Discover millions of ebooks, audiobooks, and so much more with a free trial

Only $11.99/month after trial. Cancel anytime.

Η Ζωη Στον Ανουν: Annwn, #2
Η Ζωη Στον Ανουν: Annwn, #2
Η Ζωη Στον Ανουν: Annwn, #2
Ebook263 pages3 hours

Η Ζωη Στον Ανουν: Annwn, #2

Rating: 0 out of 5 stars

()

Read preview

About this ebook

Η Ζωη Στον Ανουν

Η παράξενη ιστορία της επιθανάτιας εμπειρίας του γέρου Γουίλι Τζόουνς

Η Ζωή στον Κάτω Κόσμο (Παράδεισο) συνεχίζεται.  Ο Γουίλι έχει πεθάνει και είναι επιτέλους με την αγαπημένη του Σάρα. Ωστόσο, αμέσως μετά, η ζωή στον Κάτω Κόσμο, η αρχαία ουαλική λέξη για τον Παράδεισο, δεν είναι αυτό που περίμενε.

Η πρώτη του έκπληξη είναι όταν η Σάρα τον παίρνει σε ένα πανδοχείο για να ανακάμψει από τη δοκιμασία της κηδείας του, αλλά δεν σταματά εκεί. Κάθε μέρα αποκαλύπτει νέες εκπλήξεις, έως ώτου αυτό που ονομάζεται μυστηριωδώς Το Φράγμα κατεβαίνει και βιώνει τη ζωή μετά το θάνατο όπως είναι πραγματικά.

Η Ζωή στον Παράδεισο είναι μια κωμική ματιά σε μια εναλλακτική πραγματικότητα!

LanguageΕλληνικά
Release dateApr 27, 2023
ISBN9781071581292
Η Ζωη Στον Ανουν: Annwn, #2

Read more from Owen Jones

Related to Η Ζωη Στον Ανουν

Titles in the series (10)

View More

Related ebooks

Reviews for Η Ζωη Στον Ανουν

Rating: 0 out of 5 stars
0 ratings

0 ratings0 reviews

What did you think?

Tap to rate

Review must be at least 10 words

    Book preview

    Η Ζωη Στον Ανουν - Owen Jones

    Η ΖΩΗ

    ΣΤΟΝ

    ΑΝΟΥΝ

    Η Μεταθανάτια Ιστορία του Γουίλι Τζόουνς

    του

    ––––––––

    Όουεν Τζόουνς

    Μετάφραση

    Νοκλέττα Σαμοΐλη

    COPYRIGHT NOTICE

    Copyright © 14th December 2020 Owen Jones Author

    by Megan Publishing Services

    http://meganthemisconception.com

    All rights reserved.

    Σημειώσεις άδειας

    Αυτό το ηλεκτρονικό βιβλίο διαθέτει άδεια μόνο για την προσωπική σας απόλαυση. Δεν πρέπει να πωληθεί εκ νέου ή να δοθεί σε άλλα άτομα. Εάν θέλετε να μοιραστείτε αυτό το βιβλίο με άλλο άτομο, αγοράστε ένα επιπλέον αντίγραφο για κάθε παραλήπτη. Εάν διαβάζετε αυτό το βιβλίο και δεν το αγοράσατε ή δεν το αγοράσατε μόνο για χρήση από εσάς, τότε αγοράστε το δικό σας αντίγραφο.

    Σας ευχαριστούμε για το σεβασμό της σκληρής δουλειάς αυτού του συγγραφέα.

    ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ

    http://facebook.com/AngunJones

    http://twitter.com/lekwilliams

    owen@meganthemisconception.com

    http://owencerijones.com

    Εγγραφείτε στο ενημερωτικό δελτίο μας για πληροφορίες σχετικά με τα βιβλία του Όουεν Τζόουνς στο email:

