Discover millions of ebooks, audiobooks, and so much more with a free trial

Only $11.99/month after trial. Cancel anytime.

Χοίροι Στον Παράδεισο: Το Πιο Αλλοπρόσαλλο Παραμύθι
Χοίροι Στον Παράδεισο: Το Πιο Αλλοπρόσαλλο Παραμύθι
Χοίροι Στον Παράδεισο: Το Πιο Αλλοπρόσαλλο Παραμύθι
Ebook1,124 pages12 hours

Χοίροι Στον Παράδεισο: Το Πιο Αλλοπρόσαλλο Παραμύθι

Rating: 0 out of 5 stars

()

Read preview

About this ebook

Το μυθιστόρημα Χοίροι στον Παράδεισο είναι σατιρικό, πολιτικό, λογοτεχνικό και χιουμοριστικό. Ο υπότιτλος ‘το πιο αλλοπρόσαλλο παραμύθι’ αναδεικνύει την αξία του και ως άσκηση ελευθερίας της έκφρασης και κριτικής της θρησκείας και της πολιτικής, κυρίως του Αμερικανικού ευαγγελικαλισμού (American Evangelicalism). Συνολικά, το Χοίροι στον Παράδεισο είναι θαυμάσιο και διασκεδαστικό μυθιστόρημα για όλους, κάθε ζωντανό και νορμάλ άνθρωπο.

Όταν η Μπλέιζ γεννά τη Λίζι, το ‘κόκκινο μοσχάρι’ σε μια φάρμα στο Ισραήλ, οι μάζες συρρέουν στην περιοχή για να μαρτυρήσουν το θαύμα που θα επιφέρει την επιστροφή του Μεσσία, και μαζί με αυτόν και την καταστροφή του κόσμου. Όταν η υπόσχεση του τέλους έρχεται στο τέλος της, και το κόκκινο μοσχαράκι είναι πια βρώμικο, ανάξιο της αιματηρής θυσίας, οι πιστοί απ’ όλον τον κόσμο είναι αποκαρδιωμένοι. Μέχρι τότε, όμως, δύο ευαγγελικοί υπουργοί, αντιπρόσωποι μιας μεγάλης Αμερικανικής ενορίας, είναι μάρτυρες των συμβάντων. Στο εντωμεταξύ, ο Πάπας ο Φιλάνθρωπος απαλλάσσει τους Εβραίους, τραγουδάει καραόκε με τον Ραβίνο Ράτσινγκερ, και ο κάπρος Μπέρκσαϊρ, ο οποίος είναι και ο Μεσσίας, σερβίρεται στο μυστικό δείπνο. Ώστε να μην ξεπεραστούν, οι προτεσταντικοί υπουργοί διοργανώνουν μια Χριστουγεννιάτικη εκδήλωση, και λίγο πριν επιβιβαστούν στο πλοίο για να πλεύσουν προς την Αμερική, ο Μελ το μουλάρι γίνεται ο Πάπας ο Μεγαλοπρεπής, με αστραφτερά λευκά λινά, αρχιερατικό σταυρό και δερμάτινες κόκκινες παπικές παντόφλες. Στην Αμερική, τα ζώα μεταφέρονται σε όλη τη χώρα και καταλήγουν στη Γουίτσιτα του Κάνσας, πάνω στην ώρα για την παρέλαση των Παθών του Κυρίου. Όταν φτάνουν επιτέλους στον τελικό προορισμό τους, μια Χριστιανική φάρμα, επτά τηλεοράσεις που συνήθως είναι συντονισμένες να δείχνουν εκκλησιαστικά κηρύγματα εικοσιτέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο αντικαθιστώνται με σκηνές από ένα στάβλο ενός αληθινού τσίρκου. Μετά από ένα χρονικό διάστημα, και χωρίς να μπορούν να αντέξουν άλλο, τα ζώα διώχνουν τον Μελ από το στάβλο, και ο Στάνλεϊ, ο Άντρακλας Στάνλεϊ, ο μαύρος Βελγικός επιβήτορας των θρύλων (ναι, ο ίδιος!) δίνει μια κλοτσιά στις οθόνες για να επιτευχθεί μια σύντομη στιγμή ησυχίας, μια ευκαιρία για γαλήνη και ηρεμία, όσο μικρή κι αν είναι.
LanguageΕλληνικά
PublisherTektime
Release dateJul 2, 2024
ISBN9788835462033
Χοίροι Στον Παράδεισο: Το Πιο Αλλοπρόσαλλο Παραμύθι

Related to Χοίροι Στον Παράδεισο

Related ebooks

Related categories

Reviews for Χοίροι Στον Παράδεισο

Rating: 0 out of 5 stars
0 ratings

0 ratings0 reviews

What did you think?

Tap to rate

Review must be at least 10 words

    Book preview

    Χοίροι Στον Παράδεισο - Roger Maxson

    COPYRIGHT

    Τίτλος: Χοίροι στον Παράδεισο

    Υπότιτλος: το πιο αλλοπρόσαλλο παραμύθι

    Συγγραφέας: Roger Maxson

    Πρώτη Έκδοση

    Έτος Έκδοσης: 2021

    ISBNs EPUB: xxxxxxxxxxxxx

    Εκδότης: Tektime

    Σχεδιασμός Εξωφύλλου: Adam Hay Studio

    Άρθρα Πνευματικής Ιδιοκτησίας

    Με την επιφύλαξη παντός δικαιώματος

    Όλα τα δικαιώματα διατηρούνται. Δεν επιτρέπεται η αναπαραγωγή, αποθήκευση ή προώθηση μέρους ή μερών της παρούσας δημοσίευσης με οποιονδήποτε τρόπο, ηλεκτρονικά, μηχανικά, με εκτύπωση, ηχογράφηση, σάρωση ή με άλλον τρόπο χωρίς τη χειρόγραφη συγκατάθεση του εκδότη. Είναι παράνομη η αντιγραφή του παρόντος βιβλίου, η ανάρτησή του σε ιστότοπο ή η διανομή του χρησιμοποιώντας άλλα μέσα χωρίς αδειοποίηση.

    Μυθιστόρημα

    Το παρόν μυθιστόρημα είναι αποκλειστικό δημιούργημα φαντασίας. Τυχόν ονόματα, χαρακτήρες και περιστατικά που παρουσιάζονται σε αυτό είναι έργα της φαντασίας του συγγραφέα.  Οποιεσδήποτε ομοιότητες με αληθινά πρόσωπα, ζωντανά ή μη, συμβάντα ή τοποθεσίες είναι εξ ολοκλήρου συμπτωματικές.

    Ηθικά Δικαιώματα

    Ο Roger Maxson διακηρύσσει το ηθικό δικαίωμα να αναγνωρίζεται ως συγγραφέας αυτού του έργου.

    Υλικό Εξωτερικών Πηγών

    Ο Roger Maxson δε φέρει ευθύνη για τη διατήρηση ή και ακρίβεια των URL εξωτερικών ή τρίτων διαδικτυακών ιστοτόπων που αναφέρονται στην παρούσα έκδοση και δεν εγγυάται ότι το περιεχόμενο των ιστοσελίδων αυτών είναι, θα είναι και θα παραμείνει ακριβής ή κατάλληλο.

    Επωνυμίες

    Χρησιμοποιούνται συχνά επωνυμίες από επιχειρήσεις για τη διάκριση των προϊόντων τους με τη χρήση εμπορικών σημάτων. Όλα τα επώνυμα ονόματα και ονομασίες προϊόντων που χρησιμοποιούνται στο παρόν βιβλίο και στο εξώφυλλο είναι εμπορικά ονόματα, σήματα υπηρεσιών, εμπορικά σήματα και καταχωρημένα εμπορικά σήματα των αντίστοιχων ιδιοκτητών. Οι εκδότες και το βιβλίο δε συνδέονται με κανένα προϊόν ή προμηθευτές που αναφέρονται στο περιεχόμενο του παρόντος. Καμία από τις επιχειρήσεις στις οποίες γίνεται αναφορά δεν έχει εγκρίνει το παρόν βιβλίο.

    Επιπρόσθετα Άρθρα

    Τα παρακάτω χρησιμοποιούνται υπό δίκαιη χρήση: ‘Nobody Loves Me but My Mother’ του Ράιλι Μπ. Κινγκ, ‘If I Had a Hammer’ του Πιτ Σίγκερ, ‘Danke Schoen’ με τους Αγγλικούς στίχους του Μιλτ Γκέιμπλερ, ‘I’m Henry the VIII, I am’ από τον Ρόμπερτ Πάτρικ  Γουέστον. Τραγούδια του Ευαγγελίου (γκόσπελ) ελευθέρας χρήσεως ή μη καταχωρημένα: ‘I’ve Got That Joy, Joy, Joy Down in my Heart,’ ‘I’ll Fly Away,’ και ‘Bringing in the Sheaves.’ Τέλος, μικρές αναφορές στο τραγούδι ‘Imagine’ του Τζον Λένον.

    Για την Chloe

    Γιατί είναι λάθος η παρώθηση έντονης αντιπάθειας μιας θρησκείας εφόσον οι δραστηριότητες και τα διδάγματά της είναι τόσο εξωφρενικά, παράλογα ή και καταχρηστικά των ανθρώπινων δικαιωμάτων, που αξίζουν να αντιπαθούνται έντονα;

    Ρόουαν Άτκινσον

    Πρόλογος

    Έπειτα από εννιά χρόνια συγγραφής του βιβλίου Χοίροι στον Παράδεισο, τέσσερα χρόνια έρευνας, τρόμου και φόβου αποτυχίας, αποφάσισα να αυτοεκδόσω, διότι δεν ήθελα να καθυστερήσω άλλο την άμεση ικανοποίηση και την επιτυχία εν μια νυκτί. Ένας ακόμα λόγος να αυτοεκδόσω ήταν επειδή ήθελα να εκδόσω το δικό μου βιβλίο, εκείνο που έγραψα.

    Χοίροι στον Παράδεισο, το πιο αλλοπρόσαλλο παραμύθι, είναι μια πολιτική σάτιρα, αστεία και λογοτεχνική επίσης, κατ’ εμέ. Εάν σας φαίνεται κάπως εκτενής, υπάρχει λόγος γι’ αυτό. Είναι μια άσκηση της ελευθερίας της έκφρασης, και της απελευθέρωσης από τη θρησκεία· μια κριτική της θρησκείας μέσα στην πολιτική, συγκεκριμένα του Αμερικανικού Ευαγγελικού Χριστιανισμού. Η ιδέα για το μυθιστόρημα ξεκίνησε να διαμορφώνεται το 2007. Με επιρροές από τη Φάρμα των Ζώων του Τζώρτζ Όργουελ, βρήκα την αποστολή μου, ή μάλλον εκείνη με βρήκε.

    Το να θρησκεύει κανείς είναι μια κατάσταση επιλεγμένη για το άτομο από τη γέννησή του, πριν υπάρξει η επιλογή ή εναλλακτική για το παιδί. Δε γελοιοποιώ τους θρησκευόμενους ανθρώπους, καθεαυτούς. Πράττω προς τους θρησκευτικούς ηγέτες, όμως, όπως αυτοί πράττουν στους άλλους, και περνάω καλά στην πορεία.

    Η θρησκευτική ταμπέλα του καθενός είναι επιλεγμένη. Πολύ συχνά, αυτή η ταμπέλα εξαρτάται ποια θα είναι από τον τόπο γέννησης. Εάν κάποιος είναι γεννημένος στην Ινδία, είναι λογικό να υποθέσουμε ότι το συγκεκριμένο άτομο θα είναι Ινδουιστής. Παρομοίως, κάποιος που γεννιέται στο Πακιστάν θα είναι κάτι άλλο.

    Στην άπιστη Δύση, υπάρχει ποικιλία θρησκευτικών επιλογών. Στις Ηνωμένες Πολιτείες υπάρχουν Προτεσταντικές θρησκευτικές κοινότητες, εκκλησίες Βαπτιστών στο βορρά και το νότο, Πρεσβυτεριανοί, Λουθηρανοί, Μεθοδιστές και Επισκοπικοί. Υπάρχει ένας κοντινός ξάδερφος, η Καθολική εκκλησία, και ας μην ξεχάσουμε τους Μορμόνους από την Εκκλησία του Ιησού Χριστού των Αγίων των Τελευταίων Ημερών (Church of the Latter-Day Saints of Jesus). Ο ανταγωνισμός είναι καλός, με κάθε κατηγορία και ομάδα να μισεί η μία την άλλη. Υπάρχει ένα επείγον ζήτημα μεταξύ των Καθολικών κληρικών της Αμερικής. Οι Επίσκοποι είναι διχασμένοι καθώς σκέφτονται εάν ο Αμερικανός Καθολικός πρόεδρος μπορεί να κοινωνήσει λόγω της θέσης του για τις αμβλώσεις. Ποιός νοιάζεται; Εγώ πάντως όχι. Αυτοί οι ρασοφόροι άνθρωποι γεράζουν, φθείρονται, γίνονται ασήμαντοι, όπως συμβαίνει με όλες τις θρησκείες του σήμερα. Ευτυχώς.

    Σήμερα γεννιούνται περισσότεροι «μηδενιστές» απ’ ότι αναγεννώνται «μοναχές». Περισσότεροι «μηδενιστές» σε περισσότερες μη-θρησκευόμενες οικογένειες σημαίνει ελπίδα, μια υπόσχεση ότι μας περιμένει κάτι καλό. Καθώς περισσότεροι νέοι «μηδενιστές» ανέρχονται σε θέσεις πολιτικής ιεραρχίας, θα σώζουν τον κόσμο από αυτήν την πορεία της αυτοκαταστροφής των όπλων, της απληστίας, της κλιματικής αλλαγής ή τυχόν μιας υπόσχεσης και προσευχής για μια καλύτερη μεταθανάτια ζωή. Μέχρι τότε, όμως, έχουμε ό,τι έχουμε και πρέπει να κάνουμε όλα όσα μπορούμε για να αποκρούσουμε το κακό που έχει επιφέρει η θρησκευτικότητα, ή μάλλον, η γελοιότητα.  Ελπίζω να έδωσα ένα μικρό ερέθισμα, και όλα να πάρουν την πορεία τους από εδώ και πέρα. Τί είναι ένα παραμύθι; Ζώα που μιλάνε. Τί είναι αλλοπρόσαλλο; Ζώα που μιλάνε και οδηγούνται στη θρησκεία.

