Discover millions of ebooks, audiobooks, and so much more with a free trial

Only $11.99/month after trial. Cancel anytime.

Το Πλάσμα που δεν έπρεπε να υπάρχει
Το Πλάσμα που δεν έπρεπε να υπάρχει
Το Πλάσμα που δεν έπρεπε να υπάρχει
Ebook426 pages5 hours

Το Πλάσμα που δεν έπρεπε να υπάρχει

Rating: 0 out of 5 stars

()

Read preview

About this ebook

Ο Θέμης Εκατομάτης πέθανε μια βροχερή μέρα στον δρόμο. Παρ’ όλα αυτά, μία σκοτεινή συμφωνία του με κάτι φριχτό, τον επανέφερε στη ζωή. Διαλυμένος ψυχικά και σωματικά, ο Εκατομάτης περνά, πλέον, τις μέρες του κλεισμένος στον οίκο της οικογενείας του, στο απομακρυσμένο νησί της Θρόνιδας, έναν άγριο και αφιλόξενο τόπο. Εκεί στοιχειώνεται καθημερινά από τους πιο σκοτεινούς του εφιάλτες.

Απεγνωσμένος όπως είναι, θα στραφεί στη βοήθεια ενός ειδικού, του Μίλτου Καλού. Πρόκειται για έναν μάγο που, αν και έχει αποσυρθεί από τις έρευνές του αναφορικά με το υπερφυσικό, θα τολμήσει το δύσκολο ταξίδι για τη Θρόνιδα, στην προσπάθειά του να ανακαλύψει το σκοτεινό μυστικό που κρύβεται εκεί.

Το νησί θα αποτελέσει πόλο έλξης και συνάμα φονική παγίδα, για τους παλιούς του φίλους. Τον Θέμη, τη Γιώτα και τον Γιώργο. Κατά τη διάρκεια της παραμονής τους εκεί, θα έρθουν σε επαφή με τρομακτικές καταστάσεις, αντιλαμβανόμενοι πώς ο Θέμης που γνώριζαν δεν υπάρχει πια. Ωστόσο θα επιστρατευτούν από τον Μίλτο Καλό έτσι ώστε να λύσουν το σκοτεινό μυστήριο και να αντιμετωπίσουν το φριχτό πλάσμα που δεν θα έπρεπε να υπάρχει!

LanguageΕλληνικά
Release dateSep 28, 2023
ISBN9789606262371
Το Πλάσμα που δεν έπρεπε να υπάρχει

Related to Το Πλάσμα που δεν έπρεπε να υπάρχει

Related ebooks

Related categories

Reviews for Το Πλάσμα που δεν έπρεπε να υπάρχει

Rating: 0 out of 5 stars
0 ratings

0 ratings0 reviews

What did you think?

Tap to rate

Review must be at least 10 words

    Book preview

    Το Πλάσμα που δεν έπρεπε να υπάρχει - Θεόδωρος Καραδιαμαντής

    plasma_ebook.jpg

    τίτλος συγγράματος: Το Πλάσμα που δεν

    έπρεπε να Υπάρχει

    συγγραφέας: Θεόδωρος Καραδιαμαντής

    έκδοση ebook: Μάιος 2020

    isbn: 978-960-626-237-1

    ο σχεδιασμός του ebook

    έγινε απο το ατελιέ των Εκδόσεων iWrite.gr

    Εκδόσεις Πηγή

    Θεσσαλονίκη-Αθήνα

    Απαγορεύεται η δημοσίευση μέρους ή του συνόλου του βιβλίου αυτού, η αναπαραγωγή ή η μετάδοσή του με οποιοδήποτε οπτικοακουστικό μέσο, χωρίς την έγγραφη άδεια του εκδότη.

    Βιογραφικό Συγγραφέα

    Ο Θοδωρής Καραδιαμαντής είναι γεννημένος το 1993 και κατάγεται από την Κομοτηνή. Έχει ολοκληρώσει τις σπουδές του στην Αγγλική φιλολογία. Ασχολείται με την λογοτεχνία του φανταστικού και του τρόμου έχοντας δημοσιεύσει διάφορα διηγήματα σε ανθολογίες («Ιστορίες της πόλης μας: Αλεξανδρούπολη», «Θεοί του Ατμού», «Ζόμπι στην Ελλάδα» κ.α). Έχει κερδίσει την πρώτη θέση στον διαγωνισμό «Larry Niven» το 2015, στην κατηγορία «Λογοτεχνία του Τρόμου».

    Προοίμιο

    Ενάμιση χρόνο πριν

    Ο Θέμης Εκατομάτης ήταν πεσμένος στον δρόμο δίπλα στη θάλασσα. Τα ουρλιαχτά του τα σκέπαζαν η βροχή, η βροντή και τα άγρια κύματα που έσκαγαν στην πετρώδη παραλία λίγο πιο δίπλα από τον δρόμο που ήταν ξαπλωμένος. Πάνω από το νησί είχε απλωθεί ένα γκρίζο σύννεφο σαν τομάρι λύκου, και η καταιγίδα που είχε ξεσπάσει εδώ και μισή ώρα ήταν φοβερή. Ο Θέμης σύρθηκε στη βρεγμένη άσφαλτο αιμόφυρτος από τη σύγκρουση που είχε με το αυτοκίνητό του και προσπάθησε να αντιληφθεί τον χώρο γύρω του· βρισκόταν σε πανικό. Στα χέρια του και στο πρόσωπό του υπήρχαν θραύσματα από γυαλιά, ενώ τριγύρω του κομμάτια από το μπροστά μέρος του αυτοκίνητου. Ένιωθε φοβερό πόνο και έτρεμε από το σοκ. Το δεξί του πόδι είχε σακατευτεί. Κοίταξε την πλαγιά του βουνού που ανέβαινε δεξιά του και προσπάθησε να καταλάβει τι είχε συμβεί. Είδε τον βράχο που είχε πέσει ξαφνικά μπροστά του και έκανε το αμάξι να μαζευτεί σαν ακορντεόν όταν έπεσε πάνω του. Στον βρεγμένο δρόμο του έρημου νησιού δεν υπήρχε άλλο όχημα, όχι με τέτοιον καιρό. Ο Θέμης ήταν μόνος και ετοιμοθάνατος και μέσα στην τρέλα που τον διαπερνούσε από την ξαφνική σύγκρουση προσπάθησε να θυμηθεί πώς κατέληξε εδώ.

