ συνθῆκες πού ὁδήγησαν στήν υἱοθέτησή τους. Ἡ Διαρκής Σύνοδος τῶν Γερόντων ἀντικαταστάθηκε πάλι μέ Διαρκῆ Σύνοδο, ὅμως σ’ αὐτήν τά μέλη δέν θά ἦταν πλέον ἰσόβια ἀλλά θά ἐναλλάσσονταν ἀνά διετία καί ἐπιπλέον ὅλοι οἱ μητροπολῖτες θά εἶχαν, στό ἑξῆς, δικαίωμα –ἀλλά καί ὑποχρέωση– νά συμμετέχουν στήν Σύνοδο. Ἀκόμη, οἱ ὑποθέσεις μέ τίς ὁποῖες ἀσχολοῦνταν ἡ Σύνοδος διαχωρίζονταν σέ πνευματικές καί ὑλικές, καί αὐτή, ἐνῷ θά συμμετεῖχε καί στίς ὑλικές, ὡς κύρια ἀσχολία της θά εἶχε τίς πνευματικές». (ἔργ. μνημ., σσ. 249-250).

    Καί κατά τόν Κωνσταντῖνο Α. Βακαλόπουλο : «Ἡ ἔκρηξη τῆς ἐκπαιδευτικῆς καί γενικότερα τῆς πολιτιστικῆς δραστηριότητας τοῦ Ἑλληνισμοῦ τῆς Μακεδονίας κατά τό δεύτερο μισό τοῦ 19ου αἰῶνα καί στίς ἀρχές τοῦ 20οῦ ὑπῆρξε ἀποτέλεσμα τῶν γενικώτερων συνθηκῶν πού ἐπεκράτησαν στήν ὀθωμανική αὐτοκρατορία, ἰδιαίτερα μετά τήν εἰσαγωγή τῶν μεταρρυθμίσεων (Τανζιμάτ), ὁπότε προβλέφθηκε μέ τήν ἐκπόνηση τῶν ‘Γενικῶν Κανονισμῶν’(1860) τοῦ οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου τόσο ὁ διακανονισμός τῶν ἐκκλησιαστικῶν ζητημάτων ὅσο καί ἡ θέσπιση ὁμοιομόρφου συστήματος διοίκησης τῶν κοινοτήτων μέ τόν προσδιορισμό τῶν καθηκόντων καί τῆς δικαιοδοσίας τῶν δημογεροντιῶν. Ἡ σύγχρονος ἐμφάνισις τῶν φιλεκπαιδευτικῶν συλλόγων, σωματείων, ἀδελφοτήτων καί ἑταιρειῶν στό Ἑλληνικό βασίλειο καί στόν ὑπόδουλο Ἑλληνισμό ἐντάσσεται μέσα στά πλαίσια τῆς πνευματικῆς ἀναγέννησης τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους πού παρατηρεῖται κατά τήν ἐποχή αὐτή». (Ἱστορία τοῦ Βορείου Ἑλληνισμοῦ - Μακεδονία, Θεσσαλονίκη 1990, σ. 334).

    «Οἱ δέ λαοσύνακτοι Κανονισμοί, καίτοι πολλαχοῦ τό κρεῖτον, ἐπιτυχόντες, πολύ ἔτι λείπονται τοῦ πνεύματος τῶν Ἱερῶν Γραφῶν καί τῶν σεπτῶν Συνόδων· διά ταῦτα θεραπείαν ἄλλων ἐγώ δέν βλέπω πάσης ἀτελείας καί παντός προσκλαύσματος ἤ ἐάν πᾶσαι αἱ νύμφαι τοῦ Χριστοῦ, αἱ Ἐκκλησίαι, ἀνακτήσονται διά τῆς τῶν πιστῶν φιλοτιμίας τάς ἀρχαίας αὐτῶν προῖκας ὑπό τήν σκέπην τῶν Συνοδικῶν κανόνων, τῶν ὁποίων ἡ ἀσφάλειά ἐστιν οὕτω μεγάλη, ὅσον ὁ ἁπλοῦς χριστιανός οὐδέ φαντάζεται. Πόσον τό μέτρον τοῦτο ὠφελεῖ τό ἔθνος ἅπαν καί τήν Ἐκκλησίαν, ἐννοεῖ μέν πᾶς ἐχέφρων καί προβλεπτικός· ἀπέδειξε δ’ ἀρτίως καί ὁ τῆς Σχολῆς τοῦ γένους καί πολλῶν καταστημάτων κλονισμός, ὅταν ἐντεῦθεν μέν ἡ Βουλγαρική συνάφεια ἐπύκνωσε τά σκότη τῆς ἀμηχανίας· ἐκεῖθεν δέ ὁ γύψ τοῦ ἴστρου ἐνέπηξεν ἱεροσύλους ὄνυχες εἰς τούς ἀγρούς τῆς Ἐκκλησίας». (Ὁ Βουλγαρισμός πρό τοῦ ἱστορικοῦ, τοῦ ἐθνοπολιτικοῦ καί τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ βήματος. Βουλγαρικόν Ζήτημα, Κωνσταντινούπολις 1864, τ. Β’, σ. 38).