    http://meganthemisconception.com

    ––––––––

    1 Η ΠΡΩΤΗ ΗΜΕΡΑ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗΣ

    «Ουουου, Σάρα! Έχω να ανέβω  σε άλογο από τότε που ήμουν παιδί, όταν ο μπαμπάς με πήγαινε ιππασία το απόγευμα της Κυριακής μετά το δείπνο! Ξέχασα πόσο διασκεδαστικό είναι. Ποιον δρόμο παίρνουμε  για το σπίτι, αγάπη μου;»«Όλοι οι δρόμοι οδηγούν στο σπίτι, Γουίλι! Είναι τόσο ωραίο που σε βλέπω να διασκεδάζεις, αγαπητέ μου!» απάντησε η σύζυγός του γελώντας, τα μελαχρινά μαλλιά της ανέμιζαν προς τα πίσω καθώς κάλπαζαν πάνω στα υπέροχα μαύρα άλογά τους.«Λοιπόν, από εκεί, έτσι;» ρώτησε δείχνοντας προς τα εμπρός σε ένα σημείο μεταξύ δύο βουνών.Ναι, ακριβώς...«Νόμιζα ότι το αναγνώρισα. Είχα πάντα μια καλή αίσθηση κατεύθυνσης ... Έχω ζήσει σε αυτούς τους λόφους όλη μου τη ζωή ...το ίδιο κι εσύ, αγάπη μου, ε; "«Ας παραβγούμε!» γέλασε αδιάκοπα, και άρχισε να ανεβαίνει το βουνό. Ο Γουίλι γέλασε δυνατά καθώς δεν είχε γελάσει έτσι για αρκετές δεκαετίες και κυνηγούσε το άλογο που είχε λίγο προβάδισμα μπροστά του.«Ντέι!» φώναξε σφίγγοντας το άλογό του ανάμεσα στα γόνατά του και κουνώντας τα γκέμια προς τα εμπρός. «Ντέι!» Σε δευτερόλεπτα, είχε προλάβει τη γυναίκα του και έσκυψε φωνάζοντας: «Δεν πιστεύω στο κυνήγι μόνο και μόνο για να πιστεύω, όπως γνωρίζεις, Σάρα, αλλά εύχομαι αυτά τα κυνηγόσκυλα να ήταν ακόμα μαζί μας ... Τα κυνηγόσκυλα του Κάτω Κόσμου, τα κάλεσες, έτσι δεν είναι;»«Ναι, αγαπητέ μου, είναι μαζί μας. Κοίτα πίσω σου». Καθώς τεντώθηκε γύρω για να κοιτάξει, συνειδητοποίησε επτά τεράστια, λευκά Ιρλανδικά κυνηγόσκυλα με κόκκινα, φλεγόμενα μάτια που γλιστρούν ακριβώς πάνω από τις αυλές πίσω τους, και με τις γλώσσες να κρέμονται από το στόμα τους. «Ουάου!» φώναξε, «Δεν μπορώ να πιστέψω ότι δεν τα πρόσεξα πιο πριν. Αυτό είναι φανταστικό! Τόσο συναρπαστικό! Νιώθω είκοσι χρόνια νεότερος».«Και φαίνεσαι επίσης, Γουίλι». Λίγο αργότερα, καθώς έμπαιναν στην κοιλάδα ανάμεσα στα δυο βουνά, ο Γουίλι, έσκυψε ξανά. «Εντάξει, Σάρα! Ισοπαλία! Δεν θα είμαστε μακριά από το σπίτι τώρα, αλλά περνάω τόσο καλά που δεν θέλω ακόμα να γυρίσω πίσω. Μπορούμε να σταματήσουμε εδώ και να κυλιστούμε πάνω στο γρασίδι; Μπορούμε να κουβεντιάσουμε και να παίξουμε με τα σκυλιά ενώ τα άλογα θα ξεκουράζονται.»

    «Φυσικά και μπορούμε. Διάλεξε ένα σημείο.»

    Ο Γουίλι χωρίς να χάσει καιρό, είπε, «αυτό εδώ είναι μια χαρά. Το χορτάρι φαίνεται μαλακό και πράσινο, και η θέα είναι φανταστική.» Κατέβηκαν και οι δύο από τα άλογα και τα σκυλιά μαζεύτηκαν γύρω τους.  «Δεν είχα καταλάβει πόσο κουραστική είναι η ιππασία μέχρι που σταματήσαμε. Αρχίζει να πονάει και η πλάτη μου...»

    Μην το σκέφτεσαι, Γουίλι. Σε ένα λεπτό θα είσαι μια χαρά. Έλα να καθίσεις δίπλα μου.»