    Περίπου σαράντα λεπτά πριν την πτώση του βράχου στον δρόμο και τη σύγκρουση του οχήματος, ο Θέμης περίμενε στο λιμάνι της Θρόνιδας, του νησιού που αποκαλούσε σπίτι. Το χωριό που φιλοξενούσε τον λιμένα του νησιού λεγόταν Μαύρη Σκάλα και ο Εκατομάτης δεν το επισκεπτόταν αν δεν ήταν μονάχα ανάγκη, καθώς το πατρικό σπίτι που έμενε βρισκόταν στην άλλη μεριά του νησιού. Το μεγάλο οχηματαγωγό «Τρίτων ΙΙ» έδενε, και τα λιγοστά αυτοκίνητα έβγαιναν από το εσωτερικό σαν η πελώρια πλεούμενη λαμαρίνα να τα ξερνούσε. Μετά άρχισε να βγαίνει ο κόσμος σιγά σιγά. Κατέβαιναν από τη σκάλα και έβγαιναν από μια μικρή μεταλλική θύρα.

    Ο Θέμης είχε ξεχαστεί στο μονότονο πήγαινε-έλα των υαλοκαθαριστήρων και δεν πρόσεξε τη Νίκη που με το χέρι της πάνω από το κεφάλι της, για να προφυλαχτεί από τη βροχή, έψαχνε το αυτοκίνητο του συντρόφου της. Ο Θέμης μόλις την είδε πετάχτηκε και της έκανε νόημα με τα φώτα. Έπειτα πάτησε την κόρνα. Η Νίκη έτρεξε προς το γκρίζο Mini Cooper, ο Θέμης βγήκε γρήγορα και πήρε τον σάκο της.

    «Μπες μέσα, θα τα βάλω εγώ πίσω!» της φώναξε ενώ μια αστραπή έσκιζε στα δυο τον ουρανό πάνω από τη θάλασσα στο βάθος.

    Η Νίκη μπήκε αμέσως και κάθισε στη θέση του συνοδηγού. Ο Θέμης έβαλε τα πράγματά της πίσω και μπήκε βιαστικά και αυτός στο όχημα.

    «Άναψες τη θέρμανση; Τι γλυκός!» αναφώνησε η κοπέλα όταν ένιωσε τον ζεστό αέρα να έρχεται από τους μικρούς αεραγωγούς δίπλα στην πόρτα. Ο Θέμης χαμογέλασε και η Νίκη του έδωσε ένα ζουμερό φιλί.

    «Πώς ήταν το καράβι; Κουνούσε;» τη ρώτησε ο Θέμης ενώ εξέταζε την κίνηση στο λιμάνι.

    «Μπα, όχι πολύ», του απάντησε η Νίκη ενώ προσπαθούσε να μαζέψει τα βρεγμένα της μαλλιά.

    Ο Θέμης έβαλε μπρος και ξεκίνησαν για τις Μουριές, την περιοχή στην άλλη άκρη του νησιού που βρισκόταν το οίκημα της οικογένειας Εκατομάτη. Με το που το αυτοκίνητο βγήκε από τη Μαύρη Σκάλα και ακολούθησε τον παραλιακό δρόμο, η Νίκη άρχισε τις φωνές. Ήταν το θέμα που το ζευγάρι μάλωνε εδώ και εννιά μήνες, η άρνηση του Θέμη να φύγει από το νησί, η άρνηση του Θέμη να γνωρίσει τους γονείς της Νίκης, η άρνηση του Θέμη να γίνει πιο κοινωνικός και να κάνει κάτι με αυτήν τη σχέση ώστε να προχωρήσουν. Οι φωνές μέσα στο αμάξι δεν σταματούσαν καθώς διέσχιζαν την παραλιακή οδό, και τα κύματα έπεφταν με μένος στην ακτή δίπλα τους. Από το μεγάλο βουνό του νησιού, το Άενο, κατέβαιναν ρυάκια που κουβαλούσαν μπάζα που μάζευαν στο διάβα τους. Η Θρόνιδα αν και, σαν νησί του βορείου Αιγαίου, ήξερε από κακοκαιρίες, εκείνη η καταιγίδα ήταν η χειρότερη εδώ και δεκαετίες.

    Ο Θέμης οδηγούσε ψύχραιμα και προσπαθούσε να αποφύγει τις ερωτήσεις της Νίκης και να την ηρεμήσει. Είχε φύγει με νεύρα για να επισκεφτεί τους δικούς της και είχε γυρίσει πάλι έτσι. Ο Θέμης την παρακάλεσε να περιμένει ώσπου να γυρίσουν σπίτι και, αφού αλλάξει ρούχα και κάνει ένα μπάνιο, να συζητήσουν σαν πολιτισμένοι άνθρωποι.

    Η κοπέλα το δέχτηκε και μια σιωπή απλώθηκε για λίγο στο αμάξι. Τώρα ακουγόταν μόνο ο άνεμος, τα κύματα και η βροχή από έξω. Και στο εσωτερικό του Mini Cooper ο ήχος από το κλιματιστικό που έβγαζε τον ζεστό αέρα. Ξαφνικά και από το πουθενά, ενώ το αμάξι περνούσε δίπλα από την απότομη πλαγιά του βουνού, ένας πελώριος βράχος κατρακύλησε παρασύροντας και άλλες πέτρες μαζί του και σύρθηκε στη λάσπη και τη γλιστερή κατηφορική πλαγιά. Κατηφόρισε με γδούπους, και τέλος έπεσε άγρια στη μέση του δρόμου, τη στιγμή που το μοναδικό όχημα ίσως σε όλη την παραλιακή οδό του νησιού κυκλοφορούσε με τέτοιον καιρό και περνούσε από εκείνο το σημείο.