    Μετά τή βασική λοιπόν ἐργασία τοῦ ἀείμνηστου Καθηγητή Χαραλάμπη Κ. Παπαστάθη τοῦ corpus τῶν Κανονισμῶν τῶν Ὀρθοδόξων Ἑλληνικῶν Κοινοτήτων, πού βρίσκονταν στό Ὀθωμανικό Κράτος καί τή Διασπορά καί ὑπάγονταν στή διαποίμανση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, χρήσιμο θεωροῦμε νά παρουσιάσουμε τόν ἰδιαίτερο πολύ μεγάλο φάκελο τῶν Κανονισμῶν μέσα στό γενικό θέμα μας περί Φιλανθρωπίας μετά τήν πτώση τοῦ Βυζαντίου ὑπό τόν ὑπότιτλο Βυζαντινά Κατάλοιπα – Βυζαντινές Ἐπιβιώσεις, κεφάλαιο ἀπαραίτητο γιά τήν κατανόηση τοῦ κοινοτικοῦ βίου τοῦ Ἀλύτρωτου Ἑλληνισμοῦ.

    «Τό κοινοτικό σύστημα τοῦ 1813 (στή Μακεδονία) ἔμεινε ἀμετάβλητο ὡς τό 1860 ὁπότε ἡ Τουρκική κυβέρνηση ψήφισε τού ‘Ἐθνικούς Κανονισμούς’, πού ἐπέβαλε διά μέσου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ἑνιαία κοινοτική διακυβέρνηση». (Κωνσταντίνου Α. Βακαλοπούλου, ἔργ. μνημ., σ. 133).

    Καί πιό συγκεκριμένα, ἐδῶ πρόκειται, ἀρχῆς γενομένης ἀπό τούς Ἐθνικούς Κανονισμούς περί τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, πού ἦταν ἀποκύημα τοῦ γνωστοῦ Χάττ-ι-Χουμαγιοῦν, ἀποτέλεσμα τοῦ ὁποίου καί ἀπέβησαν καί ἐκ τῶν ὁποίων προῆλθε μεταξύ τῶν ἄλλων, ἐννοῶ τῶν ὑποδιοικήσεων τῶν ἐκκλησιαστικῶν δεδομένων καί ὁ Γενικός Κανονισμός τῶν ἐν Κωνσταντινουπόλει Ἱερῶν Ἐκκλησιῶν, ἀπό τόν ὁποῖο προῆλθαν καί ὅλοι οἱ ὑπόλοιποι στή συνέχεια Κανονισμοί Κοινοτήτων, Φιλανθρωπικῶν Καταστημάτων, Σχολείων, Ἀδελφοτήτων, Συλλόγων, Συνδέσμων, Ἑταιρειῶν, Συσσιτίων, κατά τόπους Ἐπαρχιῶν τοῦ Θρόνου κλπ. Ἐδῶ σημειωθήτω ὅτι οἱ Κανονισμοί Σχολείων καί Παρθεναγωγείων ἐπικυρώνονταν πάντοτε ὑπό τοῦ Διαρκοῦς Ἐθνικοῦ Μικτοῦ Συμβουλίου.

    Ταῦτα πάντα πρός τούς ἀνακαινιστικούς νόμους καί διατάξεις τῆς Ὀθωμανικῆς Μοναρχίας στό μεταξύ διάστημα μέ σκοπό νά ἐξευρωπαϊστεῖ ἡ ἀσθενοῦσα Αὐτοκρατορία!

    Ἡ ἰσχύς τῶν Κοινοτικῶν Κανονισμῶν ἄρχισε σταδιακά μετά τή δημοσίευση πρῶτα τῶν Διαταγμάτων Χάττ-ι-Σερίφ καί Χάττ-ι Χουμαγιοῦν (1852-1856) ἀπό τόν Σουλτάνο Μετζήτ, καί ἔπειτα τῶν Γενικῶν ἤ Ἐθνικῶν Κανονισμῶν (1860-1862) τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου.