    «Δεν ξέρω πολλά από άλογα, το ξέρεις, όμως δεν πρέπει να δέσουμε κάπου τα άλογα;»

    «Όχι, βασικά, αλλά αν θέλεις, να τα δέσουμε...σε ένα δενδρύλλιο;  Έχει ένα πίσω σου.» Ο Γουίλι γύρισε αργά, με το χέρι του πάνω στην πλάτη.

    «Περίεργο! Δεν το πήρα είδηση αυτό όσο ήμασταν πάνω στα άλογα.»

    «Αλήθεια, καλέ μου; Δεν πειράζει, μην ανησυχείς.»

    Ο Γουίλι έδεσε τα γκέμια του αλόγου του χαλαρά στο μικρό δέντρο, και κάθισε δίπλα στην γυναίκα του. «Τώρα μάλιστα...πολύ καλύτερα. Χρόνια έχω να διασκεδάσω τόσο πολύ. Χαίρομαι που περνώ αυτόν τον χρόνο μαζί σου. Μου έλειψες, ξέρεις, από τότε που πέθανες, ή όπως το λέτε εδώ. Το ξεχνάω.»

    «Το ξέρω, καλέ μου, το ξέρω, όμως δεν σε εγκατέλειψα ποτέ. Όχι πραγματικά. Ήμουν πάντα εδώ.»

    «Μα δεν μπορούσα να σε δω ή να σε αγγίξω.»

    «Μπορεί να μην μπορούσες να με αγγίξεις, αλλά μπορούσες να με δεις μερικές φορές, έτσι δεν είναι; Και μου μιλούσες, αρκετά συχνά.»

    «Ναι, μάλλον έτσι είναι, όμως εσύ δεν απαντούσες.»

    «Μου αρέσει να νομίζω ότι εσύ γνώριζες τι έλεγα.»

    «Ναι, μάλλον γνώριζα, τώρα που το ξανασκέφτομαι.»

    «Είμαι σίγουρη. Πώς είναι η πλάτη σου;»

    «Ποια; Ααα, ναι, η πλάτη μου», είπε τρίβοντάς την . «Μια χαρά. Δεν πονάει καθόλου. Λες και ο πόνος ήταν στην φαντασία μου.» Η Σάρα του χαμογέλασε και συνέχισε να χαϊδεύει ένα από τα σκυλιά που χαϊδευόταν στο χέρι της.

    «Σε αγαπούν πολύ αυτά τα σκυλιά, έτσι;»

    «Ναι, και εγώ τα αγαπώ. Δεν μπορώ να φανταστώ γιατί μερικοί άνθρωποι τα αποκαλούν Κυνηγόσκυλα της Κόλασης. Δεν πειράζουν ούτε μυρμήγκι.»

    Όμως, είναι κυνηγοί, και πρέπει να φάνε, οπότε υποθέτω πως θα πρέπει να...εεε...θα έλεγα «σκοτώνουν» αλλά μάλλον όλα εδώ είναι ήδη νεκρά, οπότε... τι τρώνε; Και μια και μιλάμε για φαγητό, έχω αρχίσει να πεινάω. Μήπως έφερες κανένα από κείνα τα σάντουιτς που είχαν στην κηδεία μου;»

    Η Σάρα τον κοίταζε με χαμόγελο καθώς τον παρακολουθούσε να προσπαθεί να συνειδητοποιήσει την κατάσταση στην οποία βρισκόταν. «αν πεινάς, καλέ μου, θα βρεις μερικά σάντουιτς στην τσάντα μου». Δεν του άρεσε ποτέ να ψάχνει την τσάντα μιας γυναίκας, ακόμα και αν είχε την άδειά της, όμως, έβαλε το χέρι του μέσα και έβγαλε μια μεγάλη χαρτοσακούλα. «Αυτό είναι» είπε εκείνη. Ο Γουίλι έβγαλε μερικά και πρόσφερε ένα στην γυναίκα του.

    «Όχι, σ’ ευχαριστώ, καλέ μου, δεν τρώω συχνά αυτές τις μέρες. Μπορείς να πεις ότι έχω βγει απ’ αυτή την συνήθεια.»

    Ο Γουίλι πήρε μια δαγκωματιά όση ώρα μιλούσε εκείνη, και καθώς μασούσε, την κοίταζε. «Δεν χρειάζεται να τρώμε πια, έτσι δεν είναι;»

    «Μπορούμε, αν το θέλουμε, αλλά δεν είναι απαραίτητο, όχι.  Μερικοί δεν το συνειδητοποιούν αυτό όμως, και τρώνε ακόμα όπως έτρωγαν όταν είχαν να συντηρήσουν ένα σώμα.»