    Roger Maxson

    Βιβλίο Πρώτο

    1

    Πάνω στη Λεωφόρο 61

    Σε μια Ισραηλινή φάρμα πάνω στα Αιγυπτιακά σύνορα, μια Τζέρσι αγελάδα γέννησε κάτι που έμοιαζε με ένα κόκκινο μοσχαράκι.  Μουσουλμάνοι από το χωριό που δέσποζαν πάνω από την Ισραηλινή φάρμα φώναζαν κι έδειχναν με μεγάλη αναστάτωση. Μερικοί άντρες κρατούσαν τα κεφάλια τους ενώ οι υπόλοιποι έστριβαν τα χέρια τους αγχωτικά, αναστέναζαν κι έτρεχαν πέρα δώθε. Το κάλεσμα για τις απογευματινές προσευχές εισακούστηκε.

    Εντωμεταξύ, στην Ισραηλινή πλευρά, κυριαρχούσε απόλυτη ησυχία σε όλο το πεδίο και μια συλλογική αναπνοή πάρθηκε, ακολουθούμενη από έναν χείμαρρο ανθρώπων που έσπευδαν στη φάρμα μόλις νότια του Κερέμ Σαλόμ για να δουν τι θα μπορούσε να ήταν εκείνο το θαύμα που σιγουρότατα θα έφερνε τον Μεσσία και μαζί με αυτόν το τέλος του κόσμου. Εβραίοι και Χριστιανοί μαζεύτηκαν όλοι γύρω από την περίφραξη του κτήματος από τις αντίστοιχες μεριές τους και αναλόγως ποιός ήταν ο καθένας. Αλλά και ανεξάρτητα από το τι ήταν, Χριστιανοί ή Εβραίοι, όλοι ήταν εκτός εαυτού από την συγκίνηση.

    Ένας ορθόδοξος Εβραίος χοροπήδησε από τη χαρά του και τραγούδησε κάπως αμετροεπώς, «Σωθήκαμε! Έρχεται το τέλος του κόσμου». Έπειτα, έλεγξε τον εαυτό του και το καπέλο του. 

    Ο Στάνλεϊ, ο μαύρος Βελγικός επιβήτορας, τριπόδισε έξω από το στάβλο. Αναρωτιόταν προς τι ήταν όλος εκείνος ο ενθουσιασμός. Είδε τους ανθρώπους να μαζεύονται στον φράχτη του οικοπέδου, γυναίκες και άντρες, ακόμη και παιδιά αυτή τη φορά. «Τί συμβαίνει»; ρώτησε. «Εάν νομίζουν ότι θα τους δώσω κι άλλη παράσταση, είναι γελασμένοι».

    «Δεν είναι εδώ για ‘σένα», είπε η Πραλίν, αρχηγός της ράτσας Λουζάιν. Εκείνη και η Μόλι προσπαθούσαν να βοσκήσουν ενώ τα μικρά τους θήλαζαν από αυτές, και οι δύο νέες μητέρες, με τη Μόλι, το Μπόρντερ Λέστερ, περήφανη μητέρα διδύμων.

    «Τι στο— τέλος πάντων», απάντησε και τριπόδισε παραπέρα να βοσκήσει κάτω από τα ελαιόδεντρα.

    Στο μέσον του βοσκότοπου, κάτω από τον ήλιο, το Θεό και τον Παράδεισο, η αγελάδα Τζέρσι θήλαζε τον νεογνό μόσχο της. Δεν ήταν ένας συνηθισμένος μόσχος, αλλά ένα πραγματικά κόκκινο πλασματάκι που θήλαζε από τις θηλές μιας απλής Τζέρσι. 

    «Είναι θαύμα», αναφώνησε κάποιος. «Καλέστε το Ραβίνο, κάποιος». 

    «Σας παρακαλώ, κάποιος, οποιοσδήποτε, καλέστε το Ραβίνο Ράτζινγκερ για να επαληθεύσει αυτό το θαύμα της γέννησης».

    Με όλη την προσοχή στραμμένη στο νεογνό της Μπλέιζ, εκείνη γύρισε στον Μελ. «Μελ, τί συμβαίνει; Γιατί είναι μαζεμένοι όλοι αυτοί οι άνθρωποι εδωπέρα και γιατί ασχολούνται τόσο πολύ με τη Λίζι; Δε νοιώθω άνετα με αυτό, Μελ. Μελ, τί σημαίνει όλο αυτό»;

    Ο Μελ, ένας παπάς-μουλάρι, διαβεβαίωσε την Μπλέιζ ότι δεν είχε να ανησυχεί για τίποτα. Το νεογνό μοσχαράκι της ήταν όντως πάρα πολύ ξεχωριστό. Ένα δώρο από το Θεό, και από εδώ και πέρα θα της συμπεριφέρονταν σαν βασίλισσα. «Όσο ζει η μικρή σου δαμαλίδα, θα παραμένει ξεχωριστή και θα της συμπεριφέρονται κατ’ αυτόν τον τρόπο Εβραϊκοί και Χριστιανικοί πληθυσμοί σε όλο τον κόσμο, και όλοι οι άνθρωποι του πλανήτη μια μέρα θα γνωρίσουν και θα βιώσουν την ύπαρξή της».

    Από όλο τον κόσμο ερχόντουσαν ορδές από ΜΜΕ να ντοκουμεντάρουν το γεγονός, στήνοντας εξοπλισμούς κάμερας για να τραβήξουν αυτό που, έπειτα από την επιβεβαίωση του Ραβίνου ή της επιτροπής του, θα είναι η επίσημη ανακοίνωση και διακήρυξη της γνησιότητας του μόσχου. Η Fox News της Αμερικής βρισκόταν στο χώρο, έτοιμη να ξεκινήσει ζωντανή μετάδοση.

    Ο Τζούλιους, ο μη-μεταναστευτικός παπαγάλος, μαζί με άλλα δύο κοράκια, τους Εζεκιήλ και Ντέιβ, παρακολουθούσαν καθώς ξετυλίγονταν τα γεγονότα από τη σκιά ενός μεγάλο ελαιόδεντρου τοποθετημένο στο κέντρο του βοσκότοπου. Η Μόλι και η Πραλίν έβοσκαν κοντά στις κλιμακωτές πλαγιές, με τα νεαρά τους αρνάκια να παραμένουν κοντά στο πλευρό τους.

    «Φαντάζομαι πως η Μόλι θα πεινάει αρκετά τώρα που πρέπει να παρέχει για τρεις», είπε ο Μπίλι Στ. Κυρ, ένας Ανγκορά τράγος, στον Μπίλι Κιντ, έναν γεροδεμένο καφέ με ξανθό Μποέρ τράγο.

    «Ναι, υποθέτω πως είναι», απάντησε ο Μπίλι Κιντ σαν να τον ένοιαζε καθώς ροκάνιζε ένα κίτρινο χαμόδεντρο.

    «Τζούλιους», είπε ο Ντέιβ, «τί γίνεται εδωπέρα; Τί είναι ολ’ αυτά»;

    «Επίτρεψέ μου να σου εξηγήσω ενώ ξετυλίγονται όλα μπροστά στα μάτια σου. Πολύ φοβάμαι ότι δε θα το πιστέψεις, αλλά ας ξεκινήσω. Είναι ένα παραμύθι της πιο αλλοπρόσαλλης φάρας. Τα καλά νέα είναι ότι έχουμε τρεις εβδομάδες να μαζέψουμε τα μπογαλάκια μας για τον Αρμαγεδδών. Τα κακά νέα είναι ότι δε θα έχουμε που να πάμε, γιατί ο Αρμαγεδδών θα φέρει μαζί του το τέλος του γνωστού έως τώρα κόσμου. Αυτό, τουλάχιστον, είναι το σχέδιο».

    «Λυπάμαι», μίλησε ο Εζεκιήλ. «Τί είπε αυτός»;

    «Κάτι για ένα παραμύθι», αποκρίθηκε ο Ντέιβ.

    «Μου αρέσουν τα παραμύθια».

    «Αμφιβάλλω ότι θα σου αρέσει το συγκεκριμένο», είπε ο Ντέιβ.

    «Πριν φτάσουμε στο ‘και πεθάναν όλοι καλά, κι εμείς επίσης’», συνέχισε ο Τζούλιους, «θα χρειαστεί πρώτα να περιμένουμε να δούμε έαν εκείνη εκεί είναι άξια του θυσιαστικού, αιματοκυλιστικού, τελετουργικού αθλήματος. Εντωμεταξύ όμως, κανείς δεν πρέπει να συμπεριφέρεται σε αυτό το θηρίο σαν βάρος. Δε θα έλεγα στην Μπλέιζ βέβαια, εάν ήμουν στη θέση σου, το μέρος όπου κόβουν το λαιμό του κακόμοιρου».

    Η Μπλέιζ πήρε το μοσχαράκι της από το καταφύγιο του στάβλου, μακριά από τα εκνευριστικά πλήθη θεατών.

    Όταν ο Ραβίνος Ράτζινγκερ και τα μέλη της εκκλησίας του κατέφθασαν, ήταν καλά προετοιμασμένοι αυτή τη φορά, οπλισμένοι με ομπρέλες. Πολλοί πίστευαν ότι αυτό ήταν ένα προληπτικό μέτρο προστασίας από τον ήλιο. Ωστόσο, ξέρανε καλύτερα το λόγο ο Τζούλιους και τα κοράκια. Ένα μέλος της εκκλησίας κρατούσε μια ομπρέλα πάνω από τον Ραβίνο όταν εισήλθαν στο χώρο του στάβλου.  Ο Ραβίνος Ράτζινγκερ έγνεψε, αναγνωρίζοντας τον Μπρους, και σταμάτησε. Είπε, «Έχεις κάνει μεγάλη θυσία για την ανθρωπότητα και σου δόθηκε μια ευκαιρία να το κάνεις σωστά. Σε ευχαριστώ, κ. Ταύρε». Ένα μέλος της ομάδας του ψιθύρισε στο αυτί του. «Α, ναι, φυσικά. Σε ευχαριστώ, κ. Στιρ. Έκανες ένα μεγάλο καλό πριν κάνεις ένα μεγάλο κακό. Μυστήριες είναι οι βουλές του Κυρίου».

    Τα κοράκια είχαν τον Τζούλιους. Για τους υπόλοιπους, υπήρχε μόνο ο Ραβίνος Ράτζινγκερ.

    Ως προς τον Ραβίνο, «Να φροντίσετε να της δώσετε μια άνετη και χαρούμενη ζωή. Να μην τη βάλετε κάτω από το ζυγό της δουλειάς, διότι δε θα είναι πια άξια. Να της γυαλίζετε τα νύχια.  Δώστε της ένα κρεβάτι να ξαποστάσει το όμορφο άψογο κεφάλι της, κι ένα χωράφι τριφυλλιού.  Πρέπει να προστατεύεται και να φροντίζεται.  Τώρα θα εξετάσω τον νεαρό μόσχο, και σε τρία χρόνια θα επιστρέψω να την επανεξετάσω.  Εάν μέχρι τότε έχει παραμείνει άθικτη και αμόλυντη, θα είναι πραγματικά άξια των τελετουργιών κάθαρσης που απαιτούνται για το άνοιγμα του δρόμου για τον Μεσσία.  Δεν πρέπει να υπάρχει στίγμα άσπρων, μαύρων ή καφέ τριχών πάνω στο σώμα και στην ουρά αυτής της δαμαλίδας. Να θυμάστε, πρέπει να παραμείνει καθαρό κόκκινο το μοσχάρι για να πετύχουν οι τελετουργίες κάθαρσης, ώστε να κριθούμε και πάλι άξιοι να ανέβουμε τα σκαλιά του Ιερού Όρους και να εισέλθουμε στο ναό του Αγίου των Αγίων.  Εφόσον, προφανώς, καταστρέψουμε πρώτα το τζαμί και ανοικοδομηθεί ο ιερός ναός.

    Επομένως, σε τρία χρόνια, θα βρεθεί και το αγόρι με την αγνή καρδιά.  Τον έχουμε ήδη, ζει σε έναν κόσμο από πορσελάνη.  Ένα αγόρι αψεγάδιαστο, αλέρωτο.  Θα παραμείνει παρθένος.  Όχι μόνο αυτό, αλλά ο σπόρος του δε θα σπαταληθεί στο χώμα.  Διότι όταν έρθει στην ηλικία που μπορεί να μολύνει τον εαυτό του, θα του φορεθούν ειδικά γάντια σχεδιασμένα να τον κρατήσουν αγνό.  Εάν αποφασίσει να μολύνει τον εαυτό του, θα τον χτυπήσει ένα κύμα ηλεκτρισμού σαν σημάδι από το Θεό, λες και είναι κεραυνός.  Μη φοβάστε, ωστόσο, διότι το αυτό το κύμα ηλεκτρισμού είναι πολύ λιγότερο δυνατό από του Θεού τον κεραυνό.  Με το που ολοκληρώσει το αγόρι την αποστολή του Θεού, δηλαδή να σχίσει το λαιμό του κόκκινου μόσχου, θα του οργανώσουμε ένα μεγάλο Μπαρ Μίτζβα».

    Από τους κλάδους του ελαιόδεντρου, ο Τζούλιους με τα κοράκια εύχονταν να μην είχαν έρθει με εκείνες τις ομπρέλες ο Ραβίνος με την ομάδα του. 

