Discover millions of ebooks, audiobooks, and so much more with a free trial

Only $11.99/month after trial. Cancel anytime.

Γεωπολιτικά διλήμματα της Ελλάδος στις αρχές του 20ού αιώνα
Γεωπολιτικά διλήμματα της Ελλάδος στις αρχές του 20ού αιώνα
Γεωπολιτικά διλήμματα της Ελλάδος στις αρχές του 20ού αιώνα
Ebook703 pages4 hours

Γεωπολιτικά διλήμματα της Ελλάδος στις αρχές του 20ού αιώνα

Rating: 0 out of 5 stars

()

Read preview

About this ebook

Ήταν ορθή η επιλογή της τότε ηγεσίας της χώρας να ρίξει το βάρος της προσπάθειας στη Μικρά Ασία αντί στη Θράκη; Η Συνθήκη των Σεβρών (Αύγουστος 1920) επεδίκασε κατά πλήρη κυριαρχία τη Θράκη στην Ελλάδα, ενώ ως προς τη Σμύρνη και την ενδοχώρα της, ζώνη εκτάσεως 15.000 τ.χλμ., ανέθεσε μόνο πενταετούς διάρκειας διοίκηση, με το πέρας της οποίας θα διεξαγόταν δημοψήφισμα για την οριστική τύχη αυτής.
Δεν μπορέσαμε να διαβάσουμε σωστά τη γεωγραφία, δηλαδή το επισφαλές της ενσφηνώσεως στη μικρασιατική υποήπειρο, έναντι της ένταξης του συνόλου της νότιας Θράκης στον εθνικό κορμό, στα όρια της Τσατάλτζας, με εξώστη στον Εύξεινο.
[από το Προοίμιο του βιβλίου]
LanguageΕλληνικά
Release dateFeb 3, 2024
ISBN9789600242065
Γεωπολιτικά διλήμματα της Ελλάδος στις αρχές του 20ού αιώνα

Related to Γεωπολιτικά διλήμματα της Ελλάδος στις αρχές του 20ού αιώνα

Related ebooks

Reviews for Γεωπολιτικά διλήμματα της Ελλάδος στις αρχές του 20ού αιώνα

Rating: 0 out of 5 stars
0 ratings

0 ratings0 reviews

What did you think?

Tap to rate

Review must be at least 10 words

    Book preview

    Γεωπολιτικά διλήμματα της Ελλάδος στις αρχές του 20ού αιώνα - Γεώργιος Πουκαμισάς

    9789600242065_Cover.jpeg

    ΓΕΩΠΟΛΙΤΙΚΑ ΔΙΛΗΜΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΣΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ 20ΟΥ ΑΙΩΝΑ

    ΔΙΕΘΝΗΣ ΚΑΙ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ


    Διεύθυνση σειράς: Σωτήρης Ντάλης

    Εκδόσεις ΠΑΠΑΖΗΣΗ ΑΕΒΕ

    Γεώργιος Διον. Πουκαμισάς

    Γεωπολιτικά διλήμματα της Ελλάδος στις αρχές του 20ού αιώνα

    Επιμέλεια κειμένου: Νάνσυ Κατσαγούνου

    ISBN: 978-960-02-4206-5


    Απαγορεύεται η μερική ή ολική αναδημοσίευση του έργου αυτού, καθώς και η αναπαραγωγή του με οποιοδήποτε μέσο χωρίς σχετική άδεια του Εκδότη.

    Το βιβλίο αφιερώνω στη σύζυγό μου Πολυξένη Σταθοπούλου

    και στα παιδιά Διονύση Μάξιμο και Κατερίνα-Θεοφανώ

    ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

    ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

    0.1 Προοίμιο

    0.2 Διάλογος Γεωγραφίας και Ιστορίας

    0.3 Το νόημα της παρούσας μελέτης

    0.4 Γεωπολιτική – Τα προλεγόμενα αυτής

    0.5 Ανατολικό Ζήτημα

    0.5.1 Μεθοδολογικό πλαίσιο – Επιστημονική έρευνα και μέθοδος

    0.5.2 H ανάβαση προς τη δημιουργία του ελληνικού κράτους

    0.6 Οι γεωπολιτικές βλέψεις του νέου ελληνικού κράτους – Μέγα το της Θαλάσσης Κράτος

    0.6.1 Ελληνικός χώρος

    0.6.2 Πρόβλεψη σε βάθος χρόνου

    0.6.3 Προκαταρκτικές διαπιστώσεις

    ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

    ΓΕΩΠΟΛΙΤΙΚΈΣ ΘΕΩΡΊΕΣ

    1.1 Η γεωγραφική συνάρτηση της γεωπολιτικής

    1.2 Η γεωγραφία του ελληνικού χώρου, των Βαλκανίων, του Ευξείνου – Θεματολογία

    1.3 Η έννοια της ισχύος

    1.4 Γεωπολιτική σκέψη και «κλασικές γεωπολιτικές θεωρίες»