    «Έτσι, ούτε και τα σκυλιά δεν...» Η Σάρα κουνούσε αργά το κεφάλι καθώς εκείνος συνέχισε, «τρώνε, άρα ούτε κυνηγάνε ούτε σκοτώνουν.» εκείνος κοίταξε τα άλογα. «Τα άλογα όμως, τρώνε χορτάρι.»

    «Μόνο επειδή εσύ περιμένεις να το κάνουν.»

    «Και η πλάτη μου; Τα ίδια;»

    Η Σάρα έγνεψε καταφατικά, χαμογελώντας σαν να απευθυνόταν σε ένα παιδί που μόλις είχε λύσει ένα απλό πρόβλημα λογικής. «Και κοίτα αυτό», του είπε βγάζοντας έναν καθρέφτη από την τσάντα της χωρίς να κοιτάζει.

    «Πράγματι φαίνομαι είκοσι χρόνια νεότερος!» φώναξε με θαυμασμό, χτενίζοντας τα μαύρα μαλλιά του με τα χέρια. «Και τα μαλλιά μου, άρχισαν να βγαίνουν ξανά.»

    «Είπες πως ένιωσες είκοσι χρόνια νεότερος..»

    «...και φαίνομαι κιόλας!»

    «Ναι.»

    Σταμάτησε να τρώει το σάντουιτς και το πρόσφερε στο σκυλί που ήταν πιο κοντά του, εκείνο το πήρε και το κατάπιε με τη μία, ολόκληρο. Κοίταξε την Σάρα. «Εσύ ήθελες να το κάνει...περίμενες να το κάνει, κι έτσι, το έκανε», είπε εκείνη. «Μπορείς να έχεις ό,τι θέλεις, φτάνει οι άνθρωποι ή τα ΄ζώα να θέλουν να σου τα δώσουν, όμως εσύ μπορείς να πλάσεις το σκηνικό όπως θέλει, επειδή, αυτό δεν βλάπτει, δεν μπορεί να βλάψει κανέναν, αφού όλοι μπορούμε να δούμε και να ακούσουμε αυτό που θέλουμε χωρίς να επηρεάζει κανέναν.»

    «Αυτό δεν κάνει την κουβέντα πιο δύσκολη;»

    «Γίνεται αυτό με μας;»

    «Όχι, εδώ που τα λέμε, όχι.»

    «Για μένα, πάντως όχι...Ούτε για σένα, απ’ ότι φαίνεται. Ωστόσο, επιλέγω να είμαι στο ίδιο μήκος κύματος με σένα. Βασικά, δεν έχεις προσπαθήσει να μιλήσεις σε κανέναν άλλον, όμως κάποιοι, δεν μοιράζονται με άλλους, ή δεν θα προσπαθήσουν να επικοινωνήσουν με ανθρώπους που δεν γνωρίζουν, αλλά πάλι, εξαρτάται από κείνους, έτσι δεν είναι; Σε αυτόν τον κόσμο επιλέγουν να ζήσουν... κάποιοι άνθρωποι συμπαθούν τους άλλους και προσπαθούν να βοηθήσουν και άλλοι όχι, αν και αυτή η ομάδα είναι πολύ πιο μικρή. Οι περισσότεροι είναι στη βάση, καλοί...και εξυπηρετικοί...σε διαφορετικούς βαθμούς, και αυτό που έχουν μπροστά τους είναι να γίνουν πιο καλοί και πιο εξυπηρετικοί, αν θέλεις να το θέσεις έτσι... Προς τα μπρος και προς τα Πάνω!»

    «Βλέπω ότι έχω πολλά να μάθω.»

    «Όλοι έχουμε πολλά να μάθουμε, μην ανησυχείς γι’ αυτό. Δεν είναι αγώνας, αλλά οι περισσότερες Ψυχές που έρχονται εδώ χρειάζονται υπενθύμιση για το πώς δουλεύει η ζωή, επειδή οι τρόποι της Επιφάνειας έχουν εντυπωθεί πάνω τους, όμως η εντύπωση ξεθωριάζει, αν το επιτρέψεις, πίστεψέ με...»