    Ο Θέμης δεν πρόλαβε να αντιδράσει, η Νίκη έβγαλε ένα ουρλιαχτό, και το γκρίζο Mini Cooper έπεσε πάνω στον πελώριο βράχο με εξήντα χιλιόμετρα την ώρα. Οι αερόσακοι τους έσωσαν. Η Νίκη βρισκόταν λιπόθυμη τώρα, γεμάτη γρατσουνιές και μώλωπες στη θέση του συνοδηγού, ενώ ο Θέμης άνοιξε την πόρτα με δυσκολία και σύρθηκε έξω από το διαλυμένο όχημα.

    Έβγαλε ένα ουρλιαχτό πόνου όταν συνήλθε από το πρώτο σοκ της κρούσης. Ήταν γεμάτος τραύματα με κάποιο σπασμένο πλευρό σίγουρα, ίσως και παραπάνω, με το δεξί του πόδι διαλυμένο, τα γυαλιά μυωπίας του να έχουν χαθεί, και τα χέρια του γεμάτα αίματα και πληγές. Τώρα οι σκέψεις του έτρεχαν πιο γρήγορα από ό,τι μπορούσε να τις ελέγξει. Έβλεπε τη Νίκη ακίνητη στη θέση της γεμάτη πληγές. Πέθανε, σκέφτηκε και άρχισε να ουρλιάζει και πάλι. Πεθαίνω κι εγώ, συμπέρανε και κοίταξε τριγύρω. Η ανάσα του κοβόταν και επανερχόταν με απρόβλεπτο τρόπο. Δεν υπήρχε κανένα σημάδι ζωής τριγύρω. Από αυτήν τη μεριά του νησιού άλλωστε, σπάνια περνούσαν οχήματα, ειδικά αυτήν την εποχή του χρόνου. Τυλιγμένος στη φρίκη και τον πόνο ο Θέμης σύρθηκε προς το όχημα ξανά και είδε τον τεράστιο βράχο που είχε καρφωθεί μπροστά στο αυτοκίνητο. Βλαστήμησε και πήρε μερικές ανάσες, ίσως τις τελευταίες του. Έπειτα, έχοντας εξαντληθεί, γύρισε ανάσκελα και κοίταξε προς τον γκρίζο ουρανό από πάνω του. Ένιωσε την παγωμένη βροχή να πέφτει στο σώμα του. Τον κρύο αέρα να τον τρυπάει σαν μαχαίρι. Ο Θέμης Εκατομάτης πήρες μερικές βαθιές ανάσες και έπειτα πέθανε.

    Ένιωθε ένα κακόβουλο πηχτό σκοτάδι να τυλίγει τον κόσμο, όλα ήταν μαύρα. Δεν υπήρχε κρύο ή ζέστη, δεν υπήρχε πόνος, χαρά, χρόνος, τίποτα… μόνο σκοτάδι. Πηχτό, μαύρο, σκοτάδι. Ήταν η Άβυσσος. Το ήξερε καλά αυτό, ήξερε που πηγαίνουν οι άνθρωποι όταν πεθαίνουν, δεν ανοίγουν μαγικές πύλες με καταπράσινα λιβάδια, ούτε σκοτεινές σπηλιές με φλόγες και καζάνια. Όχι, μόνο το σκοτάδι υπάρχει. Το πεινασμένο σκοτάδι της Αβύσσου. Και μέσα από αυτό το σκοτάδι ο Θέμης άκουσε έναν ψίθυρο, έναν κρύο ψίθυρο από μια μιαρή φωνή που άγγιζε τη νεκρή καρδιά του και τη γέμισε με τρόμο. Ήταν ένας ψίθυρος που ερχόταν σαν παλμός από κάποιο ακαθόριστο βάθος. Ένας παλμός που αυξανόταν καθώς μια φρικτή μυρωδιά τον τύλιγε. Ο παλμός είχε μέσα του ουρλιαχτά και φωνές, αλλά ο ψίθυρος ξεχώριζε ανάμεσά τους. Καλούσε τον Εκατομάτη. Μια αρχαία φωνή που τον τύλιξε σαν πλοκάμι και του είπε φοβερά πράγματα. Μέσα σε όλα τα πράγματα που του είπε, ένα έκανε την ψυχή του Θέμη να αναριγήσει.

    «Θέλεις να γυρίσεις πίσω;» τον ρώτησε η κακόβουλη φωνή. «Θέλεις να γλυτώσεις το σκοτάδι;»

    Ο Εκατομάτης έκλαιγε τώρα και έβλεπε και πάλι τον γκρίζο ουρανό και τη βροχή. Άρχισε να νιώθει τον πόνο στο κορμί του, το κρύο, τον φόβο, όλα είχαν γυρίσει. Ήταν δίπλα στο διαλυμένο του αμάξι.

    «Θέλεις να ζήσεις;» ρώτησε η φωνή και ο παλμός βούιξε τριγύρω. «Εγώ μπορώ να κάνω τον πόνο να φύγει, μπορώ να σε σώσω». Οι ψίθυροι τύλιγαν το μυαλό του πεσμένου άντρα και μια αόρατη αύρα τον αιχμαλώτιζε.

    «Ναι!» φώναξε ο Θέμης. «Σε ικετεύω, ναι!»

    Ο παλμός μειώθηκε και κράτησε σταθερή τάση. Τώρα ήταν σαν μια καρδιά που χτυπούσε ήρεμα, ψύχραιμα… Τα αόρατα πλοκάμια που τύλιγαν το σώμα του Εκατομάτη ψιθύρισαν στο αυτί του. Του είπαν πολλά, του είπαν πράγματα που τον έκαναν κομμάτια. Τέλος, όμως, του είπαν πως η Νίκη θα πεθάνει. Η Άβυσσος θα την πάρει στο πηχτό σκοτάδι και αυτό θα είναι μόνο η αρχή.