    Ο Ραβίνος μπήκε μέσα στο στάβλο, και τα πλήθη κράτησαν την ανάσα τους συλλογικά.  Όταν επανεμφανίστηκε, ο Ραβίνος είπε ότι ήταν άξια της τρίχρονης επαγρύπνησης, και οι άνθρωποι ξεφύσησαν, ζητωκραύγασαν και χειροκρότησαν.  Κάποιοι λιποθύμησαν, ενώ άλλοι έκλαιγαν από τη χαρά τους.

    Καθώς προετοιμαζόταν να αποχωρήσει από τη στάνη, και κατ’ επέκταση από τη φάρμα, ο Ραβίνος Ράτζινγκερ προσέγγισε τον πρώην ταύρο Σίμπρα.  Μίλησε ο Ραβίνος μια ακόμη φορά για να τον ακούσουν όλοι, «Έκανε μεγάλη θυσία, κι έχει υποφέρει πολύ για τους ανθρώπους του Ισραήλ, και όλους τους ανθρώπους της ανθρωπότητας.  Τώρα, σε τρία χρόνια, και χωρίς ψεγάδι, αυτό το κόκκινο μοσχάρι θα θυσιαστεί από το χέρι του αγνού αγοριού όταν της σχίσει το λαιμό και μας κάνει όλους άξιους να ξαναχτίσουμε τον τρίτο ναό που θα φέρει τον Μεσσία και που θα καταστρέψει τη γη, ώστε να ζήσουμε όλοι ξανά σαν μέσα σε ένα παραμύθι ευτυχισμένου τέλους, για πάντα».  Τα πλήθη κραύγαζαν, κάποιοι απ’ αυτούς λιποθυμούσαν λόγω του έντονου ενθουσιασμού και της θερμοκρασίας.

    «Τώρα, σε εμένα τουλάχιστον, αυτό βγάζει απόλυτη και τέλεια λογική», είπε ο Τζούλιους.  «Αυτό θα έλεγα κι εγώ».

    Ο Μελ μπήκε μέσα στον αχυρώνα και βρήκε την Μπλέιζ με το νεογνό της μέσα στο στάβλο.  «Είναι απαραίτητο να καταλάβεις ότι όσο ζει η δαμαλίδα, τίποτα δε θα το πειράξει».

    «Την», διόρθωσε η Μπλέιζ.  «Δεν είναι ‘το’».

    «Φυσικά, δεν ήθελα να σε προσβάλλω, καλή μου», είπε ο Μελ.  «Δεν είναι ‘το’, όπως λες. Είναι, παρ’ όλ’ αυτά, ένα κόκκινο μοσχάρι, κι ως εκ τούτου, το νέο κορίτσι-της-στιγμής του  πολιτισμένου κόσμου».

    ***

    Στο μεσοδιάστημα, γυρνώντας πίσω στην αρχή, ή τουλάχιστον σε μια χρονική στιγμή πριν εξελιχθούν τα παραπάνω γεγονότα.

    2

    Ένας Διαπεραστικός Δρόμος

    Από τη σοφίτα του δυόροφου τσιμεντολίθινου αχυρώνα πέταξαν δύο κοράκια και προσγειώθηκαν στα κλαδιά ενός μεγάλου ελαιόδεντρου στο κέντρο του βοσκότοπου.  Ο βοσκότοπος ήταν μέρος ενός μοσάβ σαράντα-οχτώ εκταρίων στο Ισραήλ που συνόρευε με την Αίγυπτο και την Έρημο Σινά. Βρισκόταν μόλις λίγα χιλιόμετρα νότια του Κερέμ Σαλόμ, επομένως δεν ήταν μακριά από τη Συνοριακή Διέλευση Ραφάλ, ανάμεσα στη Λωρίδα της Γάζας και την Αίγυπτο.  Το μοσάβ σαράντα-οχτώ εκταρίων, ή εκατόν δεκαοχτώ στρεμμάτων, έμοιαζε με όαση μέσα στην άγονη έρημο, με τα ελαιόδεντρα και τα χαρουπόδεντρά του, τους λεμονόκηπους, τον πρασινο-καφέ βοσκότοπο και τις σοδειές που χρησιμοποιούνταν ως χορτονομή για τα ζώα.  Στο βοσκότοπο σημάδευαν το τοπίο γουρούνια, που έβοσκαν πάνω στο καφε-πράσινο γρασίδι και ξάπλωναν πάνω στις βρεγμένες χωμάτινες όχθες μιας λίμνης, η οποία τροφοδοτούνταν από ένα υπόγειο σύστημα φίλτρων νερού που διένειμε το νερό σε αυτό αλλά και σε άλλα μοσάβια.

    Ο Εζεκιήλ και ο Ντέιβ κάθονταν φωλιασμένοι, κρυμμένοι μέσα στα κλαδιά ενός μεγάλου ελαιόδεντρου.  Λέει ο Εζεκιήλ, «Μια μέρα όπως και αυτή, μπορεί κανείς να κοιτάει για πάντα».

    «Αμμόπετρα, μέχρι τον ορίζοντα», μίλησε ο Ντέιβ. 

    «Ωχ, κοίτα. Ένας σκορπιός. Θέλεις»; Ρώτησε ο Εζεκιήλ.

    «Όχι, ευχαριστώ, έχω φάει.  Και ούτως ή άλλος, αμφιβάλλω εάν θέλει και πολύ να είναι το απογευματινό μου γεύμα».

    «Έχεις τόση εμπάθεια για τα κατώτερα πλάσματα από εμάς».

    «Με γεμάτο στομάχι, χωράω λίγη εμπάθεια», είπε ο Ντέιβ.  «Όταν είμαι άδειος, όχι τόσο».

    «Είσαι πάντα γενναιόδωρος στα ζώα της φάρμας».

    «Εμ, ναι, εμπάθεια για τα κατώτερα ζώα δεν είπαμε»;

    Ενώ τα οικόσιτα ζώα της φάρμας έβοσκαν στο βοσκότοπο, δύο ράτσες αρνιού, κατσίκες, η αγελάδα Τζέρσι και μια φοράδα, τα άλλα ζώα, κυρίως τα γουρούνια, έβρισκαν καταφύγιο από τον μεσημεριανό ήλιο μακριά από τα εκνευριστικά κοπάδια, σμήνη και μπουλούκια, ξαπλώνοντας στις όχθες της λίμνης με σχετική γαλήνη.  Ένας δρόμος οδηγούσε βόρεια και νότια, χωρίζοντας το μοσάβ στη μέση, και από αυτή τη μεριά του δρόμου οι Μουσουλμάνοι από το κοντινότερο Αιγυπτιακό χωριό συνοφρυώνονταν από το θέαμα της ηλιοθεραπείας των βρόμικων χοίρων.

    Ο Μελ, το μουλάρι-παπάς, περιπλανιόταν κατά μήκος του φράχτη, προσέχοντας να παραμένει σε απόσταση ακοής με δύο Ορθόδοξους Εβραίους καθώς διέσχιζαν το μοσάβ μέσα από τον αμμώδη δρόμο, όπως έκαναν συχνά στις καθημερινές τους βόλτες.  Ο δρόμος πήγαινε παράλληλα ανάμεσα από τον κεντρικό βοσκότοπο από τη μία και της γαλακτοκομικής εργασίας από την άλλη.

    «Τί Εβραίος, τί γουρούνι, το ίδιο δεν είναι»;

    «Ε λοιπόν, αρκεί να τηρούν τις νηστείες».

    «Θυμήσου τα λόγια μου, μια μέρα θα μας καταστρέψουν αυτά τα γουρούνια».

    «Βλακείες», απάντησε εκείνος που τον έλεγαν Λέβι.

    «Απ’ όλα τα μέρη στη γη που μεγαλώνουν γουρούνια, ο Πέρλμαν διάλεξε εδώ, με την Αίγυπτο στα δυτικά και τη Λωρίδα της Γάζας στο βορρά.  Είναι ναρκοπέδιο εδωπέρα», είπε ο Εντ, φίλος του Λέβι.

    «Τα λεφτά που βγάζει ο Πέρλμαν με τις εξαγωγές στην Κύπρο και την Ελλάδα, και ας μην ξεχάσουμε την Παλάς Καπνιστού Χοίρου του Χάρβεϊ στο Τελ Αβίβ, κάνει το μοσάβ πολύ επικερδές».

    «Οι Μουσουλμάνοι δεν είναι ευχαριστημένοι που βλέπουν τους χοίρους να κυλιούνται μέσ’ τη λάσπη», είπε ο Εντ.  «Λένε ότι τα γουρούνια είναι προσβολή στον Αλλάχ».

    «Νόμιζα ότι εμείς ήμασταν η προσβολή στον Αλλάχ».

    «Εμείς είμαστε σιχάματα». 

    «Σαλόμ, χοιροβοσκοί», φώναξε κάποιος.  Οι δύο Εβραίοι σταμάτησαν τη βόλτα τους, όπως και το μουλάρι, το οποίο έβοσκε ακριβώς από τη μέσα μεριά του φράχτη.  Ένας Αιγύπτιος τους προσέγγισε.  Φορούσε μια απλή μαντήλα στο κεφάλι, και λευκά βαμβακερά ρούχα. «Αυτά τα γουρούνια», τους είπε κι έδειξε, «τα βρωμερά αυτά γουρούνια θα σας καταστρέψουν.  Είναι προσβολή στον Αλλάχ· ύβρις στον Μοχάμεντ· εν ολίγοις, προσβάλλουν τις ευαισθησίες μας».

    «Ναι, συμφωνούμε. Είναι προβληματικά».

    «Προβληματικά»; ρώτησε ο Αιγύπτιος.  «Κοιτάξτε να δείτε τι είναι πραγματικά προβληματικό».  Κατά μήκος των λασπωδών όχθων της λίμνης, ένας κάπρος Γιορκσάιρ έριχνε λασπωμένο νερό πάνω στα κεφάλια άλλων γουρουνιών που κυλιούνταν στη λάσπη.  «Τί είναι αυτό»;

    «Αυτό δεν το έχουμε δει ούτε εμείς».

    «Δεν είναι ούτε γουρούνια ούτε ζώα της φάρμας, εκείνα τα ζώα. Είναι δαιμόνια, τζίνι, από την έρημο.  Θα επιφέρουν την καταστροφή όλης της περιοχής αυτής γύρω σας.  Είναι βδελύγματα.  Σφάξτε τα θηρία.  Κάψτε και καθαρίστε τη βρωμιά τους από τη γη, αλλιώς θα το κάνει ο Αλλάχ.  Γιατί το θέλημα του Αλλάχ πάντα κυριαρχεί».

    «Ναι, ε, κοίτα, δεν μπορούμε να σε βοηθήσουμε», του απάντησε ο Λέβι.  «Βλέπεις, δεν είναι δικό μας το μοσάβ».

    «Περαστικοί είμαστε», πρόσθεσε ο Εντ.

    «Αλλάχ Ακμπάρ»! Ο Αιγύπτιος γύρισε και περπάτησε προς τον ηλιοκαμένο λόφο που χώριζε τις δύο χώρες.  Μόνο ένας φράχτης χώριζε την σχετικά μικρή έκταση της Ισραηλινής φάρμας σαράντα-οχτώ εκταρίων από την τραχιά, ανεμοδαρμένη Έρημο Σινά.  Μόλις έφτασε ο Αιγύπτιος στην κορυφή του λόφου, εξαφανίστηκε μέσα στο χωριό του. 

    «Καταδίκη», είπε ο Εντ.  «Έχει δίκιο.  Είμαστε όλοι καταδικασμένοι.  Απ’ όλα τα μέρη στη γη να μεγαλώνει κανείς γουρούνια, αυτός ο χοιροτρόφος, αυτός ο μοσάβος Πέρλμαν διάλεξε να το κάνει εδώ». 

    «Κοίτα», ξεκίνησε ο Λέβι.  «Ποιός νομίζει ότι είναι, ο Ιωάννης ο Βαπτιστής»;

    «Αυτό είναι το πρόβλημα, φοβάμαι», είπε ο Εντ.  «Αυτό είναι έκτρωμα».

    Κάτω από τον απογευματινό ουρανό, εκεί όπου ο Θεός και όλοι μπορούσαν να δουν, ο μεγάλος Λευκός Κάπρος στεκόταν στα πίσω πόδια, κι έριξε από τη λίμνη μια υγρή χούφτα λάσπης πάνω στο κεφάλι μιας κιτρινοφτέρωτης κότας— «Μπόγκ! Μπόγκ» επιφώνησε η κλώσσα, καθώς βρισκόταν θαμμένη μέχρι το ράμφος κάτω από τη λάσπη.  Για τα ζώα της φάρμας, ο μεγάλος Λευκός Κάπρος ήταν γνωστός ως Χάουαρντ ο Βαπτιστής, ο Τέλειος¹, και σχεδόν με κάθε τρόπο.  Καθώς οι δύο άντρες περπατούσαν πέραν των συνόρων της φάρμας, το μουλάρι στράφηκε προς το ελαιόδεντρο που υψώνονταν στο μέσον του κεντρικού βοσκότοπου.  Τα Μπόρντερ Λέστερ και Λουζάιν πρόβατα έβοσκαν ανάμεσα στα μικρότερα χαρουπόδεντρα και ελαιόδεντρα, ενώ οι κατσίκες ροκάνιζαν τους θάμνους που είχαν φυτρώσει στα ψηλότερα επίπεδα των κλιμακωτών λόφων όπου γίνονταν η διαφύλαξη των υδάτων.

    Στο μέσον του βοσκότοπου, η Μπλέιζ, η αγελάδα Τζέρσι, μαζί με την Μπεατρίς, τη φοράδα, έβοσκαν.  «Θεέ μου, Μπεατρίς», είπε η Μπλέιζ.  «Ο Στάνλεϊ σε έχει βάλει στο μάτι για τα καλά». 

    «Φιγουρατζής είναι», της απάντησε η Μπεατρίς.  «Απλά κοίτα τον».