    «Θα χρειαστεί λίγος χρόνος για να το συνηθίσω...αυτό το καταλαβαίνω...ή μήπως αυτό σημαίνει ότι δημιουργώ πρόβλημα στον εαυτό μου;»

    «Αυτό εξαρτάται από σένα. Δεν είναι κακό να γνωρίζεις μια κατάσταση, αλλά το να χτίζεις πάνω ή να ανησυχείς γι’ αυτήν μπορεί να την κάνει χειρότερη, είναι πιθανό. Δεν είναι ανάγκη να είσαι παρανοϊκός σε ό,τι σκέφτεσαι, όμως σίγουρα αξίζει να γνωρίζεις ότι αυτό που σκέφτεσαι υπάρχει και μπορεί να επηρεάσει εσένα και την ύπαρξή σου...ακόμα και αν είναι προσωρινό...»

    «Το πρόβλημα εδώ είναι πως στην αιωνιότητα, το «προσωρινό» μπορεί να κρατήσει πολύ καιρό...ίσως και χιλιάδες χρόνια.»

    «Ναι, αλλά αυτό δεν πρέπει να είναι πρόβλημα...Στην αιωνιότητα, τα χίλια χρόνια είναι λιγότερα από μία σταγόνα στον ωκεανό, αφού αυτός είναι ένας ορισμένος αριθμός από σταγόνες νερού σε κάθε πλανήτη. Αυτό που λέω είναι πως τίποτα δεν μπορεί να σε επηρεάσει δυσμενώς για πάντα εκτός από την γνώση και πως αυτό θα βοηθάει πάντα, ακόμα κι αν εσύ, ή οποιοσδήποτε, χρειάζεται ξαναμάθεις ή να θυμηθείς, κάποια μαθήματα. Τίποτα δεν μπορεί να σταματήσει την σταθερή πρόοδο του Εαυτού, ακόμα κι αν μερικοί μαθαίνουν πιο γρήγορα από άλλους... όπως είπα πιο πριν, η ζωή δεν είναι ένας αγώνας ή ένας ανταγωνισμός. Κι αυτό είναι κάτι που πρέπει να μάθουν πολλοί άνθρωποι, όμως το Εγώ τους είναι τόσο εύθραυστο που πρέπει να νιώσουν ανώτεροι μπροστά σε εκείνους που τους περιτριγυρίζουν.

    «Το αληθινό όνομα του παιχνιδιού, για να χρησιμοποιήσω μια έκφραση, είναι η συνεργασία, όχι ο ανταγωνισμός...Η ζωή είναι ένα ομαδικό άθλημα, αν σου αρέσει, όχι ένα μοναχικό γεγονός...Αν φερθείς στην ζωή σαν ένα μοναχικό γεγονός αυτό θα σε οδηγήσει στη μοναξιά, τη μιζέρια και τον εγωισμό, ενώ αν της φερθείς σαν ομαδικό γεγονός, τότε γίνεται πάρτι. Και αυτός πρέπει να είναι ο σκοπός!»

    «Τα κάνεις όλα να ακούγονται τόσο όμορφα, αγαπημένη μου Σάρα, αλλά πάντα είχες αυτό το χάρισμα. Δεν είχες ποτέ ούτε ένα κακό κόκαλο πάνω σου.»

    Εκείνη κοιτάχτηκε από πάνω ως κάτω και είπε χαμογελώντας, «Δεν υπάρχει ούτε ένα κόκαλο σε αυτό το σώμα.»

    «Όχι, όχι τώρα, όμως ξέρεις τι εννοώ.»

    «Ναι, σ’ ευχαριστώ, Γουίλι. Κι εσύ δεν είσαι τόσο κακός. Υπήρξες καλός σύζυγος ακόμα και σε δύσκολες καταστάσεις. Πιστεύω πως κάναμε ότι καλύτερο μπορούσαμε ο ένας για τον άλλον και οι δυο μας για την κόρη μας.»

    «Είτε ήταν δικό μας κατόρθωμα, είτε δικό της, ή λιγάκι και των τριών μας, η Μπέκι έγινε πολύ καλή. Λοιπόν, αρκετά με αυτή την συζήτηση περί Αμοιβαίου Θαυμασμού, λέω να σταματήσουμε εδώ. Δεν έχω συνηθίσει να με επαινούν, και δεν το αντέχω.»