    «Θέμη Εκατομάτη, θα ζήσεις. Και θα με υπηρετείς αφού γυρίσω πίσω μαζί σου. Θα είμαστε ένα και θα φροντίζουμε ο ένας τον άλλον».

    Ο Θέμης κοίταξε στο εσωτερικό του αυτοκινήτου. Είδε τη λιπόθυμη κοπέλα του εκεί στη θέση του συνοδηγού. Ένιωθε πόνο και μέσα και έξω από το κορμί του και, βλέποντας έτσι τη Νίκη, απλά χειροτέρευσαν όλα. Τα κύματα έσκασαν στην ακτή με μανία και ο αέρας έριξε λίγο θαλασσινό νερό στο πρόσωπο του Εκατομάτη, ένιωσε την αλμύρα στα χείλη του. Όλα, ο αέρας το κρύο και η βροχή ήταν πράγματα του κόσμου αυτού και αυτό τον έκανε να νιώθει λίγο καλύτερα.

    «Από εμένα θα αντλήσεις δύναμη. Από εσένα θα αντλήσω ζωή…» συνέχισε ο ψίθυρος.

    «Ποιος είσαι; Τι είσαι;» ρώτησε ο Θέμης και θυμήθηκε τις στιγμές που βρέθηκε στο σκοτάδι, τις στιγμές που η απαίσια μυρωδιά τον τύλιξε

    «Α!» έκανε πρόσχαρα η φωνή. «Ζήσε, Θέμη Εκατομάτη, και μαζί θα το ανακαλύψουμε αυτό, όπως και πολλά άλλα».

    Ο πόνος στο πόδι του ήταν ανυπόφορος. Ο παλμός τον έκανε να τρίζει σαν κάποιο δυνατό ηχείο να βρισκόταν διπλά του. Κάθε φορά που η φωνή μιλούσε, ένιωθε μια πικρή γεύση στο στόμα του. Πεθαίνω, συμπέρανε και κοίταξε ξανά τη λιπόθυμη σύντροφό του.

    «Θα την καταδικάσεις στο σκοτάδι για να ζήσεις;» ρώτησε η φωνή ξανά.

    «Φοβάμαι να ζήσω και φοβάμαι να πεθάνω», απάντησε ο Θέμης.

    «Αν ζήσεις και με το ξύπνημά μου, θα κάνεις υπέροχα πράγματα. Δεν θα είσαι ο ίδιος άθλιος και τιποτένιος Θέμης. Μαζί μου θα μάθεις να είσαι κάτι τελείως διαφορετικό. Μαζί θα γίνουμε ένα!»

    Ο Εκατομάτης σκέφτηκε για λίγο την ιστορία της οικογενείας του. Σκέφτηκε το σκοτάδι που τον περιμένει και τη ζωή του ως τώρα. Όλα αυτά θα αλλάξουν, συμπέρανε. Και προσπάθησε να ενστερνιστεί τον παλμό από την Άβυσσο.

    «Ναι, που να πάρει, σώσε με, δεν θέλω να γυρίσω στο σκοτάδι» φώναξε και ένιωσε τα αόρατα πλοκάμια να κουνιούνται γύρω από το κορμί του. Ένιωσε την αόρατη δύναμη να πλαισιώνει τον χώρο. Ένας κεραυνός έπεσε κάπου στο βουνό και μια βαθιά βροντή μούγκρισε. Η Νίκη άφησε την τελευταία της πνοή μέσα στο διαλυμένο Mini Cooper.

    Ο Θέμης Εκατομάτης θα ζούσε και πάλι.

    Φίλοι και Παλιοί Γνωστοί

    1

    Σήμερα

    Ο Μίλτος Καλός γύρισε στο διαμέρισμά του στα Εξάρχεια αργά το βράδυ. Άφησε το δερμάτινο μπουφάν του δίπλα στην πόρτα και το πορτοφόλι του στο κομοδίνο δίπλα από το καθιστικό. Έσυρε το χέρι του στην οθόνη αφής του κινητού και το ξεκλείδωσε. Κοίταξε τις κλήσεις που είχε. Τίποτα σημαντικό. Άνοιξε την τηλεόραση και έπειτα πάτησε το κουμπί του στερεοφωνικού. Η φωνή του Τζόνι Κας ήρθε από τα ηχεία κι ας είχε πεθάνει. Στο σπίτι του Μίλτου ζούσε κάθε μέρα. Στην τηλεόραση έλεγε για τα επεισόδια που είχαν ξεσπάσει πριν λίγη ώρα στο κέντρο. Ήταν και ο λόγος που άφησε την παρέα του και γύρισε σπίτι για να γλυτώσει τη φασαρία ή κάποιο ανεπιθύμητο περιστατικό μέσα στη νύχτα. Το διαμέρισμά του ήταν στον τρίτο όροφο μιας παλιάς πολυκατοικίας. Είχε πολλές αφίσες από ροκ συγκροτήματα και δεκάδες βιβλία και δίσκους. Επίσης είχε φωτογραφίες από τα καλτ περιοδικά που τον είχαν φιλοξενήσει κατά καιρούς, βραβευμένα άρθρα του και βιβλία που είχε γράψει. Αυτά όλα όμως ήταν πίσω τώρα. Στις κάρτες που μοίραζε με το όνομα και την ιδιότητά του, υπήρχε μια ιστοσελίδα και ένα τηλέφωνο. Η ιστοσελίδα ήταν ακόμη ανοιχτή, είχε όλα τα άρθρα και τις εκπομπές που έκανε για δυο χρόνια σε κάτι παρακμιακά κανάλια της Αττικής. Το τηλέφωνό του όμως το είχε αλλάξει και έτσι, αν κάποιος έψαχνε να τον βρει, έπρεπε να στραφεί αλλού.