    Πίσω από τον τσιμεντολίθινο στάβλο, μέσα στον περιφραγμένο αχυρώνα, ο μαύρος Βελγικός επιβήτορας χλιμίντριζε, γκρίνιαζε και περπατούσε κορδωμένος με όλο το του μεγαλείο και καμάρι.  Ήταν μεγάλο άλογο με φαρδείς ώμους, και στέκονταν ψηλός στα 17 χέρια, ή όπως προτιμούσαν να λένε οι παπάδες από τις τοπικές εκκλησίες, 17 ίντσες. 

    «Νομίζεις ξέρει ότι η πύλη είναι ανοιχτή»; Ρώτησε η Μπλέιζ. 

    «Δεν έχει σημασία.  Κοίτα όλους εκείνους τους ανθρώπους.  Ποιός είπε ποτέ ότι οι άντρες είναι θεοσεβής»;

    Από την κορυφογραμμή του καφέ λόφου από ψαμμίτη, Μουσουλμάνοι άντρες και αγόρια παρακολουθούσαν με ανυπομονησία καθώς οι γυναίκες του χωριού έδιωχναν μακριά τα νεαρά κορίτσια.  Ενώ από την Ισραηλινή πλευρά, Εβραίοι και Χριστιανοί, καθώς και μοναχοί από τα κοντινά μοναστήρια, όλοι λάτρευαν την παράσταση.  Ο Στάνλεϊ δεν τους απογοήτευσε.  Σηκώθηκε στα γεροδεμένα πίσω πόδια του και κλώτσησε τον αέρα, επιδεικνύοντας την υπεροχή του και το ογκώδες όργανό του, το οποίο όντας τώρα βρεγμένο, άφηνε το σπέρμα του να πέφτει στο χώμα για να φαίνεται σε όλους, και ήταν πολλοί αυτοί που κοιτούσαν.  Ακούστηκαν ζητωκραυγές από το πλήθος ενώ ο Στάνλεϊ ξεφύσαγε και κόμπαζε μέσα στον αχυρώνα.  «Εάν θέλει ο Άντρακλας Στάνλεϊ να περιφέρεται έτσι και να ρεζιλεύεται, να το κάνει χωρίς εμένα παρακαλώ». 

    «Άντρακλας Στάνλεϊ», γέλασε η Μπλέιζ.  «Αλήθεια, μόνο αυτό σκέφτηκες να πεις»;

    «Ναι, καλή μου, βλέπεις», της χαμογέλασε η Μπεατρίς, «όταν είναι μαζί μου ο Στάνλεϊ, συνήθως στέκεται στα δύο πόδια». 

    Η Μπλέιζ και η Μπεατρίς συνέχισαν να βοσκούν, και σιγά σιγά απομακρύνθηκαν η μια από την άλλη.  Ο Στάνλεϊ, έχοντας περάσει πια την πύλη, βρέθηκε δίπλα στο αυτή της Μπεατρίς.  Χλιμίντριζε και γκρίνιαζε· βόγκαγε και παραπονιόταν, όμως ό,τι και να έκανε, όσο ωραία κι αν το ζήταγε, τίποτε δε φαινόταν να δουλεύει.  Προς απογοήτευση των θεατών, η φοράδα απέρριψε τις ερωτοτροπίες του μαύρου Βελγικού επιβήτορα.  Εν αγνοία τους, βέβαια, ήταν λόγω της παρουσίας τους που δεν άφηνε τον Βελγικό επιβήτορα να ανέβει πάνω της, και κατ’ επέκταση να τους διασκεδάσει.  Όσο κι αν ο Στάνλεϊ κινούνταν με χάρη, κάλπαζε, στριφογύριζε ή κουνούσε το όργανό του, η Μπεατρίς δεν παραδίδονταν στις επιθυμίες και τη μανία του.  Μερικοί άντρες παρέμειναν να στηρίζονται στο φράχτη, βλέποντας κι ελπίζοντας. 

    «Αρχίζω να υποψιάζομαι ότι σου αρέσει αυτό το μαρτύριο», είπε ο Μπεατρίς. 

    «Εάν είχα χέρια, δε θα σε χρειαζόμουν», της απάντησε ξερά. 

    «Μακάρι να είχες, θα με άφηνες ήσυχη.  Κοίταξέ τους, απόλυτα ευχαριστημένοι έτσι αφημένοι που είναι στις προσωπικές τους ικανότητες.  Ίσως, εάν το ζητήσεις όμορφα, ένας από αυτούς σου δανείσει τα χέρια του, ή και δύο, να γίνετε παρέα».  Η Μπεατρίς έπειτα γύρισε και συνέχισε να βοσκά δίπλα στην Μπλέιζ στο βοσκότοπο.

    Ο διώροφος λευκός τσιμεντολίθινος στάβλος, μαζί με τη στάνη και το σκέπαστρο που εκτείνονταν προς το πίσω μέρος του, συνάμα με τους δύο βοσκότοπους, αποτελούσε το μεγαλύτερο κομμάτι του μισού αγροκτήματος που συνόρευε με την Αίγυπτο και την Έρημο Σινά.  Από την άλλη μεριά του δρόμου βρίσκονταν το κεντρικό σπίτι και οι ξενώνες, και τα δύο επικαλυμμένα με στόκο, οι εργατικές κατοικίες, η εκμετάλλευση γαλακτοπαραγωγής κι ένα μικρότερο γαλακτοκομείο.  Ένα σκονισμένο μονοπάτι για τρακτέρ έστριβε από το δρόμο και οδηγούσε πίσω από το γαλακτοκομείο προς τα κάτω, μεταξύ των λεμονιών και ενός μικρού λιβαδιού, όπου έβοσκαν δώδεκα Ισραηλινές Χόλσταϊν αγελάδες. 

    Καθώς η Μπλέιζ και η Μπεατρίς συνέχιζαν να βοσκούν στον κεντρικό βοσκότοπο παράπλευρα δύο ράτσας προβάτων, ένα Μπόρντερ Λέστερ κι ένα Λουζάιν, ένας μικρός πληθυσμός κατσικών Ανγκορά και Μποέρ έβοσκαν  Σε έναν άλλο βοσκότοπο, όπου η περίφραξή του είχε μια ξύλινη πύλη, βοσκούσε μόνος του ένας μυώδης κοκκινότριχος ταύρος Σίμβρα, μια μείξη της ράτσας Ζεμπού ή Μπραχμάν, φημισμένο για την αντοχή του στη ζέστη και στα έντομα, με την πειθήνια ράτσα Σιμμεντάλ.  Ο Στάνλεϊ, όντας όλος μαύρος με εξαίρεση ένα λεπτό άσπρο διαμαντένιο σχέδιο που κατηφόριζε από τη μουσούδα του, ήταν και πάλι στον αχυρώνα και περπατούσε καμαρωτός, μοστράροντας. 

    Το πρόβλημα των γουρουνιών δεν αποτελούσε ένα απλό γεωπολιτικό πρόβλημα, αλλά και πληθυσμιακό.  Πολλαπλασιάζονταν συνεχώς, πολλές φορές επεκτείνοντας επικίνδυνα τα όρια του μοσάβ, όπου η κτηνοτροφία είναι εφαρμοσμένη μορφή τέχνης, και καταναλώνοντας απερίσκεπτα τους διαθέσιμους φυσικούς πόρους.  Μέσα στο γενικότερο πληθυσμό ζούσε επίσης ένας σχετικά μεγάλος και θορυβώδης παπαγάλος μακάο, του οποίου το χρώμα ήταν μπλε με χρυσό. Ήταν συνεχώς στον κόσμο του, και έμενε ψηλά πάνω στα δοκάρια των στεγών μαζί με τον Εζεκιήλ και τον Ντέιβ, τα δύο κοράκια με τα γυαλιστερά, αστραφτερά μαύρα φτερά.  Ο πληθυσμός της φάρμας περιελάμβανε επίσης, πέραν του γκρι με μαύρο μουλαριού, δύο Ροτβάιλερ από την αγροικία που ξόδευαν τον περισσότερο χρόνο τους να είναι υπεύθυνα του μουλαριού και των σμηνών από κότες, πάπιες και χήνες.

    Η Μπλέιζ πήγε παραέξω στη λίμνη.  Ο Χάουαρντ ο Βαπτιστής ξεκουράζονταν τώρα μαζί με τα υπόλοιπα γουρούνια, αφού ήταν η θερμότερη ώρα μέσα στη μέρα.  Σηκώθηκε όταν είδε να τον προσεγγίζει η Μπλέιζ.  «Μπλέιζ, εσύ που είσαι αναμάρτητη, ήρθες για να βαπτιστείς»;

    «Όχι, καλέ. Έχει τρομερή ζέστη, δε νομίζεις»;

    «Συμφωνώ στο ότι πρέπει να είσαι εδώ μαζί μου ως ιέρεια των αληθινών πιστών του Θεού, εκείνων που ξέρουν την αλήθεια, ότι δηλαδή όλοι είμαστε ενδυναμωμένοι με τη γνώση ότι ο Θεός ζει μέσα στον καθένα μας· συνεπώς, όλοι είναι αγαθοί, και με αγνή καρδιά.  Η δική μας μάχη είναι μεταξύ του καλού και του κακού, του φωτός και του σκότους.  Μαζί μου είσαι μια ιέρεια, μια Τέλεια, ισάξια.  Μπλέιζ, πολλοί άλλοι σε αγαπάνε, σε ακούνε και σε ακολουθούν ήδη.  Εδώ είναι που ανήκεις».

    «Ωχ, Χάουαρντ, είσαι πολύ ευγενικός, αλλά δεν έχω κανέναν ακόλουθο».

    «Θα έχεις.  Έλα, είναι η ώρα σου να λάμψεις. Εδώ, τα θηλυκά γίνονται αποδεκτά ως ισάξια και μετέχουν στην υπηρεσία των υπόλοιπων ζώων, μιρκών και μεγάλων, γυναικών και ανδρών εξίσου.  Όλοι είναι καλοί και ίσοι υπό την αληθινή πίστη».  Ο Χάουαρντ έριξε λασπόνερο πάνω στη Μπλέιζ, κι έτρεξε κατά μήκος του λαιμού της.  «Δεν κάνουμε διακρίσεις, ούτε χρειαζόμαστε κτίσματα φτιαγμένα από τούβλα και σοβά να προσκυνάμε μέσα, ούτε αναζητάμε διαμεσολαβητή για να μιλήσουμε με το Θεό».

    «Χάουαρντ, ήρθα για να πιω λίγο νερό».  Η Μπλέιζ χαμήλωσε το κεφάλι της, και σε ένα καθαρό σημείο της λίμνης έσκυψε και ήπιε καθώς η λάσπη από το λαιμό της άλλαξε πορεία και το λάσπωσε κι αυτό. 

    «Θυμήσου τα λόγια μου, Μπλέιζ, το καταφύγιό του θα περικλείσει εσένα και όλα τα άλλα ζώα που τον ακολουθούν σε μια σκοτεινή άβυσσο».

    «Χάουαρντ, αχυρώνας είναι.  Είμαι σε έναν στάβλο στον αχυρώνα, όπως και η Μπεατρίς.  Εκεί που η πολυλογίες του βάζουν την Μπεατρίς κι εμένα σε βαθύ ύπνο».

    «Μπλέιζ», φώναξε από πίσω της ο Χάουαρντ.  «Κάποιος έρχεται, Μπλέιζ.  Ένα γουρούνι, τσιράκι, που θα φέρει την καταστροφή του μουλαριού». 

    «Σε βάφτισε», της είπε η Μπεατρίς όταν επέστρεψε στο βοσκότοπο η Μπλέιζ.  «Τον είδα να ρίχνει νερό πάνω σου». 

    «Κυρίως λάσπη ήταν, για να ξέρεις.  Τρελαίνονται για λάσπη τα γουρούνια.  Είναι αρκετά χαλαρωτικό μπορώ να πω όταν σε μια τόσο αποπνικτική μέρα ούτε σκιά δε βρίσκεις».  Ξεκίνησαν για ένα ελαιόδεντρο, όπου στη σκιά του κάθονταν τα μεγαλύτερα ζώα.  Σταμάτησαν όταν είδαν το μουλάρι να τις πλησιάζει, γιατί δεν ήθελαν να τις ακούσει. 

    «Έχω να πω πάντως πως αυτά που λέει ο Χάουαρντ περί αλήθειας και φωτός, και ότι έχουμε τη γνώση του Θεού μέσα στις καρδιές μας ακούγεται πολύ πιο ελκυστικό από τη διασπορά τρόμου που κάνει αυτός», είπε η Μπλέιζ.

    «Τα μισά που λέει ο γερο-μούλαρος δεν τα καταλαβαίνω να σου πω την αλήθεια.  Είναι όλα αποχαυνωτικά».

    Η κίτρινη κότα, που έσταζε ακόμα από λάσπη και νερά, τις προσπέρασε τρέχοντας.  «Μας διώχνουνε! Βάλτε τάξη στα σπίτια σας σύντομα.  Έρχεται το τέλος μας»!

    «Είναι γεμάτος απειλές και προφητείες, καταδίκες και απελπισία».

    «Μπεατρίς, έχεις βάλει τάξη στο σπίτι σου»;

    «Δεν έχω σπίτι», του γέλασε εκείνη.

    «Αυτοί είναι οι θεατές του Μελ, εύκολη λεία», είπε η Μπλέιζ, κάνοντας ένα νεύμα προς την κότα που έφευγε. 

    «Ωχ, τί ξέρει κι αυτός; Ένας εξουθενωμένος γερο-μούλαρος είναι.  Δεν μπορώ να βρω τη λογική πουθενά».

    «Ο Τζούλιους, από την άλλη, είναι καλό πτηνό και πολύ καλός φίλος.  Τελείως άκακος».