    «Ὅπως γνωρίζουμε, τά Διατάγματα Χάττ-ι–Σερίφ καί Χάττ-ι–Χουμαγιοῦν παρεῖχαν ἕνα πλαίσιο θρησκευτικῆς ἐλευθερίας στούς μή μουσουλμάνους ὑπήκοους τοῦ Σουλτάνου, προβλέποντας, μεταξύ ἄλλων, καί τήν ἄσκηση τῆς δικαιοδοσίας τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου στίς διάφορες Χριστιανικές Κοινότητες. Εἰδικότερα, τό Χάττ-ι–Χουμαγιοῦν προστάτευε τήν ἐσωτερική θρησκευτική αὐτοδιοίκηση τῶν Χριστιανικῶν Κοινοτήτων, μέσῳ τῆς συντάξεως ἀναλόγου περιεχομένου Κανονισμῶν. Οἱ Κανονισμοί αὐτοί μποροῦσαν νά ρυθμίζουν θρησκευτικῆς φύσεως ζητήματα, ὅπως ἦταν ἡ ἐκλογή καί ἡ ἰσοβιότητα τῶν ἐπισκόπων, ἡ ἀνέγερση ναῶν, ἡ προστασία τῶν θεσμῶν τῆς μνηστείας, τοῦ γάμου ἤ τοῦ διαζυγίου καθώς καί ἡ σύσταση, ὀργάνωση καί λειτουργία διαφόρων κοινοτικῶν, φιλανθρωπικῶν καί πολιτιστικῶν συσσωματώσεων». (Κωνσταντίνου Γ. Παπαγεωργίου, Ἡ Ἐκκλησιαστική δικαιοδοσία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου στίς Χριστιανικές Κοινότητες τῆς Τουρκοκρατούμενης Θεσσαλονίκης, Εἰσήγησις, σ. 5).

    Α. ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΙ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

    Α1. ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΙ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ-ΕΘΝΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ

    ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΚΟΝ ΧΑΤΤΙ-ΣΕΡΙΦ (1839)

    ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ ΤΑΝΖΙΜΑΤΙΟΥ ΑΝΑΓΝΩΣΘΕΙΣ ΕΝ ΓΚΙΟΥΛΧΑΝΕ

    Τῇ 3 Νοεμβρίου 1839 (26 Σαπάν, 1255, ἡμέρα Κυριακή).

    Πασίγνωστον εἶναι ὅτι κατά τούς πρώτους χρόνους τῆς Ὀθωμανικῆς Μοναρχίας τά ἔνδοξα τοῦ Κορανίου παραγγέλματα καί οἱ νόμοι τοῦ Κράτους ἀπετέλουν κανόνα πάντοτε σεβαστόν. Κατά συνέπειαν, τό Κράτος προέβαινεν εἰς ἰσχύν καί μεγαλεῖον, καί πάντες ἀνεξαιρέτως οἱ ὑπήκοοι περιῆλθον εἰς τόν ὕψιστον βαθμόν τῆς ἀνέσεως καί εὐημερίας. Πρό ἑκατόν πεντήκοντα ἐτῶν σειρά γεγονότων καί ποικίλων ἀφορμῶν ἔσχον ὡς ἀποτέλεσμα τό νά παύσωσι τοῦ νά συμμορφῶνται πρός τόν ἱερόν Κώδικα τῶν νόμων καί πρός τούς ἐν ἐνεργείᾳ κανονισμούς, ἡ δέ προτέρα ἰσχύς καί εὐδαιμονία μετεβλήθησαν εἰς ἀδυναμίαν καί πενίαν· τοῦτο δέ προφανῶς, διότι ἀδύνατον νά διατηρηθῇ Κράτος, ἅμα παύσηται διοικούμενον ὑπό τῶν νόμων αὐτοῦ.

    Αἱ σκέψεις, αἱ ἀπασχολήσασαι ἀποκλειστικῶς τό πνεῦμα Ἡμῶν ἀπό τῆς ἐπί τοῦ θρόνου αἰσίας Ἡμῶν ἀναβάσεως, ὑπῆρξαν ἡ βελτίωσις τῆς καταστάσεως τῶν ἐπαρχιῶν καί ἡ ἀνακούφισις τῶν λαῶν. Λαμβανομένης ὑπ’ ὄψιν τῆς γεωγραφικῆς θέσεως τῶν ἐπαρχιῶν τοῦ ὑψηλοῦ Ἡμῶν Κράτους, τῆς γονιμότητος τῶν γαιῶν του καί τῆς ἐπιτηδειότητος καί εὐφυΐας τῶν κατοίκων, δῆλον γίνεται ὅτι, καταγινόμενοι εἰς τήν εὕρεσιν τῶν προσφόρων μέσων, τό ἀποτέλεσμα, εἰς ὅ, Θεοῦ βοηθοῦντος, ἐλπίζομεν νά φθάσωμεν, δύναται νά ἐπιτευχθῇ ἐν διαστήματι ὀλίγων ἐτῶν. Οὕτω λοιπόν πλήρεις πεποιθήσεως εἰς τήν ἀντίληψιν τοῦ Ὑψίστου, βασιζόμενοι ἐπί τῆς μεσιτείας τοῦ Προφήτου ἡμῶν, κρίνομεν ἀναγκαῖον ὅπως διά νέων θεσμῶν παράσχωμεν εἰς τάς ἐπαρχίας, τάς ἀποτελούσας τό Ὑψηλὀν Ἡμῶν Κράτος, τά ἀγαθά καλῆς διοικήσεως.