    «Ναι, ξέρω τι εννοείς...είναι πολύ δύσκολο να ακούσεις ένα κομπλιμέντο από έναν Ουαλό.»

    «Ήμουν τόσο απρόσεχτος, αγαπημένη μου Σάρα; Δεν το ήθελα.. άλλη μια μεταμέλεια που προσθέτω στη λίστα μου.»

    «Δεν έφταιγες μόνο εσύ. Απλώς, έτσι είμαστε εμείς οι άνθρωποι. Ήμασταν όλοι πολύ απασχολημένοι με το να τα καταφέρουμε με την δύσκολη ζωή μας. Μην ανησυχείς, γι’ αυτό, Γουίλι, ξέρω πως κι εγώ σου γκρίνιαζα μερικές φορές.»

    «Όχι πολύ, και σίγουρα μου άξιζε. Εγώ τουλάχιστον έβγαινα, πήγαινα στην παμπ, όμως το σπιτάκι μας είχε γίνει φυλακή για σένα...και το ήξερα, αλλά παρίστανα το αντίθετο, επειδή έτσι με βόλευε-ήμουν εγωιστής και λυπάμαι πολύ γι’ αυτό τώρα.»

    «Μην ανησυχείς για όλα αυτά, Γουίλι, τα έχουμε αφήσει όλα πίσω μας τώρα. Δεν θα μπορούσες να μου το κάνεις τώρα αυτό, όμως, ακόμα και να το ήθελες, αν και αυτό δεν σημαίνει πως εγώ δεν θα άφηνα να μου ξανασυμβεί σε κάποια άλλη μετεμψύχωση. Η ζωή είναι περίεργη.»

    «Αφού το λες εσύ, καλή μου. Πηγαίνουμε τώρα;»

    «Φυσικά, αν είσαι έτοιμος. Πού θέλεις να πάμε;»

    «Δεν ξέρω...σπίτι υποθέτω.»

    «Σπίτι...Εντάξει. Θέλεις να ζήσουμε στην πόλη ή πάλι στο βουνό;»

    «Εσύ δεν έχεις κάπου να μείνεις ήδη;

    «Κοίτα, εεε...είναι δύσκολο να σου το εξηγήσω..» Είδε να αντικατοπτρίζεται στο πρόσωπο του Γουίλι μία εσωτερική ταραχή και κατάλαβε ποια ήταν η αιτία. «Όχι, δεν είναι αυτό. Δεν έχω συγκατοικήσει με κανέναν άλλον – δεν σε περιμένει καμία άσχημη έκπληξη! Απλώς, δεν χρειαζόμαστε σπίτια, όπως δεν χρειαζόμαστε τα σώματα.

    «Σκέψου, γιατί οι άνθρωποι χρειάζονται τα σπίτια;»

    «Είναι φυσιολογικό, σωστά;»

    «Ναι, αλλά θέλουν καταφύγιο, ησυχία και ασφάλεια. Ωστόσο, εδώ δεν χρειάζεται να προφυλαχτούμε από τον καιρό επειδή δεν έχουμε τίποτα να φοβόμαστε και τον καιρό, τον φτιάχνουμε εμείς. Δεν χρειαζόμαστε ησυχία επειδή δεν έχουμε σώματα, και αν κάποιος καταλαβαίνει ότι θέλεις να μείνεις μόνος, θα σε αφήσει μόνο...οι περισσότεροι τουλάχιστον. Όσο για την ασφάλεια; Δεν έχουμε κάτι για να μας κλέψουν...»

    «Ναι, κατάλαβα.»

    «Έχοντας πει αυτό, πολλοί άνθρωποι θα ήθελαν ακόμα να ζουν σε κάτι κάπου. Η Ζωή στην επιφάνεια φαίνεται ότι το έχει εμποτίσει αυτό πολύ βαθιά στους περισσότερους ανθρώπους. Λοιπόν, εσύ τι λες, μέσα ή έξω από τα τείχη της πόλης;»

    «Της πόλης που είμασταν πριν;»

    «Της Πόλης του Κάτω Κόσμου; Ναι, αν το θέλεις.»