    «Μάλλον περισσότερο ξέγνοιαστος, αν θες τη γνώμη μου».  Έδωσε ένα ελαφρύ σπρώξιμο η Μπλέιζ με τη μουσούδα της στην Μπεατρίς καθώς το μουλάρι πήγαινε προς το ελαιόδεντρο για να καθίσει με τους υπόλοιπους.  Μακριά από τα ζώα, από την Αιγυπτιακή πλευρά των συνόρων, ο Μουσουλμάνος που είχε προειδοποιήσει τους δύο Εβραίους για τον προβληματικό πληθυσμό των γουρουνιών τώρα κυνηγούνταν από τους γείτονές του κατά μήκος του χωριού.  Άντρες του πετούσαν κοτρόνες και τα αγόρια πέτρες με τις σφεντόνες τους μέχρι που κατέρρευσε, εξαφανίστηκε, και δεν τον ξαναείδε ούτε τον άκουσε κανένας ποτέ ξανά. 

    «Το είδες αυτό»; Ρώτησε ο Ντέιβ.

    «Τί να είδα»; Ρώτησε ο Εζεκιήλ. «Τίποτα δε βλέπω από τα φύλλα του δέντρου». 

    Ο Τζούλιους πέταξε και προσγειώθηκε πάνω σε ένα κλαδί λίγο ψηλότερα από τα ζώα που απολάμβαναν τη σκιά.  Μεγάλος, έφτανε στα ογδόντα έξι εκατοστά μαζί με την ουρά, το φωτεινό μπλε των φτερών του αναμιγνύονταν τέλεια με το φύλλωμα της ελιάς.  Το ράμφος του ήταν μαύρο, το πιγούνι του ένα σκούρο μπλε, και το μέτωπό του πράσινο.  Έχωσε τα χρυσαφένια πούπουλά του που βρίσκονταν από την κάτω μεριά του ανάμεσα στα εξωτερικά μπλε, και δεν καθόταν ήσυχος.  Αντιθέτως, κουνιόταν συνέχεια μπρος-πίσω πάνω στα κλαδιά.  «Τί αταίριαστο τσούρμο είν’ αυτό».

    «Μα το μακάο! «Ο Τζούλιους είναι».

    «Χαίρω πολύ, Μπλέιζ».

    «Χαίρω κι εγώ.  Πού στο καλό ήσουν, χαζοπούλι»;

    «Όλη την ώρα εδώ ήμουν, χαζο-αγέλαδο».

    «Όχι, δεν ήσουν».

    «Ε λοιπόν, αν θες να ξέρεις, υπερασπιζόμουν την τιμή σου, και δεν έχει αποδειχθεί εύκολο.  Έπρεπε να παλέψω για να βγω από το Κερέμ Σαλόμ, και μετά να πετάξω μέχρι εδώ.  Ωχ αδερφέ, πολύ κουράστηκαν τα φτερά μου».

    «Τίποτα απ’ αυτά δεν πιστεύω», γέλασε εκείνη.

    «Μπλέιζ, με προσβάλλεις.  «Ποιο από τα δύο δεν πιστεύεις, τη μάχη ή το πέταγμα»;

    «Προφανώς και πέταξες».

    «Σου έλειψα»;

    «Τί σκανδαλιά μαγείρεψες αυτή τη φορά»;

    «Σκέφτηκα να έρθω και να εντάξω τον εαυτό μου με τους υπόλοιπους διανοούμενους— ωχ, Μελ, γερο-μουλάρι! Δε σε είδα». 

    Η Μπλέιζ και η Μπεατρίς κοιτάχτηκαν και προσπάθησαν να συγκρατήσουν το γέλιο τους. 

    «Μπλέιζ», είπε ο Τζούλιους, «υπέροχη μέρα για ποίμνιο, δε νομίζεις»; Ο Τζούλιους τρελαίνονταν να έχει κοινό.

    Η κλώσσα που ήταν καταλασπωμένη από το ράμφος μέχρι τα πούπουλα ξαναπέρασε τρέχοντας από μπροστά τους.  «Μας διώχνουνε!» φώναζε, ενώ έτρεχε ανάμεσά τους κάτω από την ελιά.  «Έρχεται το τέλος! «Έρχεται το τέλος! Βάλτε τάξη στα σπίτια σας».

    «Πού το έχω ξανακούσει αυτό»; Αναρωτήθηκε φωναχτά ο Τζούλιους. 

    «Ορίστε, Τζούλιους.  Αυτή χρειάζεται ένα καλό ποίμνιασμα».

    «Ένα καλό πλάκωμα μήπως θες να πεις. Όμοιος ομοίω αεί πελάζει, αλλά εγώ ψάχνω θηλυκό με διαφορετικό φτερό, παρόλο που έχω ακούσει πως της αρέσει να ‘κακαρίζει’ και το κάνει και καλά».

    «Ω βρε Τζούλιους, είσαι ανεπίδεκτος».

    «Και ούτως ή άλλος, τί θα πουν οι γονείς μου; Βασικά όχι και τόσα πολλά, αφού είναι παπαγάλοι, αλλά και πάλι τί θα έλεγαν; Ο πατέρας μου ήταν ένας ηλίθιος φλύαρος που επαναλάμβανε ό,τι του έλεγε ο καθένας.  Δεν τον θυμάμαι πολύ καλά.  Την κοπάνησε πριν καλά καλά με κρατούσαν τα φτερά μου.  Θυμάμαι, ωστόσο, την ημέρα που έφυγε, άφηνε ίχνη από σκατά καθώς απογειωνόταν».

    «Πόσος καιρός έχει περάσει αυτή τη φορά Τζούλιους, κανένα τριήμερο»;

    «Εκπλήσσομαι, Μπλέιζ, που θυμάσαι, αλλά ποιός κάθεται να μετράει; Πραγματικά όμως; Ποιός μπορεί και θυμάται μέχρι τόσο πίσω»;

    «Δε μοιάζει καθόλου μακριά», είπε ο Μελ.  «Σχεδόν σα χθες είναι».

    «Μελ; Μελ, εσύ είσαι; Παιδιά, στην περίπτωση που το χάσατε.  Ο Μελ έκανε αστείο».  Ο Τζούλιους μεταφέρθηκε στα κλαδιά ακριβώς από πάνω από την Μπλέιζ.  «Ναι, καλή μου, λείπω τρεις μέρες τώρα, όχι πολύ μακριά, και περνούσα όσο καλύτερα μπορούσα χωρίς να απομακρύνομαι πολύ από το σπίτι.  Άραξα και με ένα μικρό σμήνος ταχυδρομικών περιστεριών.  Έχουν τσαγανό αυτά τα κορίτσια, και κρατάνε καθαρές τις φωλιές τους.  Σίγουρα βέβαια δεν είναι τόσο τρυφερές όσο τα τρυγόνια, αλλά τις κάνεις ό,τι θέλεις και συνεχίζουν να έρχονται πίσω».

    «Δεν είναι και πολύ παπαγαλέ αυτό εκ μέρους σου, Τζούλιους».

    «Μα, τί να κάνει ένας έρημος παπαγάλος; Θέλω να πω, πόσα είδη Ara ararauna² βλέπεις να κυκλοφορούν»;

    «Όπως και να ‘χει, δεν υποτίθεται πως πρέπει να ζευγαρώνεις μία φορά για πάντα»;

    «Ναι, ε λοιπόν, δε θυμάσαι ότι ο πρώτος μου έρωτας ήταν μια Psittacus erithacus³»;

    «Ναι και θυμάμαι επίσης ότι όμοιος ομοίω δεν πέλαζε».  Απάντησε η Μπλέιζ.

    «Η αγαπημένη μου παπαγαλίνα, και δε με ένοιαζε καθόλου τί θα έλεγαν η Μαμά και ο Μπαμπάς».

    «Όπως πρέπει να είναι», πρόσθεσε η Μπλέιζ.

    «Τί απέγινε αυτή»; Ρώτησε η Μπεατρίς. «Δε θυμάμαι».

    «Κλάπηκε, μου την πήραν μέσα από τα χέρια και την έστειλαν στη σκοτεινή Αμερικανική ήπειρο.  Είχε τόσο εντυπωσιακή ομορφιά, με τα ζεστά γκρι πούπουλά της, και εκείνα τα σκούρα, ελκυστικά μάτια.  Είχε δυνατό ράμφος εκείνο το κορίτσι, και που να την άκουγες και να σφυρίζει», είπε και σφύριξε ο Τζούλιους. 

    «Συλλυπητήρια», είπε η Μπεατρίς. 

    «Κι εγώ λυπάμαι, αλλά ζώα είμαστε, έτσι δεν είναι· κάποιοι κατοικίδια, άλλοι κεφάλαιο.  Αυτά έχει το επάγγελμα». 

    Τότε, η Μπλέιζ είπε, «Άρα, τί σε βγάζει έξω τέτοια ώρα, Τζούλιους»;

    «Είμαι παπαγάλος, Μπλέιζ. Όχι τυτώ.  Έχω να δω φίλους και μέρη πολλά».

    «Ναι, βέβαια, μετά από τρεις μέρες φαντάστηκα ότι θα ξεκουραζόσουν σε κάποιο δοκάρι, ή θα ζωγράφιζες.  Όχι να είσαι έξω με τόση ζέστη».

    «Τυχαίνει όμως σήμερα να έχω να πάω να δω μια Psittacus από τη γειτονιά».  Ο Τζούλιους πέταξε σε ένα χαμηλότερο κλαδί, τα μπλε του πούπουλα αναμιγνύονταν όμορφα με τα πράσινα φύλλα.  «Επομένως, η σημερινή επίσκεψη έχει συναισθηματικό χαρακτήρα για εμένα, και ποιος ξέρει, πιθανώς και μια καινούργια αρχή μιας μακροπρόθεσμης σχέσης.  Κρατάω μικρό καλάθι ακόμα, βέβαια.  Μπορεί να έχει ζευγαρώσει ήδη με κάποιον άλλο, το οποίο θα μου άξιζε λόγω των νυχτερινών μου γλεντοκοπημάτων. Λέμε τώρα».

    «Θα μας λείψει ιδιαιτέρως η παρουσία σου», είπε ο Μελ.  Δεν είχε χαθεί η ειρωνεία στη φωνή του.

    «Μα, σε ευχαριστώ πολύ Μελ, μην ανησυχείς.  Σκοπεύω να γυρίσω στον παλιο-αχυρώνα πάνω στην ώρα για το πάρτι, οπότε κρατήστε μου έναν χορό». 

    «Θα έχει και χορό»; Ρώτησε τον Ντέιβ ο Εζεκιήλ.

    «Μπλέιζ, μερικές φορές νιώθω ότι είμαστε σαν γέρικο παντρεμένο ζευγάρι».

    «Επειδή σκεφτόμαστε το ίδιο»;

    «Επειδή δεν ‘ποιμνιαζόμαστε’».

    «Είμαι αγελάδα ξέρεις».

    «Κι αυτός είναι μουλάρι,» είπε ο Τζούλιους, «και ο μόνος που πραγματικά δεν ‘ποιμνιάζεται’ σε αυτήν την παρέα.  Είναι αρκετά ανάγωγο εκ μέρους μας να μιλάμε για ‘ποίμνιασμα’ όταν η Αγιότητά του δεν του το επιτρέπει». 

    «Εβραιό-πουλο».

    «Κοίταξέ τον, πάλι προσπαθεί να μπερδέψει το θέμα.  Δεν μπορεί να αναμετρηθεί με τα στοιχεία, άρα επιτίθεται στον αγγελιαφόρο.  Σε αυτήν την περίπτωση, όπως και στις περισσότερες να προσθέσω, αυτός είμαι εγώ.  Μην ρίχνεις την ευθύνη της κατάντιάς σου πάνω μου.  Δεν ήμουν εγώ αυτός που γνώρισε τη μάνα σου στον πατέρα σου, Ντόνκυ Κόνγκ⁴.  Αχ, ήταν κεραυνοβόλος έρωτας με το που έπεσε πάνω της.  Ήταν αυτή μεγάλη Mollie⁵».

    «Εε»; Η Μόλι, το Μπόρντερ Λέστερ, σήκωσε το κεφάλι της.

    «Όχι εσύ, καλή μου», της είπε καθησυχαστικά η Μπλέιζ.

    «Όταν πεθάνεις εσύ, δε θα είσαι μάρτυρας για κανέναν», απάντησε ο Μελ.

    «Όταν πεθάνω, σκοπεύω να μείνω νεκρός.  Όχι να διευθύνω τη χορωδία».

    «Άθεο Εβραιό-πουλο».

    «Μελ, Μελ, Μελ, το μουλάρι όπως και να το ονομάσεις, παραδείγματος χάριν παλιογάϊδαρο, παραμένει μουλάρι».  Ο Μελ γύρισε και αμόλησε καθώς απομακρύνονταν από αυτούς και πλησίαζε τη γραμμή του φράχτη που συνόρευε με τα Αιγυπτιακά σύνορα. 

    «Μοιάζεις πολύ στη μάνα σου, ειδικά από πίσω— φορούσατε την ίδια κολόνια! Όπως κάθε γερο-μουλάρι, πρέπει πάντα να έχει την τελευταία κλανιά.  Και τί δε θα ‘δινα για ένα φτηνό πούρο.  Φύγε, κώλε αλόγου, ή μάλλον μισέ κώλε αλόγου.  Το άλλο μισό, δεν έχω άλλο χαρακτηρισμό παρά χαριτωμένο.  Και μιας και είμαστε στο θέμα του γέρικου μαύρου πισινού του, εγώ έχω μαύρο ράμφος.  Το χρησιμοποιώ για να μεταδίδω γνώση, όχι φόβο ούτε μεθάνιο. Εγώ χρησιμοποιώ το όμορφο μαύρο ράμφος μου για να κάνω ωραία πράγματα, όπως να σκαρφαλώνω, να σπάω καρύδια, και τώρα που τα λέμε και τα δικά του καρύδια, ενώ ο πισινός του—»

    «Αυτό το τελευταίο ξαναπές το», είπε η Μπεατρίς, κάπως ενοχλημένη. «Μιλάει κι αυτός, απλά όχι αδιάκοπα σαν εσένα».