    Οἱ θεσμοί οὗτοι πρέπει πρό πάντων νά τείνωσιν εἰς τρία τινά· 1ον Τάς ἐγγυήσεις, αἵτινες βεβαιοῦσι τοῖς ὑπηκόοις Ἡμῶν πλήρη ἀσφάλειαν ζωῆς, τιμῆς καί περιουσίας. 2ον Τόν τακτικόν τρόπον τοῦ ἐπιβάλλειν καί εἰσπράττειν τούς φόρους. 3ον Τόν τακτικόν ἐπίσης τρόπον τῆς στρατολογίας καί τόν προσδιορισμόν τοῦ χρόνου τῆς ἐν τῷ στρατῷ ὑπηρεσίας.

    Ἀναμφιβόλως, ἡ ζωή καί ἡ τιμή εἶναι τά πολυτιμώτερα τῶν ὑπαρχόντων ἀγαθῶν, κατά συνέπειαν δέ, ὅταν τις, καίτοι ἐκ φύσεως ἀποστρεφόμενος τήν κακίαν, ἴδῃ τήν ζωήν καί τήν τιμήν του ἐν κινδύνῳ, πρός προφύλαξιν αὐτῶν βεβαίως δέν θά δυνηθῇ ν’ἀποτραπῇ ταύτης καί θά βλάψῃ οὕτω καί τήν κυβέρνησιν καί τόν τόπον. Ἐνῷ, τουναντίον, ἀπολαύων ὡς πρός τοῦτο πλήρους ἀσφαλείας, δέν θέλει ἀπομακρυνθῇ τῆς ὁδοῦ τῆς νομιμότητος καί πᾶσαι αὐτοῦ αἱ πράξεις θέλουσι συντελεῖ ἐπ’ ἀγαθῷ τῆς τε κυβερνήσεως καί τοῦ ἔθνους του.

    Ἒάν ἡ ἀσφάλεια τῆς περιουσίας ἐλλείπῃ, πάντες διατελοῦσι ψυχροί πρός τήν Κυβέρνησιν καί τό ἔθνος· οὐδείς ἀσχολεῖται περί αὐξήσεως τοῦ δημοσίου πλούτου, περισπώμενος ἀπό τάς ἰδίας αὐτοῦ ἀνησυχίας. Ἄν τοὐναντίον ὁ πολίτης κατέχῃ πεποιθότως τάς ἰδιοκτησίας αὐτοῦ, τότε πλήρης ζήλου ὑπέρ τῶν ἰδίων συμφερόντων, τῶν ὁποίων τόν κύκλον προσπαθεῖ νά εὐρύνῃ ὅπως ἐπεκτείνῃ τόν κύκλον τῶν ἀπολαύσεών του, αἰσθάνεται καθ’ ἑκάστην αὐξανόμενον ἐν τῇ καρδίᾳ του τόν πρός τό Κράτος, τό ἔθνος καί τήν πατρίδα αὐτοῦ ἔρωτα, καί φροντίζει ἵνα διάγῃ ἐναρέτως.

    Ὡς πρός τήν τακτικήν καί ὡρισμένην διανομήν τῶν φόρων, σπουδαιότατον εἶναι νά κανονισθῇ τό ἀντικείμενον τοῦτο, διότι τό Κράτος, ὑποβαλλόμενον πρός ἄμυναν τῆς χώρας εἰς διαφόρους δαπάνας, δέν δύναται νά πορισθῇ τά ἀναγκαῖα χρήματα διά τούς στρατούς καί τάς λοιπάς αὐτοῦ ὑπηρεσίας, εἰμή διά τῶν εἰσφορῶν τῶν ὑπηκόων αὐτοῦ. Καίτοι, θείᾳ χάριτι, οἱ τοῦ Ἡμετέρου βασιλείου ὑπήκοοι ἀπηλλάγησαν ἀπό τινος ἤδη χρόνου τῆς μάστιγος τῶν μονοπωλίων, ἅτινα ἄλλοτε οὐχί ὀρθῶς ἐθεωροῦντο ὡς εἷς τῶν πόρων τοῦ Κράτους, οὐδέν ἦττον ὀλεθρία τις συνήθεια παραμένει ἔτι, μολονότι αἱ συνέπειαι αὐτῆς εἰσί καταστρεπτικαί· αὕτη δέ εἶναι τοῦ ἐνοικιάζειν τάς προσόδους τοῦ κράτους γνωστή ὑπό τό ὄνομα Ἰλτιζάμ. Ὑπό τό σύστημα τοῦτο ἡ πολιτική καί οἰκονομική διοίκησις τόπου τινος παραδίδεται εἰς τήν αὐθαιρεσίαν ἑνός μόνου, δηλαδή ἐνίοτε εἰς χεῖρα πιεστικήν καί καταδυναστευτικήν· διότι, ἄν ὁ ἐνοικιαστής οὗτος δέν ᾖναι ἀγαθός ἐκ φύσεως, περί οὐδενός ἄλλου ἤ τοῦ ἰδίου αὐτοῦ συμφέροντος θέλει φροντίζει, πᾶν δέ κίνημα καί πᾶσα πρᾶξις αὐτοῦ θέλει εἶσθαι ἄδικος καί βιαία.