    Ο ίδιος το είχε ξεκαθαρίσει άλλωστε ότι τα είχε αφήσει όλα αυτά πίσω του. Μυστικισμός, πνεύματα, έρευνες στο μεταφυσικό, απόκρυφες γνώσεις, τα είχε μελετήσει όλα, είχε γράψει για τις έρευνες και τις εμπειρίες του, τα είχε πει και τα είχε ξαναπεί όλα στις εκπομπές του. Τώρα ήταν ένας «αντεργκράουντ μύθος» όπως πολλοί το χαρακτήριζαν.

    Γαλάζια φώτα πέρασαν από τους τοίχους του διαμερίσματος και έπειτα ακούστηκε το περιπολικό που πέρασε από τον δρόμο βιαστικά. Και φαινόταν ωραία βραδιά, σκέφτηκε και πήρε μια μπύρα από το ψυγείο. Στην τηλεόραση με μεγάλα γράμματα έγραφε «ΕΚΤΑΚΤΟ ΔΕΛΤΙΟ» και έδειχναν πλάνα από τα επεισόδια. Νεαροί κουκουλοφόροι που έρχονταν σε σύγκρουση με τις δυνάμεις των ΜΑΤ στα στενά των δρόμων. Ο Μίλτος κάθισε στον δερμάτινο καναπέ του και χάζεψε λίγο τηλεόραση.

    Όταν χτύπησε το τηλέφωνό του είχε σχεδόν πιει όλη την μπύρα του και από τα στερεοφωνικά έπαιζε το Heart of Gold.

    «Εμπρός». Η άλλη μεριά της γραμμής ήταν σιωπηλή. «Εμπρός!» φώναξε ο Μίλτος.

    Ακούστηκαν κάτι περίεργοι ήχοι και μετά η ανάσα μιας γυναίκας.

    «Ο κύριος Καλός;» μίλησε η γυναίκα από την άλλη μεριά.

    «Εξαρτάται ποιος τον ζητεί», πήρε σαν απάντηση.

    Η φωνή της γυναίκας ακουγόταν γέρικη. «Ονομάζομαι Μαρία Κηπουρού, είμαι φίλη της κυρίας Στεφανίας, τη θυμάστε; Πριν πέντε-έξι χρόνια τη βοηθήσατε να έρθει σε επαφή με τον σύζυγό της».

    Ο Μίλτος δεν θυμόταν καμία Στεφανία, θυμόταν όμως ότι εκείνη την περίοδο, μόλις τα βιβλία του σταμάτησαν να πουλάνε, στα περιοδικά δεν ήθελαν άλλα άρθρα του και η εκπομπή του δεν μπορούσε να συνεχίσει, άρχισε να χρησιμοποιεί το χάρισμά του. Όλη του η γνώση γύρω από τον μυστικισμό και τις παράξενες δυνάμεις επιστρατεύτηκαν για τον βιοπορισμό του. Έκανε φθηνά κόλπα υπνωτισμού, καλούσε τα πνεύματα των νεκρών και μπλεκόταν σε τελετές μαγείας. Έβγαζε πολλά λεφτά και κρατούσε χαμηλό προφίλ, πραγματικά χαρισματικός τύπος. Η δυσπιστία των περισσοτέρων για τα όσα ισχυριζόταν πως έκανε, τον κρατούσε επίσης μακριά από ανεπιθύμητα βλέμματα και έτσι, αφού έβγαλε αρκετά χρήματα και βοήθησε κόσμο με τις μεταφυσικές τους περιέργειες, απομακρύνθηκε σε αυτό που ήταν σήμερα. Ένας ακόμη κοινός άνθρωπος.

    «Ναι, τη θυμάμαι», είπε ψέματα στη γριά στο τηλέφωνο.

    «Ε, ωραία. Κοιτάξτε, μου είπε τι κάνατε γι’ αυτήν. Με διαβεβαίωσε πως δεν είστε άλλος ένας κοινός απατεώνας. Έχω χρήματα, σας παρακαλώ αν μπορείτε να με βοηθήσετε».

    Ο Μίλτος δεν απάντησε αμέσως, πήρες μερικές ανάσες και το σκέφτηκε, έπειτα είπε: «Κυρία…»

    «–Κηπουρού».

    «Σωστά, ακούστε κυρία Κηπουρού, πάνε χρόνια από τότε που σταμάτησα να ασχολούμαι με αυτά, δυστυχώς δεν μπορώ να σας βοηθήσω».

    Ακούστηκαν ήχοι από την άλλη μεριά του τηλεφώνου. «Θα σας δώσω τα διπλά χρήματα, μόνο να μιλήσω με τον σύζυγό μου. Μια στιγμή μονάχα, σας ικετεύω». Τώρα η γριά έκλαιγε. «Αυτό που κάνετε είναι μοναδικό».

    Ο Μίλτος τράβηξε το τηλέφωνο από το αυτί του για να μην ακούει το ρουθούνισμα της γριάς που έκλαιγε. «Υπάρχουν και άλλοι που ξέρουν τις επικλήσεις και τις σωστές τελετές, γιατί δεν ψάχνετε κάποιον άλλον; Σας λέω ότι δεν ασχολούμαι πια».

    «Είκοσι χιλιάδες, κύριε Καλέ, στο χέρι, μετρητά, για πέντε λεπτά μόνο μαζί του».

    «Λυπάμαι, κυρία Κηπουρού, δεν ενδιαφέρομαι. Βρείτε κάποιον άλλον», της απάντησε και έκλεισε το τηλέφωνο. Απόρησε πού βρήκε η γριά το τηλέφωνό του, και έπειτα πήγε στο ψυγείο και πήρε μια ακόμη μπύρα. Έριξε μια ματιά στη βιβλιοθήκη του, εκεί που σπάνια και παράξενα βιβλία βρίσκονταν ανάμεσα σε μπεστ-σέλερς και επιστημονικές διατριβές. Για λίγο σκέφτηκε την προσφορά της γυναικάς. Ούτε μία στο εκατομμύριο, είπε από μέσα του και κάθισε ξανά στον αναπαυτικό δερμάτινο καναπέ του.