    «Ναι, μιλάει από τον κώλο του, αλλά δεν μπορεί να κάνει και τα δύο ταυτόχρονα, να περπατάει και να μιλάει. Έχει να κάνει με το που πήγες σχολείο». Ο Τζούλιους έκανε μια τούμπα προς ένα μικρότερο κλαδί κάνοντάς να ταλαντευτεί από το βάρος του, ενώ το ράμφος του βυθίστηκε μέσα στον φλοιό του δέντρου. «Τελικά είναι καλό που δεν έχω εκείνο το πούρο. Εάν το είχα αναμμένο δίπλα στο ρεύμα αέρα του θα είχε πυροδοτηθεί μικρή έκρηξη και οι γείτονες θα ζαλίζονταν απ’ τη χαρά τους, και να οι ψαλμοί, να και τα τραγούδια μετά».

    Εκείνη τη στιγμή ακούστηκε το κάλεσμα των απογευματινών προσευχών.

    «Ωχ, θα τελειώνουμε ποτέ με αυτό; Δεν έχουμε καμία ελπίδα».

    Ο Μελ περιπλανιόταν κατά μήκος του συνοριακού φράχτη που τον χώριζε από την Έρημο Σινά.

    «Τζούλιους, ποτέ δεν έχεις δείξει ευλάβεια προς τους γηραιότερους, τους αρχηγούς μας, τους γονείς μας», παρατήρησε η Μπεατρίς.

    «Πού είναι γραμμένο ότι θα έπρεπε; Μπορεί να είμαι ζώο, παπαγάλος σε αυτήν την περίπτωση, αλλά χωρίς πλακά, κάποιοι από τους γέροντές μας θα μας οδηγούσαν σε γκρεμούς ή στη σφαγή στο όνομα της ευλάβειάς μας γι’ αυτούς».

    «Ισχύουν αυτά που είπες για τους γονείς του»;

    «Τί σημασία έχει»; Είπε ο Τζούλιους. «Η μητέρα του ήταν άλογο· ο πατέρας του γαϊδούρι, και μαζί φτιάξανε ένα μικρό χαριτωμένο πλασματάκι που όταν μεγάλωσε άρχισε να παίρνει τον εαυτό του πολύ στα σοβαρά, και τώρα είναι ένα γέρικο μουλάρι, και από πίσω είναι κυριολεκτικά και μεταφορικά ένας κώλος αλόγου. Τώρα που το σκέφτομαι, για μουλάρι που δε ‘ποιμνιάζεται’, καταβάλει μεγάλες προσπάθειες να ποιμνιάσει όλους τους άλλους».

    Ο Μελ σταμάτησε στην τελευταία γωνία του περιμετρικού φράχτη καθώς ένας άντρας ντυμένος με σκονισμένες καφέ ρόμπες εμφανίστηκε μέσα από μια ρωγμή, ανάμεσα από τις μεγάλες πέτρες της ερήμου. Φαινόταν να πεινούσε, φθαρμένος από τον καιρό και σκληρός.

    «Ωπ, κοιτάξτε, όλοι! Είναι ο Τόνι, ο Ερημίτης Μοναχός της Ερήμου Σινά». Ο Μελ στάθηκε στον φράχτη καθώς ο μοναχός τον προσέγγιζε. «Κάνουν καλό ζευγάρι, αδερφικοί ηλίθιοι». Ο μοναχός επέκτεινε το χέρι του μέσα από το φράχτη, έδωσε ένα καρότο στον Μελ και του χάιδεψε τη μύτη. «Αα, δεν είναι γλυκό αυτό», είπε ο Τζούλιους, «σα δύο σταγόνες νερό». Ο Τζούλιους θρόισε μέσα στα κλαδιά του ελαιόδεντρου, εμπνευσμένος. Το πρόσωπό του έλαμψε ροζ από τον ενθουσιασμό του. «Μπλέιζ, αυτοί οι δύο μου θυμίζουν ζευγάρι αγριοπαπιών».

    «Γιατί το λες αυτό Τζούλιους, επειδή είναι και οι δύο τρελο-βούτιδες»;

    * * *

    Η ιστορία του Μελ σύμφωνα με τον Τζούλιους

    «Πριν φτιαχτεί αυτό το μοσάβ, ήταν σχετικά άγονο το μέρος και χωρίς άρδευση. Μια μέρα, ένας Βεδουίνος Άραβας ήρθε καβάλα σε μια καμήλα, οδηγώντας ένα μικρό καραβάνι συνάμα με ένα άλογο, έναν γάιδαρο και ένα μουλάρι ως υποζύγια, τον Μελ, τη μητέρα και τον πατέρα του. Μολονότι ο Μελ ήταν ακόμα μικρός, μπορούσε να κουβαλάει σημαντική ποσότητα εμπορευμάτων. Ο Άραβας πωλούσε τα αγαθά του σε Αιγυπτίους, και όταν εξαντλήθηκε το εμπόρευμα και δε χρειάζονταν τα υποζύγια πια, πούλησε τη μητέρα και τον πατέρα του Μελ σε συμπατριώτες Άραβες. Περιέργως, κανείς δεν ήθελε το νεαρό, δυνατό μουλάρι. Είχε δύναμη, πολλή δύναμη, όπως αποδείχθηκε. Συνεπώς, εμφανίστηκε ένα τζίνι μέσα από την έρημο. Ήταν κακό και ύπουλο πνεύμα τζίνι αυτό, ένα δαιμονισμένο μουλαρόπαιδο, και κανείς δεν ήταν πρόθυμος να πληρώσει το τίμημα που έθετε ο Βεδουίνος για το γεροδεμένο μαύρο μουλάρι. Ο Βεδουίνος δεν έβλεπε άλλη επιλογή. Αφαίρεσε το δέμα από την πλάτη του και ετοιμάστηκε να τον πυροβολήσει, όταν ξαφνικά πετάχτηκε μέσα από την έρημο ο Άγιος Αντώνιος, ‘Παύση!’

    Όταν ο μοναχός προσφέρθηκε να ελαφρύνει το βάρος του μικρού δαιμονικού μουλαριού κάνοντάς του εξορκισμό, ο Βεδουίνος χαμήλωσε το όπλο του. Πιστεύω ότι ο Άγιος Αντώνιος, δηλαδή ο ερημίτης μοναχός της Ερήμου Σινά, ήθελε απλώς κάποιον να συζητάει. Ο Βεδουίνος χάρισε το μουλάρι, ανέβηκε στην καμήλα του και έφυγε μέσα στην έρημο, χωρίς κανένα στίγμα ζωής από τότε. Ο ερημίτης μοναχός κάλυψε τον μικρό κοπρίτη με τη σκονισμένη ρόμπα του και τον οδήγησε μέσα στην έρημο, και εφεξής και μετά κανέναν από τους δύο δεν είδε ποτέ ξανά κανείς. Εντάξει, αυτό το τελευταίο το επινόησα. Πήρε τον Μελ για να τον προστατέψει, να τον μεγαλώσει και να τον διδάξει— και το έκανε με τα χίλια! Όταν ήρθαν και εγκαταστάθηκαν οι Εβραίοι και έφτιαξαν τα μοσάβια τους στην περιοχή, τότε ιδρύθηκε και αυτό εδώ. Μια μέρα λοιπόν, εμφανίστηκαν φράχτες και πάσσαλοι από τη μια άκρη της φάρμας έως την άλλη, και από τα σύνορα μέχρι το δρόμο. Την επομένη, όταν πια είχε φτιαχτεί ο φράχτης και περιέβαλλε αυτούς τους βοσκότοπους, ο Μελ στεκόταν στο κέντρο των πάντων, απ’ όπου δεν έφυγε ποτέ, στο μέσον όλων».

    «Αλήθεια τώρα», μίλησε η Μπεατρίς. «Ισχύει τίποτα απ’ όλ’ αυτά»;

    «Τα μόνα που ξέρω σίγουρα είναι αυτά που έχω ακούσει. Μετά, τα επαναλαμβάνω. Μοιάζω με τον πατέρα μου σε αυτό. Παπαγάλοι είμαστε και τόσο κουτσομπόληδες που δεν μπορούμε να κρατήσουμε μυστικά. Εννοείται, αλήθεια είναι. Τον βλέπετε τον ερημίτη μοναχό του θρύλου, και τον μαθητευόμενό του, τον πάπα-μουλάρι των θρύλων, έτσι δεν είναι»;

    «Εσύ πού ήσουν; Εδώ ήσουν κι εσύ, καθ’ όλη τη διάρκεια»;

    «Ωχ, σε παρακαλώ, δε μιλάμε για ‘μένα τώρα, αλλά αφού ρώτησες: Δεν ήμουν παρά ένας νεοσσός τότε, ακόμη μέσα στο κλουβί μου, κάνοντας κούνια, τραγουδώντας, μαθαίνοντας τέχνη, φιλοσοφία— πιο χαρούμενο κι από στρουθί, μέσα στο μεγάλο σπίτι όταν ξαφνικά... Θα το αφήσω αυτό καλύτερα για άλλη φορά. Ας πούμε απλά ότι είχε να κάνει με το ότι τραγουδούσα. Μπορώ και να τραγουδάω παρεμπιπτόντως. Είμαι ταλαντούχος και δημιουργικός. Και αριστερό-νυχος. Χριστέ μου, πάλι καλά που ήταν μπάσταρδοι Κομμουνιστές ανορθόδοξοι Εβραίοι, αλλιώς άλλα τραγούδια θα έλεγα τώρα. Να σας πω ένα που είναι το αγαπημένο μου, προσωπικά,

    ‘Κανείς παρά η μάνα μου με αγαπά⁶, και μπορεί κι αυτή να ψεύδεται.

    (Προφορικά)

    Και αυτό που θέλω να μάθω τώρα, είναι τί μέλλει γενέσθαι’;

    «Σε αντίθεση με τον Θαυμαστό Μελ τον Μεγαλοπρεπή, δεν μπορώ να το απαντήσω αυτό. Το μέλλον δε φανερώνεται με μικρές αναλαμπές που προέρχονται από προσωπικές προφητείες». Μια μικρή ομάδα Μουσουλμάνων, κυρίως αρσενικών, από το κοντινό χωριό μάζευαν πέτρες. «Αλλά περιμένετε! Τολμώ να το πω; Ναι, νομίζω ξέρω τί θα επέλθει μετά!» Ξεκίνησαν να τρέχουν προς τον μοναχό όταν εκείνος γύρισε και εξαφανίστηκε μέσα στα τείχη της Ερήμου Σινά. «Δεν είναι υπέροχα τα θηλαστικά», είπε ο Τζούλιους. «Μια μέρα, σκοπεύω να πάρω ένα για κατοικίδιο».

    Ο Μελ κινήθηκε μακριά από τα σύνορα και βόσκησε ανάμεσα στα πρόβατα και τα κριάρια, στη βάση των κλιμακωτών λόφων.

    «Κάποιος πρέπει να το προσέχει εκείνο το μουλάρι. Αυτό που προσπαθεί να κάνει στα υπόλοιπα ζώα είναι πολύ επικίνδυνο, που στοχεύει στην άγνοια και τις φοβίες τους. Με το που ριζώσει, θα είναι σχεδόν αδύνατο να αναιρεθεί και να επιδιορθωθεί η ζημιά».

    «Ρε Τζούλιους, σοβαρά τώρα», είπε η Μπεατρίς, «τί σημασία έχει»;

    «Στο όνομα του Ιησού ή οποιασδήποτε άλλης τέτοιας ανοησίας, η Αγία Έδρα θα φροντίσει να θανατωθούμε».

    «Ποιός είναι αυτός»; ρώτησε ένα από τα νεαρότερα ζώα, ένα παιδί.

    «Κανένας», απάντησε η Μπλέιζ.

    «Ποιός είναι ο Ιησούς»; ρώτησε ένα μικρό αρνάκι.

    «Κανείς σημαντικός», ξαναείπε. «Αλήθεια, δεν είναι κανένας».

    3

    Άφιξις του Ραβίνου

    Πριν την υποδοχή στον κόσμο του μικρού κόκκινου μόσχου, ο Μελ, το μουλάρι-παπάς, αποκάλυψε μια προφητεία για τα επερχόμενα, συγκεκριμένα ενός λυτρωτή. Ενός λυτρωτή που θα σώσει τα ζώα από αυτόν τον κόσμο δουλείας των ανθρώπων.

    «Ο Μελ όλο μιλάει για έναν Μεσσία που θα μας σώσει από τη μιζέρια μας», είπε η Μπλέιζ. Εκείνη και η Μπεατρίς περπατούσαν μέσα από έναν βοσκότοπο, ανεβαίνοντας το λόφο για να βρουν τη σκιά εκείνου του μεγάλου ελαιόδεντρου. «Που θα μας εξυψώσει από τα μαρτύριά μας».

    «Δε ξέρω για ΄σένα, Μπλέιζ. Εγώ μια χαρά περνάω», είπε η Μπεατρίς, «αναλογικά και με τις καταστάσεις». Και οι δύο κυοφορούσαν βαριά εδώ και μήνες.

    «Ελπίζω να είναι αλήθεια αυτό», της απάντησε η Μπλέιζ, «όπως έχω ξαναπεί, κανείς δεν τα βάζει μαζί σου, ούτε με σέλα, ούτε με τον Στάνλεϊ».

    «Ναι, προφανώς τα έβαλε αυτή τη φορά».

    «Ναι, αυτή τη φορά», γέλασε η Μπλέιζ, «αλλά μόνο και μόνο επειδή εσύ ήθελες».

    «Ναι, και τώρα κοίταξέ με! Ήταν ωραίο πάντως, όπως υποθέτω ήταν και για εσένα με τον Μπρους».

    «Παρακαλώ, Μπεατρίς, προτιμώ να μην σκέφτομαι τον καημένο, υπέροχο Μπρους. Είναι τρομερά λυπητερό αυτό που έγινε, συγνώμη».

    Ο Μπρους, τώρα πια σκιά του πρώην εαυτού του, στεκόταν κοντά στη δεξαμενή νερού της στάνης πίσω από τον στάβλο.

    «Ναι, φυσικά. Εκτός αυτού, πάντως, φαίνεσαι καλά».