    Ἀνάγκη λοιπόν ἵνα εἰς τό ἑξῆς πᾶς κάτοικος τῆς ἐπικρατείας Ἡμῶν ὑποβληθῇ εἰς ἀνάλογόν τινα φόρον, ὁριζόμενον κατά λόγον τῶν κτημάτων καί τῶν δυνάμεων αὐτοῦ, ἄνω τοῦ ὁποίου οὐδέν νά δύναται ν’ ἀπαιτηθῇ παρ’ αὐτοῦ. Δέον ἐπίσης ὅπως εἰδικοί νόμοι προσδιορίσωσι καί περιορίσωσι τάς δαπάνας τοῦ κατά ξηράν καί θάλασσαν στρατοῦ Ἡμῶν.

    Ἄν καί, ὡς ἐρρέθη ἤδη, ἡ ἄμυνα τῆς χώρας εἶναι σπουδαῖον τι, καί καθῆκον ἔχουσι πάντες οἱ κάτοικοι νά παρέχωσι στρατιώτας πρός τόν σκοπόν τοῦτον, κατέστη ἀναγκαῖον νά εἰσαχθῶσι νόμοι, κανονίζοντες τό μέρος ὅπερ ἑκάστη ἐπαρχία ὀφείλει νά εἰσφέρῃ, κατά τάς ἑκάστοτε ἀνάγκας, καί περιορίζοντες εἰς τέσσαρα ἤ πέντε ἔτη τόν χρόνον τῆς στρατιωτικῆς ὑπηρεσίας. Διότι καί ἄδικον εἶναι καί θανάσιμον καταφέρει τραῦμα εἰς τήν γεωργίαν καί βιομηχανίαν τό λαμβάνειν, ἀδιακρίτως τοῦ σχετικοῦ πληθυσμοῦ τῶν χωρῶν, ἔκ τινων μέν πλείονας ἐξ ἄλλων δέ ἥττονας ἄνδρας, ἀφ’ ὅσους δύνανται αὗται νά παράσχωσιν· ὡσαύτως τό κρατεῖν τούς στρατιώτας ἰσοβίως ἐν τῇ ὑπηρεσίᾳ, αὐτούς μέν φέρει εἰς ἀπελπισίαν, συντελεῖ δέ εἰς τήν ἐλάττωσιν τοῦ πληθυσμοῦ τῆς χώρας.

    Ἐν γένει, ἄνευ νόμων, δέν δύναται νά παραχθῇ εἰς τό Κράτος οὔτε ἰσχύς, οὔτε πλοῦτος, οὔτε εὐδαιμονία καί ἡσυχία, ἅτινα τοὐναντίον ὀφείλει νά προσδοκᾷ τις ἐκ τῆς ὑπάρξεως τῶν νέων τούτων νόμων.

    Τούτου ἕνεκεν ἡ δίκη παντός κατηγορουμένου θέλει δικάζεσθαι δημοσίᾳ, σύμφωνα τῷ ἱερῷ ἡμῶν νόμῳ, προηγουμένης ἀνακρίσεως καί ἐρεύνης, καί πρό τῆς ἐκδόσεως ἀποφάσεως, οὐδείς δύναται, ἰδίᾳ ἤ δημοσίᾳ, νά καταστρέψῃ τήν ὕπαρξιν ἀτόμου τινός διά δηλητηρίου ἤ ἄλλης βασάνου.

    Οὐδενί ἐπιτρέπεται νά προσβάλῃ τήν τιμήν οἱουδήποτε.