    «Δεν θα είναι δύσκολο να βρούμε το πού, σετ όσο λίγο διάστημα;»

    «Όχι, απλώς θα κάνουμε την πόλη λίγο μεγαλύτερη και θα τοποθετήσουμε το σπίτι μας εκεί μέσα...ή θα φτιάξουμε μια πολυκατοικία λίγο πιο ψηλή και θα βάλουμε εκεί το διαμέρισμά μας. Ό,τι θέλεις εσύ. Θα μπορούσαμε, ακόμα, να μείνουμε στο πανδοχείο μέχρι να αποφασίσουμε.»

    «Ναι! Μου αρέσει αυτή η ιδέα. Δεν είχαμε ποτέ άλλη φορά τέτοια ευκαιρία, σωστά; Η μόνη φορά που μείναμε σε ξενοδοχείο ήταν στο μήνα του μέλιτος στην Ρηλ. Όμως, όταν πρωτοπαντρευτήκαμε, ήθελα πάρα πολύ να σου χαρίσω μια ζωή γεμάτη πολυτέλεια, Σάρα. Μόνο που δεν τα κατάφερα...λυπάμαι, καλή μου, λυπάμαι πολύ.» Δάκρυα κύλησαν στα μάγουλά του. Η Σάρα τον αγκάλιασε.

    «Το ξέρω αυτό τώρα, και το ήξερα και τότε. Γνώριζα τι έκανα, και το έκανα με την θέλησή μου, επειδή σε αγαπούσα, και σε αγαπώ ακόμα. Εσύ ήσουν πάντα ο ονειροπόλος, όχι εγώ, Γουίλι Τζόουνς.»

    «Εσύ ήσουν ο βράχος μου, Σάρα.»

    «Κι εσύ, ο δικός μου.»

    «Έλα, πάμε να δούμε αν υπάρχει κανένα δωμάτιο στο πανδοχείο.»

    Ο Γουίλι έκανε πιο πίσω το κεφάλι του για να δει καλύτερα την γυναίκα του. «Τώρα κάνεις πλάκα, σωστά;»

    «Ν αι.»

    «Επειδή σίγουρα θα υπάρχει, έτσι;»

    «Ναι. Αρχίζεις να μπαίνεις στο νόημα.»

    «Θα είναι εκεί και οι παλιοί μας φίλοι που έπιναν;»

    «Μπορεί...»

    «...αν θέλουμε εμείς να είναι.»

    «Ναι»,  είπε εκείνη ανεβαίνοντας στο άλογο. «Πάμε λοιπόν, Γουίλι, ας τρέξουμε ξανά, να δούμε αν θα τα καταφέρεις να με προσπεράσεις αυτή την φορά.» Και έφυγε με ταχύτητα, και με τα κυνηγόσκυλα να την περιτριγυρίζουν.

    «Περίμενέ με! Δεν είναι δίκαιο! Δεν ξέρω πού είναι η Πόλη του Κάτω Κόσμου! Δεν μπορώ να νικήσω!» Παρακολουθούσε την Σάρα που γύρισε να τον κοιτάξει. Γελούσε δυνατά, φαινόταν σαν εικοσάρα και ήταν ντυμένη σαν νεαρή δεσποινίδα του δέκατου πέμπτου αιώνα. Δεν μπορούσε ακριβώς να θυμηθεί, αλλά ήταν απόλυτα σίγουρος ότι πριν από μερικά λεπτά φορούσε τα κανονικά της ρούχα του εικοστού αιώνα.

    Έκαναν ιππασία και γελούσαν για μίλια, ή μήπως ήταν λεπτά; Ο Γουίλι δεν ήταν σίγουρος. Φαινόταν ότι κάθε φορά που προσπαθούσε να διορθώσει την ώρα ή ένα μέρος, κινούνταν. Προσπαθούσε τόσο σκληρά να σκεφτεί με γραμμικό μοτίβο, αλλά δεν μπορούσε. Κάθε φορά που πίστευε ότι είχε μια επιδιόρθωση σε μια ιδέα, φαινόταν να κυλάει ανάμεσα στο χέρι του σαν ζελέ σε μια σφιχτή γροθιά.

    Όταν κατάφερε να βγει από τις σκέψεις του, η Σάρα βρισκόταν πίσω από μια προεξοχή του ενός από τα δύο βουνά και ο φόβος ότι ήταν μόνη σε αυτή την ξένη γη τον κυρίευσε. Διέταξε το άλογό του να τρέξει περισσότερο, και βρέθηκε δίπλα στην γυναίκα του.

    Enjoying the preview?
    Page 1 of 1