    «Ναι, αφού έχω εσένα για φίλη, έτσι δεν είναι», της χαμογέλασε η Μπλέιζ.

    «Ναι! Ποιός ήταν αυτός που είχε πει όμοιος ομοίω αεί πελάζει»;

    «Έρχεται το τέλος», κακάρισε μια κίτρινη κλώσσα περνώντας αστραπιαία ανάμεσά τους. «Βάλτε τάξη στα σπίτια σας, γιατί το τέλος πλησιάζει».

    «Είναι καλό που δεν είμαστε πτηνά τότε, δε νομίζεις»;

    «Νομίζω έχει αρχίσει να σε επηρεάζει ο Τζούλιους».

    «Θα μπορούσαν και χειρότερα από αυτό να συμβαίνουν, υποθέτω».

    «Μπλέιζ, φαίνεται σαν να λάμπεις, σαν σοκολατένιο γάλα, σαν φρέσκια κρέμα».

    «Οι εργάτες μου παίρνουν το έξτρα βάρος και πίεση του γάλατος με τον καλύτερο τρόπο. Όχι μόνο αυτό, αλλά είναι και σαν μασάζ το πως το κάνουν. Γαργαλάει το απαλό άρμεγμά τους».

    «Δεν μπορώ να το ξέρω», απάντησε η Μπεατρίς. «Φαντάζομαι ότι αυτό θα ήταν η μοναδική μορφή παρενόχλησης που θα αποδεχόμουν, αλλά ως άλογο και πιο συγκεκριμένα φοράδα, δεν ασχολούνται μαζί μου».

    Οι δύο φιλενάδες σταμάτησαν κοντά στη σκιά που πρόσφερε η γιγαντιαία ελιά. Στο κέντρο του βοσκότοπου στεκόταν ένα πελώριο, άγνωρο ζώο, το οποίο έτεινε προς τα χαμηλά, κοντά στον πίσω φράχτη. Όταν τα μάτια τους κατάφεραν να εστιάσουν βάσει της απόστασης και της φωτεινότητας του ήλιου, συνειδητοποίησαν ότι επρόκειτο για έναν παράξενο και πιθανώς ανήμερο αγριόχοιρο. Παρόλο η ράτσα Μπέρκσαϊρ έχει τυπικά μαύρο τρίχωμα με έναν λευκό κρίκο γύρω από το λαιμό, αυτός ο αγριόχοιρος ήταν γεροδεμένος, γύρω στα εκατόν δέκα κιλά, με ηλιοκαμένο, ξανοιγμένο κοκκινωπό δέρμα. Είχε επίσης ένα ζευγάρι λευκών χαυλιοδόντων που εξείχαν από τα αφρισμένα του μάγουλα.

    Ο Τζούλιους πέταξε από πάνω τους και προσγειώθηκε σε ένα από τα κλαδιά της ελιάς. «Σωθήκαμε», ξεφώνισε ενώ πέταγε από το ένα κλαδί στο άλλο. «Κοιτάξτε όλοι, σωθήκαμε σας λέω! Σωθήκαμε. Εκείνο εκεί το γουρούνι έχει σχέδιο και είναι γραμμένο σε πέτρα».

    Ο Μελ τριπόδισε έξω από τον στάβλο για να καλωσορίσει το αγριογούρουνο.

    «Βλέπω καλά, ή τριποδίζει εκείνο το μουλάρι; Γρήγορα, κάποιος, βγάλτε μια κάμερα για να αποθανατίσουμε την Ιστορία, ή μια θεωρία συνωμοσίας».

    Ο Μελ βρέθηκε με το αγριογούρουνο στο κέντρο του βοσκότοπου, όχι και πολύ μακριά από το σημείο που στεκόταν κάποτε ο Μελ, όταν χτίστηκε ο φράχτης γύρω του. Από την Αιγυπτιακή μεριά, ο ερημίτης μοναχός της Ερήμου Σινά, ο Άγιος Αντώνιος, έριξε μια ματιά πάνω από τον ώμο του καθώς εξαφανιζόταν μέσα στον ιστό των τειχών της ερήμου, απαρατήρητος από τους Μουσουλμάνους γείτονές του.

    «Μπλέιζ, νομίζω οι χαυλιόδοντές του είναι τασκ-αλούσα⁷».

    «Δεν μπορώ να ξέρω, Τζούλιους. Δεν έχω βρεθεί ποτέ».

    «Τί είσαι τώρα, σοφή»;

    «Έτσι πιστεύω», του είπε η Μπλέιζ.

    «Γιατί δε με παντρεύεσαι, Μπλέιζ, ή ζήσε μαζί μου στην αμαρτία; Αυτό που προσπαθώ να πω είναι ότι, θα ήθελα λίγο σοκολατένιο γάλα, παρακαλώ».

    «Σας το φέρνω αμέσως, κύριε», απάντησε εκείνη.

    «Τί θα έλεγες να φεύγαμε από εδώ και να πετάξουμε κάπου μακριά μαζί»;

    «Τζούλιους, παραβλέπεις το γεγονός ότι είμαι αγελάδα και στην προκειμένη περίπτωση, πάρα πολύ έγκυος».

    «Συγνώμη; «Όχι, δεν ήσουν». Όχι, δεν το είχα παρατηρήσει. Όπως τυχαίνει όμως, έχουμε τον δικό μας πρακτικό και εύχρηστο θαυματοποιό, που μόλις έσκασε μύτη στην πίσω αυλή μας. Θα ήμουν αμελής εάν δεν το μιλούσα για την κατάστασή μας. Εννοώ, εάν δεν μπορεί να ξεγεννήσει ένα μοσχάρι και να κάνει μια αγελάδα να βγάλει φτερά, τί διάολο θαυματοποιός είναι; Μπλέιζ, εάν δεν πετάξεις, ούτε εγώ δε θα πετάω. Αλλά εάν το κάνεις, θα σε βρω από την άλλη μεριά του φεγγαριού. Πώς σου φαίνεται αυτό, ταξίδι του μέλιτος πάνω από το φεγγάρι»;

    «Φοβάμαι, Τζούλιους. Έχω υψοφοβία».

    «Θεούλη μου, κι εγώ το ίδιο! Μπλέιζ, έχουμε τόσα κοινά. Σου αρέσουν τα μήλα»;

    «Ναι, μου αρέσουν τα μήλα, και προτιμώ τα πόδια μου να ακουμπάνε στη γη. Ωστόσο, εάν ποτέ κουραστείς από το πέταγμα, θα σε πάω μια βόλτα».

    «Αχ, άτακτο κορίτσι», της είπε ενώ γίνονταν μάρτυρες σε ένα θαύμα προς εξέλιξη. «Ε λοιπόν, που να πάρει και να με σηκώσει. Κοίταξέ το»! Στο μέσον του βοσκότοπου, ο Μελ γονάτισε στο ένα πόδι και άφησε τον αγριόχοιρο να ανέβει στην πλάτη του. Όταν ίσιωσε το σώμα του, ο Μελ κατευθύνθηκε προς τον λόφο κοντά στη λίμνη. «Αυτό το θηρίο επωμίστηκε το βάρος του αγριόχοιρου. Νομίζω ότι βιώνουμε ένα θαύμα βιβλικών αναλογιών. Για κάτσε ένα λεπτό. Το μουλάρι μεταφέρθηκε πίσω από το κάρο. Αχ, μα τί σημασία έχει; Την ξέρουμε ήδη αυτή την αρχαία, επαναλαμβανόμενη, φθαρμένη από το χρόνο ιστορία ούτως ή άλλος. Τουλάχιστον τώρα μπορούμε να την προσπεράσουμε και σε δώδεκα ώρες να έχουμε τελειώσει».

    Ο Μελ κινήθηκε προς τη λίμνη. Έσκυψε κι άφησε τον αγριόχοιρο να γλιστρήσει από πάνω του.

    «Λοιπόν, Τζούλιους», είπε η Μπλέιζ, «είχες δίκιο όταν μας είπες πως ο Μελ είναι πολύ δυνατός για τον όγκο και την ηλικία του».

    «Ναι, το είπα, αλλά για τον όγκο και την ηλικία που έχει τώρα, είναι απλά ξεροκέφαλος».

    Ο Χάουαρντ ξεπρόβαλε μέσα από το χοιροστάσιο και διέσχισε τη λίμνη για να δροσιστεί κάτω από τον απογευματινό ήλιο. Ο Μελ άφησε τους δύο χοίρους και πήγε στον βοσκότοπο να βοσκήσει, παραμένοντας σε απόσταση ακοής.

    «Κοιτάξτε», μίλησε κάποιος, «περπατάει πάνω στο νερό»!

    Ο χοίρος Μπέρκσαϊρ τσαλαβουτούσε στα ρηχά.

    «Έλεος»,είπε ο Τζούλιους. «Δε θα σταματήσουμε ποτέ να ακούμε γι’ αυτό τώρα».

    «Υποθέτω πως κι αυτό το περνάς για θαύμα»; Ρώτησε η Μπεατρίς.

    Ο παπαγάλος κούνησε αρνητικά το κεφάλι. «Θαύμα είναι που σκέφτεσαι και μιλάς καν», είπε, και γύρισε στη Μπλέιζ. «Έστω το δεύτερο μόνο».

    Η Μόλι, το Μπόρντερ Λέστερ, ενώ θήλαζε τα δίδυμα αρνάκια της, είπε, «Ίσως μπορεί να επιστρέψει τον Μπρους στην πρώην δόξα του»;

    «Ίσως να είναι ικανός να κάνει κάποια τεχνάσματα, όπως το να βγάλει ένα κουνέλι από τον κώλο του, γιατί καπέλο δεν έχει, ή να κάνει τους κουτσούς να περπατάνε, την Μπεατρίς να μιλάει, τους τυφλούς να βλέπουνε, αλλά το να κάνει τον Μπρους όπως ήταν πριν, αυτό φοβάμαι θα συμβεί όταν τα γουρούνια αρχίσουν να πετάνε».

    «Βάσει του Τζόζεφ, του κάπρου του αχυρώνα, τα γουρούνια πετούν ήδη», είπε η Μπεατρίς.

    «Ε, ναι, προφανώς», είπε ο Τζούλιους. «Όλοι το ξέρουν αυτό. Ο Τζόζεφ, που τυχαίνει να είναι κιόλας ο πατέρας του νεοφερμένου σωσία μας Μπόρις, είναι σωστός. Το μόνο που πρέπει να κάνεις είναι να πεθάνεις. Μετά, να πας στον παράδεισο. Και μετά για να κερδίσεις τα φτερά σου, το μόνο που πρέπει να κάνεις είναι να πεις ένα τραγούδι και να κάτσεις κλαρίνο».

    «Άρα, ίσως μπορεί να βοηθήσει», μίλησε και πάλι η Μπεατρίς.

    «Είναι θαύμα», είπε ο Τζούλιους και φτερούγισε επιτόπου.

    «Ας τον ρωτήσουμε», πρόσθεσε η Μπεατρίς. «Δε θα έβλαπτε».

    «Ναι, φυσικά, σίγουρα θα το κάνει για χάρη της δόξας του πατέρα του που βρίσκεται εν τοις ουρανοίς».

    «Νόμιζα πατέρας του ήταν ο Τζόζεφ»;

    «Υιοθετημένος είναι».

    Ο Μεγάλος Λευκός Κάπρος τσαλαβούτησε προς τον παρείσακτο, η μουσούδα του μόλις λίγα εκατοστά από εκείνη του κάπρου Μπέρκσαϊρ, ακουμπώντας κιόλας κατά καιρούς.

    «Ξάδερφε», είπε ο Χάουαρντ ο Βαπτιστής.

    «Μη με φιλήσεις», απάντησε ο άλλος χοίρος.

    «Αναρωτιέμαι εάν είναι τελείως άγριος ή μισός»; Αναρωτήθηκε η Μπεατρίς.

    «Το μισό που σκέφτεται φοβάμαι», είπε ο Τζούλιους.

    «Άρα, εσύ είσαι αυτός που έχει επιστρέψει», είπε ο Χάουαρντ, «το έβδομο γουρουνόπουλο από την έβδομη γέννα της Σαλ της Γουρούνας, ο Μπόρις, το μικρότερο απ’ όλα».

    «Είμαι αυτός που όλοι λένε ότι είμαι».

    Ο Χάουαρντ βάπτισε τον χοίρο ρίχνοντας λασπώδες νερό πάνω από το κεφάλι και τους ώμους του Μπόρις, του κάπρου Μπέρκσαϊρ.

    «Διαμαρτύρομαι».

    «Θεωρώ ότι διαμαρτύρεσαι πιο πολύ από όσο πρέπει».

    «Είμαι χωρίς αμαρτία».

    «Είσαι ακόμα γουρούνι. Εξάλλου, έαν σκοπεύεις να σε σέρνει από τους χαυλιόδοντες το μουλάρι, τότε θα χρειαστείς πολλή βοήθεια ακόμη. Είναι μπελάς αυτός, αλλά θα το αφήσω σε εσένα να ανακαλύψεις πόσο στενό είναι το μονοπάτι που έχεις πάρει. Αλλά πρόσεξε την προειδοποίησή μου, δεν είναι ούτε αδερφός ούτε φίλος στα γουρούνια, ή οποιοδήποτε άλλο από τα ζώα».

    «Ξεχνάς, φίλε μου, ότι εγώ είμαι Εκείνος που τον έστειλε ο Πατέρας μου για να σώσω όλα τα εξημερωμένα εκτρεφόμενα ζώα από την αμαρτία και την ζωή στην αιχμαλωσία».

    «Πού σκοπεύεις να οδηγήσεις τους αμαρτωλούς σου, μεσσία»;

    «Στην ελευθερία, έναν παράδεισο ανάμεσα στα βουνά του Σινά και μακριά από αυτό το μέρος και τη διαφθορά του πολιτισμού».