    Ἕκαστος θέλει κατέχει τάς ἰδιοκτησίας αὐτοῦ καί διαθέτει ταύτας ἐν πληρεστάτῃ ἐλευθερίᾳ, χωρίς οὐδείς εἰς τοῦτο νά δύναται νά τῷ παρεμβάλῃ πρόσκομμα. Οὕτως, ἐν παραδείγματι, οἱ άθῶοι κληρονόμοι ἐγκληματίου τινός οὐδόλως θέλουσιν ἀποστερεῖσθαι τῶν νομίμων αὐτῶν δικαιωμάτων, ἡ δέ τοῦ ἐγκληματίου περιουσία δέν θέλει δημεύεσθαι.

    Αἱ Αὐτοκρατορικαί αὗται παραχωρήσεις ἐκτείνονται ἐφ’ ὅλων τῶν ὑπηκόων Ἡμῶν, οἱασδήποτε θρησκείας ἤ δόγματος καί ἄν ὦσι. Πλήρης λοιπόν ἀσφάλεια ἀπενεμήθη παρ’ Ἡμῶν τοῖς κατοικοῦσι τήν ἐπικράτειαν ὡς πρός τήν ζωήν, τήν τιμήν καί τήν ἰδιοκτησίαν των, ὡς ἀπαιτεῖ τό κείμενον τοῦ ἱεροῦ ἡμῶν νόμου.

    Ὡς πρός τά λοιπά ζητήματα, ἐπειδή πρέπει νά κανονισθῶσι τῇ ὁμοφωνίᾳ πεφωτισμένων γνωμῶν, τό Ἡμέτερον συμβούλιον τῆς δικαιοσύνης (τῇ προσθήκῃ νέων μελῶν καθ’ ὅσον τοῦτο κριθῇ ἀναγκαῖον), ἔνθα θέλουσι συνέρχεσθαι, κατά τάς ὁρισθησομένας ἡμέρας, οἱ ὑπουργοί Ἡμῶν καί οἱ πρόκριται τοῦ Κράτους, θέλει συνεδριάσει πρός τόν σκοπόν τοῦ νά θέσῃ κανονιστικούς νόμους ἐπί τῶν ζητημάτων τούτων τῆς ἀσφαλείας τῆς ζωῆς καί τῆς περιουσίας καί ἐπί τοῦ τῆς διανομῆς τῶν φόρων. Ἕκαστος ἐν ταῖς συνεδριάσεσι ταύταις θέλει ἐκθέσει ἐλευθέρως καί ἀφόβως τάς ἱδέας του καί ἐξενέγκει τήν γνώμην του.

    Οἱ νόμοι, οἱ ἀφορῶντες τήν τακτοποίησιν τῆς στρατιωτικῆς ὑπηρεσίας, θέλουσι συζητηθῇ ἐν τῷ στρατιωτικῷ συμβουλίῳ, συνεδριάζοντι ἐν τῷ ὑπουργείῳ τῶν στρατιωτικῶν.

    Ἅμα, τῇ θείᾳ βουλήσει, καταρτισθέντος νόμου τινος, ὅπως ᾖ διά παντός ἐν ἰσχύϊ καί ἐκτελεστός, θέλει παρουσιάζεσθαι Ἡμῖν. Θέλομεν κοσμεῖ τοῦτον διά τῆς κυρώσεως Ἡμῶν, ἥν θέλομεν γράφει ἐπί κεφαλῆς διά τῆς Αὐτοκρατορικῆς Ἡμῶν χειρός.

    Ἐπειδή οἱ παρόντες θεσμοί δέν ἔχουσιν ἄλλον σκοπόν, εἰμή τήν ἀναγέννησιν τῆς θρησκείας, τῆς κυβερνήσεως, τοῦ ἔθνους καί τοῦ Κράτους, ὑποχρεούμεθα νά μή πράξωμεν οὐδέν ἀντικείμενον εἰς αὐτούς. Ὡς ἐχέγγυον τῆς ὑποσχέσεως Ἡμῶν, ἐν τῇ αἰθούσῃ τῇ περιεχούσῃ τόν ἔνδοξον μανδύαν τοῦ Προφήτου, ἐνώπιον ὅλων τῶν οὐλεμᾶ, τῶν ὑπουργῶν καί τῶν μεγιστάνων τοῦ Κράτους, θέλομεν ὁρκισθῇ ἐν ὀνόματι τοῦ Θεοῦ καί ὁρκίσομεν ἀκολούθως τούς οὐλεμᾶ καί τούς μεγιστάνας τοῦ Κράτους.

    Μετά ταῦτα, ὅστις ἐκ τῶν οὐλεμᾶ ἤ τῶ μεγιστάνων τοῦ Κράτους ἤ οἱοσδήποτε ἄλλος παραβιάσῃ τούς θεσμούς τούτους, θέλει ὑποστῇ, ἀδιακρίτως τοῦ βαθμοῦ τῆς περιωπῆς καί τῆς ὑπολήψεως τοῦ προσώπου, τήν ἀνάλογον πρός τό καλῶς βεβαιωθέν ἁμάρτημά του ποινήν. Ποινικός Κώδηξ θέλει συνταχθῇ πρός τοῦτο.