    Τα επεισόδια συνεχίζονταν μερικά στενά πιο κάτω, μάλλον θα συνεχίζονταν και για το υπόλοιπο βράδυ.

    Το άλλο πρωί ο Μίλτος ξύπνησε στον καναπέ. Στην τηλεόραση απέναντι είχε μια πρωινή ενημερωτική εκπομπή και έξω είχε συννεφιά. Κοίταξε το ρολόι από το κινητό του· ήταν επτά και δέκα, ο ίδιος είχε βάλει ξυπνητήρι επτά και τέταρτο. Είχε πέντε ολόκληρα λεπτά και έτσι έκλεισε για λίγο τα μάτια του. Όταν το ξυπνητήρι χτύπησε ήταν σαν να πέρασαν δευτερόλεπτα. Πότε πέρασαν πέντε λεπτά; αναρωτήθηκε και σηκώθηκε απότομα. Πήγε στο μπάνιο, κατούρησε και έφτιαξε το καστανό μαλλί του έτσι που να είναι χτενισμένο προς τα πίσω, έπλυνε τα μούτρα και φόρεσε μια καθαρή μπλούζα και ένα τζιν. Έπειτα βγήκε από το σπίτι με μια φέτα ψωμί στο χέρι και πήγε προς τη δουλειά. Τον τελευταίο χρόνο δούλευε σαν συντάκτης σε ένα περιοδικό μουσικής. Κάθε μεσημέρι μετά τη δουλειά γυρνούσε στο διαμέρισμά του, μαγείρευε, έτρωγε και ξάπλωνε. Εκείνο το μεσημέρι γύρισε σπίτι του και έφτιαξε έναν καφέ, άνοιξε τον υπολογιστή και μπήκε στην προσωπική ιστοσελίδα του. «ΜΥΣΤΗΡΙΟΥΜ» έγραφε με μεγάλα άσπρα γράμματα μπροστά από ένα μαύρο φόντο. Από κάτω υπήρχε ένα μενού με επιλογές και δεξιά μια φωτογραφία του Μίλτου με ένα σύντομο βιογραφικό. Στις επιλογές είχε τα εξής: Άρθρα - Εκπομπές - Βιβλία - Links.

    Με το βελάκι ο Μίλτος πάτησε την επιλογή Εκπομπές και μια σειρά από νέες επιλογές εμφανίστηκαν από κάτω. Ήταν δεκάδες κουτάκια που έδειχναν τον Μίλτο Καλό πίσω από ένα γραφείο και δίπλα σε κάθε κουτάκι υπήρχε ένας τίτλος. Επεισόδιο 43 - Τα σύμβολα του Λεβιάθαν. Επεισόδιο 68 - Τι είναι το ΘΕΛΗΜΑ, Επεισόδιο 93 - Το εσωτερικό τάγμα του Νταγκόν. Περιηγήθηκε με το ποντίκι αρκετά στη σελίδα. Να πάρει τόση δουλειά και να πάει έτσι στράφι, συμπέρανε μελαγχολικά και έπειτα έκλεισε τη σελίδα.

    Από μακριά, από κάποιο ερημικό νησί του βορείου Αιγαίου, κάποιος παρακολουθούσε επίσης την ιστοσελίδα του Μίλτου Καλού. Διάβαζε όλες τις πληροφορίες και τα άρθρα γύρω από αυτήν την εκκεντρική φιγούρα και σκεφτόταν αν αυτός ο τύπος είναι ο κατάλληλος για τη δουλειά. Ένας παλμός ακουγόταν από κάπου, κοντά και μακριά. Ο Μίλτος καθόταν αμέριμνος στο διαμέρισμά του, δεν πήγαινε το μυαλό του στο τι μπορεί να γινόταν κάπου, όχι και τόσο μακριά. Κάτι που θα τον επηρέαζε και θα τον τραβούσε σαν δύνη σε έναν νέο κόσμο τρέλας και φρίκης.

    2

    Μακριά από τη βουή και τα φώτα της Αθήνας, ψηλά στις άγριες θάλασσες του βόρειου Αιγαίου, υπάρχει ένα νησί που λέγεται Θρόνιδα. Είναι ένα απόμακρο βραχώδες μέρος που δεν έχει την τουριστική φήμη των άλλων νησιών της χώρας. Γύρω από το νησί βγαίνουν ψηλοί βράχοι που φαίνεται να είναι η συνέχεια του ψηλού βουνού στην καρδιά της Θρόνιδας, το Άενο. Το βουνό έχει απότομες πλαγιές και άγρια βλάστηση, οι τρομαχτικοί βράχοι όμως δεν αφήνουν περιθώρια για παραλίες και ευχάριστες ακρογιαλιές. Μοναδικό λιμάνι του νησιού είναι το μικρό χωριό Μαύρη Σκάλα, ένα ψαροχώρι που λεγόταν Σκάλα αλλά μετά από μια πυρκαγιά πριν πολλά πολλά χρόνια πήρε το όνομα Μαύρη Σκάλα λόγω του χρώματος που άφησε στους δρόμους, στα σπίτια και τη γη τριγύρω η πυρκαγιά. Το νησί αυτό είχε την κακοτυχία να φιλοξενεί μια από τις πιο παράξενες οικογένειες, τους Εκατομάτηδες που η καταγωγή τους, όπως ισχυρίζονταν οι ίδιοι, φτάνει πίσω στους Υξώς που λέγανε πως ήρθαν από τη Μικρά Ασία πολλούς αιώνες πριν. Πλέον όλη η οικογένεια έχει χαθεί και είχε μείνει μόνο ο νεαρός Θέμης, που για κακή τους τύχη, λέγανε οι νησιώτες, έζησε μετά από εκείνο το τρομερό ατύχημα που είχε. Εκτός από το μίσος που είχαν οι νησιώτες για αυτήν την οικογένεια λόγω της παράξενης καταγωγής τους και των πεποιθήσεων που είχαν, οι κάτοικοι της Θρόνιδας ζήλευαν κιόλας τους Εκατομάτηδες που είχαν καταφέρει μέσα στα χρόνια να γίνουν η πιο πλούσια οικογένεια του νησιού. Απομονωμένοι στη βορειοανατολική μεριά του νησιού, σε μια περιοχή που λεγόταν Μουριές, είχαν χτίσει το μεγάλο σπίτι τους και διατηρούσαν επιχειρήσεις όπως ξενοδοχεία, ταβέρνες και μερικά ακίνητα στη Χώρα του νησιού, ενώ δικά τους ήταν και μερικά κτήματα που νοίκιαζαν στους λιγοστούς αγρότες του νότιου νησιού. Είχαν ακόμη και μια μεγάλη τράτα, ένα από τα λίγα μεγάλα αλιευτικά του νησιού, που παρά το εμπάργκο που έκαναν οι νησιώτες, κατάφερναν να πουλάν τις ψαριές τους εδώ κι εκεί.