    «Α, μα φυσικά, στον κήπο», είπε ο Χάουαρντ δύσπιστα. «Μείνε εδώ μαζί μου κάτω από τα αστέρια. Μην ακολουθήσεις το μουλάρι ούτε τον ερημίτη μοναχό, διότι αυτοί είναι που θα σε οδηγήσουν στο μονοπάτι της καταστροφής».

    «Είναι εξαιτίας τους που βρίσκομαι εδώ», είπε ο Μπόρις, «για να μας παραδώσω μακριά από το κακό».

    «Ποιός θα παραδώσει εσένα όμως»;

    Καθώς πλησίαζε ο Μελ τη λίμνη, ο Μπόρις πήρε τη θέση δίπλα του. «Είσαι καλός και αγνός», είπε ο Μελ, «χωρίς αμαρτία. Θα κάνεις εκπληρώσεις σωστά τις υποχρεώσεις σου». Ο Μελ κοίταξε τον Βαπτιστή. Μετά, γύρισε κι έφυγε να βρει τους άλλους.

    «Και το θέλημα του μπαμπάκα σου», ρουθούνισε ο Χάουαρντ.

    * * *

    Τα άλλα ζώα, συμπεριλαμβανομένου και του Μελ αυτή τη φορά, στέκονταν κάτω από τα κλαδιά του πελώριου ελαιόδεντρου, κρυμμένοι από τον ήλιο, και κοιτούσαν με ενθουσιασμό τους δύο χοίρους να κοπανιούνται δυνατά, να σπρώχνονται, να χτυπούν τα κεφάλια τους, να σκουντάνε ο ένας τον άλλο ώσπου ο νεοβάπτιστος δεν άντεξε άλλο, κι αποχώρησε από τη λίμνη, περιπλανώμενος για κάπου αλλού.

    Εκείνο το βράδυ, και για λόγους που ήξερε μόνο ο μοσάβιος Πέρλμαν, χώρισε την αγελάδα Τζέρσι από τους υπόλοιπους και την τοποθέτησε στον στάβλο με τον νεοφερμένο χοίρο. Παρ’ όλ’ αυτά, μεταξύ τους οι εργάτες κυκλοφορούσαν τη φήμη ότι ο Πέρλμαν μπορεί να ήθελε αυτοί οι δύο, η Τζέρσι με τον κάπρο Μπέρκσαϊρ, να ζευγαρώσουν, ακόμη κι αν η αγελάδα είχε μόλις γεννήσει ένα μοσχάρι, κι ακόμη κι αν εκείνος ήταν γουρούνι, επειδή ήθελε να αναμειχθεί το κόκκινο τρίχωμά του με το δικό της, τουλάχιστον αυτό νόμιζαν.

    «Αχ, δε μου αρέσει να με φωνάζουν γουρούνι. Θέλω να πω, ξέρω τι είμαι, και μου αρέσει αυτός που είμαι. Είμαι ο Μπόρις ο Κάπρος, ο Μέγας Αγριόχοιρος, Λυτρωτής όλων των ζώων, μικρών και μεγάλων. Ή τουλάχιστον αυτό θα γίνω. Για την ώρα, ας μου αρκεί ο τίτλος του Μέγα Αγριόχοιρου της Δύσης. Είναι η λέξη ‘γουρούνι’, ωστόσο, που με ενοχλεί, και όσον αφορά τα γουρούνια, είμαστε απεχθείς σε πολλούς του ανθρώπινου είδους. Έχουμε να κατηγορούμε τους ανθρώπους γι’ αυτό, φυσικά, και έναν πιο συγκεκριμένα που είναι υπαίτιος για όλους τους άσχημους χαρακτηρισμούς. Αχ, θα το λάτρευα εάν το είδος μου σε όλη την υφήλιο ξαφνικά έπαιρνε άλλο όνομα, όπως βουβάλι. Πάντα μου άρεσε η λέξη ‘βουβάλι’ ή ‘βίσονας’. Φαντάζομαι πως η ζωή μας θα ήταν πολύ διαφορετική εάν ήμασταν βουβάλια. Ή γαζέλες! Δεν ακούγεται ωραίο, η γαζέλα; Γαζέλες-γουρούνια: λεπτά, μυώδεις και δυνατά, φυσικά, και ικανά να βγαίνουν έξω στον κόσμο με περηφάνια, δίχως φόβο να κρατούν το κεφάλι τους ψηλά».

    «Τότε ο Μοχάμεντ δε θα ήταν πια φίλος με το γουρούνι».

    «Ναι, θα υπήρχαν ανταλλαγές. Δε θα έπρεπε να παραπονιέμαι, βέβαια. Ας μας αποκαλούσαν ό,τι ήθελαν, ακόμα γουρούνια θα ήμασταν στα μάτια πολλών και θα μας σιχαίνονταν όπως και να μας λέγανε. Θα μπορούσε να ήταν και χειρότερα, υποθέτω. Θα μπορούσαν να μας έλεγαν ‘κατσαρίδες’.

    «Γιατί μαλώνατε εσύ και ο Χάουαρντ»; Ρώτησε η Μπλέιζ. «Λίγα λεπτά μετά τη βάπτισή σου αρχίσατε να τσακώνεστε, να κοπανάτε τα κεφάλια σας».

    «Είπε ότι ήταν τέλειος, το μεγαλύτερο γουρούνι, κι εγώ, όντας αυτός που είμαι, αντεπιτέθηκα, γιατί είμαι ο καλύτερος κάπρος».

    Εάν δεν είχε ήδη κοιμηθεί, η Μπλέιζ θα είχε συμφωνήσει μαζί του.

    4

    Όταν Γλιστρούν Έμβρυα απ’ τα Οπίσθια Αγελάδων

    Ο Μελ περπάτησε κατά μήκος του φράχτη, παραμένοντας σε απόσταση ακρόασης με τον Λέβι και τον φίλο του τον Εντ, τους δύο ορθόδοξους Εβραίους από πριν. Ο Λέβι άκουγε κάτι σε ένα iPod με ασύρματα ακουστικά καθώς περνούσαν μέσα από το μοσάβ.

    «Έρχονται οι Αμερικάνοι»! Είπε ο Εντ.

    «Σωθήκαμε»! Ο Λέβι του απάντησε χωρίς να βγάζει τα ακουστικά από τα αυτιά του.

    «Φαίνεται έτσι για τον Πέρλμαν».

    «Τί πάει να πει αυτό»; Ο Λέβι αποσύνδεσε το iPod.

    «Ψάχνει κάποιον για να του πουλήσει το μοσάβ».

    «Να πουλήσει το μοσάβ; Δεν μπορεί να το κάνει αυτό».

    «Τα ζώα, εννοώ», είπε ο Εντ. «Προσπαθεί να πουλήσει το ζωικό κεφάλαιο, τα γουρούνια, τις κατσίκες, τις κότες».

    «Έρχονται οι Αμερικάνοι στο Ισραήλ για ν’ αγοράσουν γουρούνια»;

    «Είναι στην αγορά, ναι, αλλά στην πραγματικότητα ενδιαφέρονται για το κόκκινο μοσχάρι. Οπότε, εάν είναι εδώ για ένα πράγμα, θα βρουν κι άλλα ακόμα να πάρουν».

    «Κατάλαβα. Ευαγγελικοί, που έρχονται πάλι καθ’ οδόν για να μας σώσουν απ’ τους εαυτούς μας».

    «Είναι καλοί χωριανοί», είπε ο Εντ.

    «Φυσικά», απάντησε ο Λέβι, «Χριστιανοί φονταμενταλιστές. Για ποιον άλλο λόγο να τους ενδιέφερε το κόκκινο μοσχάρι»;

    «Για καλό κοκκινιστό»; Είπε ο Εντ.

    «Πουλάει ο Πέρλμαν την Τζέρσι και το νεογνό της»;

    «Έτσι πιστεύω. Τους ενδιαφέρει η κατάληξή του, και για εμάς και γι’ αυτούς».

    Ο Λέβι τοποθέτησε τα ακουστικά πάλι στα αυτιά του. Κοίταξέ τους αυτούς τους ανθρώπους...ή μάλλον, όπως λένε κι αυτοί, ‘κοίτα δ’ αύτους’.

    Ο Μελ σταμάτησε στην οριογραμμή του οικοπέδου, όπου ερχόντουσαν δύο φράχτες και τέμνονταν σε γωνιακούς στύλους. Οι δύο Εβραίοι συνέχισαν την πορεία τους πέραν της φάρμας, ακολουθώντας το δρόμο που πήγαινε προς το βορρά.

    Εκείνο το βράδυ, ο Μελ μοιράστηκε με τους υπόλοιπους ένα όραμα που είχε δει σε ένα όνειρο, και ότι ήταν προφητεία. «Βλέπω άνδρες να έρχονται στη φάρμα. Θα μας προσφέρουν λύτρωση κι έναν παράδεισο πάνω στη γη, αλλά αυτό που θέλουν πραγματικά είναι να μας σκλαβώσουν και πάλι στη δουλεία και χειρότερα. Επομένως, θα πρέπει να ακολουθήσουμε τον νεοφερμένο σωσία μας, τον Μπόρις τον Αγριόχοιρο. Μας προσφέρει μια διαφορετική τακτική, ένα καινούργιο μέλλον, και μια νέα κατεύθυνση να πορευτούμε. Πρέπει να ακούσουμε τον Μπόρις, διότι σημαίνει τη διαφορά μεταξύ της επιβίωσης ή του θανάτου μας. Μας προσφέρει μια διαφορετική τακτική, ένα καινούργιο μέλλον, και μια νέα κατεύθυνση να πορευτούμε. Πρέπει να ακούσουμε τον Μπόρις, διότι σημαίνει τη διαφορά μεταξύ της επιβίωσης ή του θανάτου μας. Ακούστε προσεκτικά, θα προσευχηθούμε πάνω σε αυτό, αλλά θα ακολουθήσουμε τον σπουδαίο αγριόχοιρο, που είναι Κύριος και Σωτήρας ημών».

    «Εντάξει, Τζούλιους», είπε ο Ντέιβ καθήμενος πάνω στο ελαιόδεντρο την επόμενη μέρα. «Τί συμβαίνει εδωπέρα»;

    «Θυμάσαι τον ήρωά μας, Μπρους, και τις δώδεκα Ισραηλινές αγελάδες Χόλσταϊν; Ε λοιπόν, κοίτα», είπε ο Τζούλιους κι έδειξε προς μια κατεύθυνση με το τέντωμα ενός μπλε και χρυσού φτερού. Μέσα στο λιβάδι, οι Χόλσταϊν γεννούσαν μοσχαράκια, κι έπεφταν στο έδαφος το ένα μετά το άλλο. «Ο Μπρους τις ήξερε όλες», εξήγησε ο Τζούλιους. «Καθώς γλιστρούν τα έμβρυα απ’ τα οπίσθια αγελάδων, ο δωδέκατος Ιμάμης, βάσει των γειτόνων μας στην Αραβική Χερσόνησο ή τη Λωρίδα της Γάζας στο βορρά, θα εμφανιστεί ή θα επανεμφανιστεί ανάλογα το οικογενειακό πρόσωπο που θα ακολουθήσει. Όχι μόνο αυτό, αλλά θα δούμε επίσης και την επιστροφή του Μέγα Ιησού του ιδίου. Λίγοι άνθρωποι μπορούν να αντιληφθούν πόσο κοντά ήταν σε αυτό. Καλά άκουσες, ο Ιησούς θα συνοδεύσει τον φίλο του τον δωδέκατο Ιμάμη, τον Mahdi⁸, όταν σκαρφαλώσει και βγει από ένα πηγάδι. Θα μπορούμε να τους ξεχωρίσουμε διότι παρόλο που θα έχουν και οι δύο μεγάλες μύτες, ο Ιησούς θα είναι ο τύπος με τα ξανθά μαλλιά, τα μπλε μάτια, και το μαυρισμένο δέρμα (οι Αμερικανοί Χριστιανοί έχουν καταλήξει)», είπε, κι έκλεισε το μάτι. Οι Ισραηλινές αγελάδες Χόλσταϊν ήταν βρίσκονταν σε καθαρή θέα των χαρούμενων Μουσουλμάνων στα Αιγυπτιακά σύνορα, και των Αμερικανών, οι οποίοι στέκονταν στο δρόμο μέσα στην Ισραηλινή φάρμα. «Όταν γλιστρούν έμβρυα απ’ τα οπίσθια αγελάδων», συνέχισε την προειδοποιητική του ιστορία ο Τζούλιους, «σε αυτό το παραμύθι όπως και σε εκείνο με το κόκκινο μοσχάρι, θα έρθει το τέλος του κόσμου μας. Το πρόβλημα, ωστόσο, για τους Μουσουλμάνους τουλάχιστον, είναι ότι τα έμβρυα αυτά αναπνέουν και κλωτσάνε».

    Οι Αμερικανοί Ευαγγελικοί, δύο από αυτούς τουλάχιστον, είχαν καταφτάσει στο σκηνικό τη στιγμή που το θέαμα των γλιστρούντων εμβρύων συνέβαινε, κι έπεφταν από τα οπίσθια των αγελάδων, μετά, την αγαλλίαση και τους ύμνους που εκπέμπονταν από τους ξένους πάνω σε έναν λόφο. Ο νεότερος εκ των δύο ήταν λεπτός και γυμνασμένος, εικοσιεπτά ετών, με ξανθά μαλλιά και μπλε μάτια. Ο άλλος ιερέας ήταν πενήντα χρονών, με ξερά, κατσαρά καφέ μαλλιά Ελληνικού τύπου, και ξηρά γκρίζα μάτια. Γύρω στα ένα-ογδόντα και ογκώδεις, φαινόταν πως δεν είχε ζήσει πείνα ποτέ. Και οι δύο αυτοί άνδρες φορούσαν μακρυμάνικα λευκά πουκάμισα, με το κουμπί του κολάρου ανοιχτό, και μαύρα παπούτσια. Οι Ισραηλινοί που συνόδεψαν τους δύο ιερείς τους

    Enjoying the preview?
    Page 1 of 1