    Ἐπειδή πάντες οἱ ὑπάλληλοι τοῦ Κράτος λαμβάνουσι τανῦν ἐπαρκῆ μισθόν, θέλουσι δέ κανονισθῇ καί οἱ μισθοί ἐκείνων, ὧν ἡ ὑπηρεσία δέν ἀμείβεται ἀρκούντως, νόμος αὐστηρός θέλει τιμωρεῖ τούς δωροδοκουμένους, διότι ἡ δωροδοκία ὑπό τοῦ θείου νόμου ἀποδοκιμάζεται καί ὑπάρχει μία τῶν πρωτίστων ἀφορμῶν τῆς παρακμῆς τοῦ Κράτους.

    Αἱ ἄρτι ἀποφασισθεῖσαι διατάξεις, ἀλλιοῦσαι καί ἀνανεοῦσαι ἐντελῶς τάς ἀρχαίας συνηθείας, θέλουσι δημοσιευθῇ ἐν Κωνσταντινουπόλει καί ἐν πάσαις ταῖς χώραις τοῦ Κράτους Ἡμῶν καί θέλουσι κοινοποιηθῇ ἐπισήμως εἰς ὅλους τούς πρέσβεις τῶν φίλων Δυνάμεων, τούς ἑδρεύοντας ἐν Κωνσταντινουπόλει, ὅπως ὧσι μάρτυρες τῆς εἰσαγωγῆς τῶν θεσμῶν τούτων, οἵτινες, ἄν τῷ Θεῷ δόξῃ, θέλουσι κρατήσει διά παντός.

    Ἐπί τούτοις ὁ Ὕψιστος Θεός διαφυλάττοι πάντας ἡμᾶς ὑπό τήν ἁγίαν καί κραταιάν αὐτοῦ σκέπην.

    Οἱ δέ διαπράξαντες τά ἀντιβαίνοντα εἰς τούς παρόντας θεσμούς ἔστωσαν τό ἀντικείμενον τῆς θείας ἀρᾶς καί μακράν δά παντός ἀπ’ αὐτῶν πᾶσα εὐδαιμονία. Γένοιτο!

    (Δημητρίου Νικολαΐδου, Ὀθωμανικοί Κώδηκες, ἤτοι Συλλογή τῶν ἐν ἐνεργείᾳ νόμων, κανονισμῶν, διαταγμάτων καί ὁδηγιῶν τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας, Κωνσταντινούπολις 1869, σσ. 13 – 17).

    ΧΑΤΤΙ –ΧΟΥΜΑΓΙΟΥΝ (1856)

    Τῆς 18 Φεβρουαρίου 1856. (10 Τζεμαρούλ Ἀχήρ 1272)

    .....................

    Γενέσθω κατά τό περιεχόμενον.

    Εἰς σέ, Μέγα Βεζύρη μου, Μεχμέτ-Ἐμίν-Ἀλῆ - Πασσᾶ, ἀξιωματικέ τοῦ Αὐτοκρατορικοῦ Μου τάγματος τοῦ Μεδζιδιέ πρώτης τάξεως καί τοῦ τάγματος τῆς προσωπικῆς ἀξίας. Ὁ Θεός χαρίσαι σοι μεγαλεῖον καί διπλασιάσαι τήν δύναμίν σου.