    Όλα αυτά όμως θα παρακμάζανε στα χέρια του Θέμη αν δεν ήταν ο Σίμος Αμπότας, οικονόμος του σπιτιού και υπεύθυνος για τη διαχείριση αυτής της περιουσίας. Ο Σίμος ήταν εξήντα πέντε ετών αλλά είχε δύναμη και αντοχή εικοσάρη. Η οικογένεια του Αμπότα ζούσε σε ένα μικρό σπίτι δίπλα στις Μουριές και δούλευαν από πάντα για τους Εκατομάτηδες. Ο Σίμος νόμιζε ότι θα έχανε τα πάντα μόλις έμαθε για το ατύχημα του Θέμη. Αν πέθαινε και ο τελευταίος Εκατομάτης τι θα γινόταν όλη η περιουσία; Τι θα γινόταν ο Σίμος και η οικογένειά του; Έτσι, ο Σίμος προσωπικά έκανε το παν για να υπηρετήσει όσο καλύτερα μπορούσε τον Θέμη στην ανάρρωσή του. Ο μικρός του γιος βοηθούσε στη συντήρηση του μεγάλου σπιτιού και στην κηπουρική, ενώ η κόρη του Σίμου μαγείρευε και βοηθούσε τον πατέρα της με τις επιχειρήσεις και τις μικροδουλειές του σπιτιού.

    Ο Σίμος κρατούσε στο ένα χέρι του ένα ποτήρι καφέ και στο άλλο ένα πιάτο και ανέβηκε την ξύλινη σκάλα προς τον δεύτερο όροφο, βάδισε τον άδειο διάδρομο με τα παλιά έπιπλα και τις τραβηγμένες κουρτίνες και κατευθύνθηκε προς το δωμάτιο του Θέμη. Το κάποτε γεμάτο ζωή σπίτι ήταν πλέον ήσυχο σαν το μεσημέρι στην εκκλησία. Οι κουρτίνες σε όλα τα παράθυρα ήταν τραβηγμένες και τα δωμάτια του σπιτιού κλειδωμένα. Καθώς βάδιζε προς το δωμάτιο ο Σίμος, άκουσε ένα τρίξιμο, και νόμισε πως μια από τις πόρτες του διαδρόμου άνοιξε. Γύρισε πίσω γεμάτος φόβο για να κοιτάξει, το χέρι του έτρεμε και δεν ήταν από το βάρος. «Θεέ μου, τι κατάντια», μουρμούρισε και περπάτησε βιαστικά και νευρικά, ρίχνοντας κλεφτές ματιές πίσω του προς το δωμάτιο του Θέμη.

    Βρήκε τον τελευταίο Εκατομάτη να κάθεται στο παλιό γραφείο του μπροστά από έναν υπολογιστή, οι καφέ κουρτίνες του δωματίου ήταν και εκείνες τραβηγμένες και το λιγοστό φως ερχόταν από μια λάμπα δίπλα στο κρεβάτι.

    «Σου έφερα να φας κάτι, είσαι όλη μέρα στο δωμάτιο σήμερα, δεν βγήκες καθόλου», του είπε ο Σίμος.

    Ο Θέμης γύρισε και τον κοίταξε με αυτά τα θολά μάτια πίσω από τα γυαλιά του.

    «Έλα να δεις Σίμο, νομίζω βρήκα αυτό που ψάχνουμε», είπε και τον προέτρεψε να πλησιάσει.

    Ο οικονόμος του σπιτιού περπάτησε αργά προς το γραφείο και άφησε το πιάτο και τον καφέ σε μια άκρη. Έπειτα έσκυψε μπροστά στην οθόνη και είδε τα μεγάλα γράμματα. ΜΥΣΤΗΡΙΟΥΜ.

    «Τι είναι αυτό πάλι;» ρώτησε και άκουσε ένα γυναικείο κλάμα από μακριά να διαπερνάει τους τοίχους. Οι δυο τους κοιτάχτηκαν και το αγνόησαν.

    «Αυτός εδώ ο τύπος λέει ότι κάνει εξορκισμούς και τελετές και ό,τι ακριβώς χρειαζόμαστε, είναι, σου λέω, αυτός που ψάχνουμε!»

    Ο Σίμος απλά έδειξε με το δάχτυλό του τη φωτογραφία του Μίλτου Καλού και είπε: «Δεν μου αρέσει αυτός ο τύπος. Θα πέσει φωτιά να μας κάψει Θέμη, αυτό το ξέρω με σιγουριά», έκρινε και έφυγε από το δωμάτιο κλείνοντας την πόρτα πίσω του.

    Ο Εκατομάτης κοίταξε την πόρτα. «Έχει πέσει ήδη γέρο», μουρμούρισε και η φωνή αυτήν τη φορά δεν ακούστηκε σαν του Θέμη, αλλά σαν μια άλλη, πιο σκοτεινή και συνάμα φοβισμένη φωνή.