    Ἡ ἠδυτέρα μου ἐπιθυμία ὑπῆρξε πάντοτε τό νά ἀσφαλίσω τήν εὐημέριαν πασῶν τῶν τάξεων τῶν ὑπηκόων, οὕς ἡ Θεία Πρόνοια ἔθετο ὑπό τό Αὐτοκρατορικόν Μου σκῆπτρον, καί ἀπό τῆς εἰς τόν θρόνον ἀναβάσεώς Μου οὐδέποτε ἐπαυσάμην τοῦ νά καταβάλλω πρός τοῦτο πάσας τάς προσπαθείας Μου. Χάρις εἴη τῷ Παντοδυνάμῳ! Αἱ ἀκατάπαυστοι αὗται προσπάθειαι ἐπέφερον ἤδη καρπούς χρησίμους καί ἀφθόνους. Ἀπό ἡμέρας εἰς ἡμέραν ἡ εὐδαιμονία τοῦ ἔθνους καί ὁ πλοῦτος τῶν Κρατῶν Μου προβαίνουσιν αὐξανόμενα. Ἐπιθυμῶν σήμερον νά ἀνανεώσω καί ἐπεκτείνω ἔτι τούς νέους κανονισμούς, τούς εἰσαχθέντας πρός τόν σκοπόν τοῦ νά κατορθωθῇ ἡ ἐπίτευξις καταστάσεως πραγμάτων, συμφώνου πρός τήν ἀξίαν τοῦ Κράτους Μου καί πρός τήν θέσιν, ἥν κατέχει μεταξύ τῶν πεπολιτισμένων ἐθνῶν, ἐπειδή τά δικαιώματα τοῦ Κράτους Μου, διά τῆς πίστεως καί τῶν ἐπαινετῶν προσπαθειῶν ὅλων Μου τῶν ὑπηκόων καί τῆς ἐθελοκάλου καί φιλικῆς συνδρομῆς τῶν μεγάλων Δυνάμεων, τῶν εὐγενῶν Μου συμμάχων, ἔλαβον καί ἐν τῷ ἐξωτερικῷ κῦρος, ὅπερ δέον νά ἐγκαινιάσῃ νέαν ἐποχήν, θέλω νά αὐξήσω τό εὖ εἶναι καί τήν ἐσωτερικήν εὐημερίαν αὐτῶν, νά ἐπιτύχω τήν εὐδαιμονίαν ὅλων Μου τῶν ὑπηκόων, οἵτινες πάντες εἰσίν ἴσοι πρό τῶν ὀφθαλμῶν Μου καί ἐξ ἴσου ἀγαπητοί, καί συνδέονται μεταξύ των δι’ἀδελφικῶν δεσμῶν πατριωτισμοῦ, καί νά ἐξασφαλίσω τά μέσα τῆς διηνεκοῦς ἀναπτύξεως τῆς εὐημερίας τοῦ Κράτους Μου.

    Ἂπεφάσισα λοιπόν καί διατάττω τήν ἐκτέλεσιν τῶν ἐφεξῆς μέτρων:

    Α΄. Αἱ παρ’ Ἡμῶν ὑποσχεθεῖσαι ἐγγυήσεις πρός ὅλους τούς ὑπηκόους τοῦ Κράτους Μου ἄνευ διακρίσεως τάξεως ἤ θρησκεύματος διά τοῦ Χάττι-Σερίφ τοῦ Γκιουλχανέ καί τῶν νόμων τοῦ Τανζιμάτ, διά τήν ἀσφάλειαν τῆς ζωῆς καί τῆς περιουσίας των καί τήν διατήρησιν τῆς τιμῆς των, ἐπαναφέρονται καί καθιεροῦνται ἐκ νέου καί μέτρα ἀποτελεσματικά θέλουσι ληφθῇ, ὅπως ἐπιφέρωσι πλῆρες καί τέλειον ἀποτέλεσμα.

    Β΄. Πᾶσαι αἱ πνευματικαί προνομίαι καί ἀτέλειαι, αἱ ὑπό τῶν ἐνδόξων προγόνων μας καί μετ’ αὐτούς χορηγηθεῖσαι εἰς πάσας τάς χριστιανικάς ἤ ἄλλας μή μουσουλμανικάς κοινότητας ἐνοικούσας ἐν τῷ Κράτει Μου, ὑπό τήν προστάτιδα αἰγίδα Μου, ἀναγνωρίζονται καί διατηροῦνται ἐν ἰσχύϊ.

    Πᾶσα ὅμως χριστιανική ἤ ἄλλη μή μουσουλμανική κοινότης θέλει ἀναθεωρήσει καί ἐξετάσει, ἐντός ὡρισμένης προθεσμίας, τάς ἐνεστώσας αὐτῆς προνομίας καί ἀτελείας, καί θέλει συζητήσει ἐνώπιον εἰδικῶν συμβουλίων, σχηματισθησομένων τῇ Αὐτοκρατορικῇ Ἡμῶν ἐγκρίσει, ἐν τοῖς οἰκείοις πατριαρχείοις καί ὑπό τήν ἐποπτείαν τῆς Ὑψηλῆς Μου Πύλης, τάς μεταρρυθμίσεις, ὅσας ὁ χρόνος καί ἡ πρόοδος τῶν φώτων καί τοῦ πολιτισμοῦ ἀπαιτεῖ. Ἕκαστον συμβούλιον ὑποχρεοῦται νά ὑποβάλῃ τάς μεταρρυθμίσεις ταύτας εἰς τήν Ὑψηλήν Μου Πύλην. Αἱ ἐξουσίαι, αἱ ὑπό Μωάμεθ τοῦ κατακτητοῦ καί τῶν διαδόχων αὐτοῦ παραχωρηθεῖσαι τοῖς Πατριάρχαις καί ἐπισκόποις τῶν χριστιανικῶν θρησκευμάτων, θέλουσι τεθῇ ἐν ἁρμονίᾳ πρός τήν

    Enjoying the preview?
    Page 1 of 1