    3

    Ο Μίλτος Καλός γύρισε αργά το απόγευμα στο σπίτι του. Είχε βγει μετά τη δουλειά με μια κοπέλα που είχε γνωρίσει πρόσφατα για φαγητό και μετά για καφέ. Όταν μπήκε στο διαμέρισμα, ο ήλιος έπεφτε πίσω από τις πολυκατοικίες και οι σκούρες κίτρινες ακτίνες που έτειναν να γίνονται πορτοκαλί, περνούσαν ανάμεσα από τις περσίδες και έπεφταν στον τοίχο και τις αφίσες απέναντι από την τζαμαρία. Είχε αφήσει το παράθυρο της κουζίνας ανοιχτό πριν φύγει, και τώρα το διαμέρισμα ήταν κρύο. Το έκλεισε βιαστικά και άναψε τη θέρμανση. Έπειτα έβγαλε τα ρούχα του και τα τακτοποίησε στην ντουλάπα του, στο υπνοδωμάτιο. Τι μέρα και αυτή, σκέφτηκε και μετάνιωσε που στο τέλος του ραντεβού δεν φίλησε την κοπέλα. Την επόμενη φορά, συλλογίστηκε και χαμογέλασε. Αν υπάρξει επόμενη φορά.

    Πέρασε το απόγευμά του μπροστά στον υπολογιστή και κάποια στιγμή στην οθόνη εμφανίστηκε η ένδειξη πως είχε μήνυμα. Είχε σταλεί μέσω τη διεύθυνσης που είχε στην ιστοσελίδα. Στο θέμα έγραφε απλά «ΕΠΕΙΓΟΝ». Πάτησε με το ποντίκι και άνοιξε το μήνυμα.

    «Κύριε Καλέ,

    Το όνομά μου είναι Θέμης Εκατομάτης, αν γράψετε το όνομά μου σε οποιαδήποτε μηχανή αναζήτησης, θα σας εμφανίσει συνδέσμους που έχουν να κάνουν με δυο ξενοδοχεία που ανήκουν στην οικογένειά μου, και έτσι σε εμένα. Κατάγομαι και ζω στη Θρόνιδα. Δεν ξέρω αν την έχετε ακουστά, αν ψάξετε λίγο ακόμη όμως στις σελίδες που θα εμφανιστούν όταν γράψετε το όνομά μου, θα βρείτε ένα άρθρο μιας τοπικής εφημερίδας για ένα τροχαίο ατύχημα πριν περίπου ενάμιση χρόνο. Σε εκείνο το τροχαίο ήμουν εγώ και η σύντροφος μου, η οποία και δεν επέζησε. Από τότε τα πιο παράξενα πράγματα συμβαίνουν στη ζωή μου και θα ήθελα τη βοήθεια ενός ειδικού και επαγγελματία σε τέτοια λεπτά ζητήματα. Αυτό από κάτω είναι το τηλέφωνό μου. Παρακαλώ επικοινωνήστε το συντομότερο δυνατό μαζί μου για να σας ενημερώσω για όλες τις λεπτομέρειες του ζητήματος, είστε η μόνη μου ελπίδα.

    Εκ των προτέρων ευχαριστώ,

    Θέμης Εκατομάτης».

    O Μίλτος διάβασε ξανά το μήνυμα και έπειτα κούνησε απλά το κεφάλι του. Δεν θα σταματήσουν ποτέ να με πρήζουν. Σηκώθηκε και πήρε το τηλέφωνό του. Το μόνο που τον ένοιαζε ήταν να πάρει τηλέφωνο την κοπέλα που είχε βγει μαζί της νωρίτερα και να τη ρωτήσει αν θα ήθελε να βγούνε ξανά για φαγητό αύριο. Τον Θέμη Εκατομάτη τον είχε ξεχάσει στο επόμενο λεπτό.

    Το τηλέφωνο άρχισε να χτυπάει ξαφνικά στο χέρι του και για μια στιγμή ο Μίλτος νόμισε ήταν η κοπέλα. Το σήκωσε και απάντησε.

    Τα νέα δεν ήταν καλά. Ο διευθυντής του περιοδικού έπαιρνε όλο το προσωπικό εκείνο το απόγευμα και τους ενημέρωνε να μην πάνε αύριο στο γραφείο. «Μας κλείνουν, η τράπεζα μας έβαλε λουκέτο. Αυτό ήταν παιδιά, χάρηκα για όλα και σας ευχαριστώ», εξηγούσε λιτά σε κάθε έναν από τους υπαλλήλους.

    Ο Μίλτος άφησε το τηλέφωνο στο τραπέζι της κουζίνας και κοίταξε έξω που νύχτωνε. «Σκατά…» είπε με έναν παραπονετικό τόνο. Και μερικά λεπτά αργότερα το τηλέφωνο χτύπησε ξανά.

    «Ναι», απάντησε υποτονικά.

    «Μίλτο, ο Τάκης είμαι, τα έμαθες;»

    «Τα έμαθα…»

    «Μαλακία ρε συ, από που έσκασε αυτό τώρα;»

    Ο Μίλτος πήρε μια ανάσα πρώτα και κοίταξε έξω τον δρόμο και τα αυτοκίνητα. «Δεν έχω ιδέα Τάκη, αλλά δεν με ξάφνιασε και τόσο».

    «Κοίτα απόψε είπαμε με τα παιδιά να μαζευτούμε στο Χίτσκοκ, να πιούμε κανένα ποτάκι και να το συζητήσουμε. Ίσως είναι η τελευταία φορά που θα ξαναείμαστε όλοι μαζί. Τι λες, είσαι μέσα;»

    Ο Μίλτος το σκέφτηκε για λίγο. «Ναι, εντάξει, τι ώρα;»

    Στο μπαρ είχε κόσμο, βουητά,

    Enjoying the preview?
    Page 1 of 1