    1.4.1 Η γερμανική γεωπολιτική σχολή σκέψης

    1.4.2 Ο αγγλοσαξονικός τρόπος γεωπολιτικής ανάλυσης

    1.4.3 Ναυτικοί αποκλεισμοί

    1.5 Ηπειρωτική – Θαλάσσια δύναμη: Ο αγγλο-ρωσικός ανταγωνισμός στα καθ’ ημάς

    1.6 Συμπερασματικές παρατηρήσεις

    ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

    ΑΠΌ ΤΑ ΠΡΟΗΓΗΘΈΝΤΑ ΤΟΥ Α΄ ΠΑΓΚΟΣΜΊΟΥ ΠΟΛΈΜΟΥ ΈΩΣ ΤΙΣ ΣΥΝΘΉΚΕΣ ΕΙΡΉΝΗΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΊΑ ΤΩΝ ΕΘΝΏΝ

    2.1 Γεωπολιτικοί ανταγωνισμοί στην Ευρώπη μέχρι την έκρηξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Το γεωπολιτικό περιβάλλον στην Εγγύς Ανατολή 1878-1914

    2.2 Η Γερμανική Αυτοκρατορία – Griff nach der Weltmacht (Κυνήγι για παγκόσμια κυριαρχία)

    2.3 Βαλκάνια

    2.4 Η έκρηξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου

    2.5 Η είσοδος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας

    2.5.1 Επιχειρήσεις σε Καύκασο-Μεσοποταμία-Στενά

    2.6 Η εμπλοκή των ΗΠΑ

    2.7 Οδεύοντας προς τους Βαλκανικούς Πολέμους και τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο

    2.7.1 1908-1913. Πρώτο δίλημμα: Με τους Οθωμανούς ή με τα χριστιανικά βασίλεια;

    2.7.2 Η υπογραφή της Συνθήκης του Βουκουρεστίου (Αύγουστος 1913)

    2.7.3 1914-1918. Δεύτερο δίλημμα: Με την Entente ή με τις Κεντρικές Δυνάμεις;

    2.8 Θράκη – Στενά. Τρίτο δίλημμα: Θράκη ή Ιωνία;

    2.8.1 Οι ρωσικές βλέψεις

    2.8.2 Παραμονές Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου

    2.9 Περί προσφοράς εδαφικών κερδών στη Μικρά Ασία

    2.9.1 Απουσία βλέψεων προς τη Μικρά Ασία στις αρχές του 20ού αιώνα

    2.9.2 Το ζήτημα των νησιών

    2.9.3 Η μικρασιατική εμπλοκή της Ελλάδος δεν ήταν πρωτογενής επιλογή της χώρας

    2.10 Προτάσεις για εδαφικές εκχωρήσεις στη Μικρά Ασία σε συσχέτιση με συμμετοχή στην εκστρατεία των Δαρδανελλίων

    2.10.1 Οι Επιχειρήσεις των Δαρδανελλίων (1915) και η διαφωνία Βενιζέλου-Κωνσταντίνου

    2.10.2 Το ζήτημα των Δαρδανελλίων

    2.11 Η περίπτωση της Κύπρου

    2.11.1 Η έκβαση του πολέμου

    2.12 Συνθήκες Ειρήνης

    2.12.1 Συνθήκη των Σεβρών – Συνθήκη της Λωζάννης

    2.12.2 Συμπέρασμα

    ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

    ΚΑΘΕΣΤΏΣ ΤΩΝ ΣΤΕΝΏΝ

    3.1 Τα Στενά και η Σύμβαση του Montreux

    3.1.1 Montreux

    3.1.2 Το Montreux σήμερα

    3.2 Σκέψεις για τη σημερινή κατάσταση

    ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

    ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

    ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

    0.1 ΠΡΟΟΊΜΙΟ

    Με το βιβλίο αυτό, που αποτελεί μετάπλαση της διδακτορικής διατριβής μου στο Πανεπιστήμιο του Αιγαίου (Χίος) το 2019, επιχειρώ να πραγματευτώ το ζήτημα των ιστορικών διλημμάτων ενώπιον των οποίων τέθηκε η ελληνική πολιτική ηγεσία, δηλαδή το τότε στέμμα, η πολιτική τάξη, ο στρατός, στις αρχές του 20ού αιώνα, σε εποχή μεταβολών στα Βαλκάνια και σε ολόκληρη την Ευρώπη.

    Η Ελλάδα, μικρό βαλκανικό και μεσογειακό κράτος στις αρχές του 20ού αιώνα, με αυτόχθονες Έλληνες/Ρωμαίους κατά πολύ περισσότερους εκτός παρά εντός των συνόρων του και με σπουδαία διασπορά στη Ρουμανία, στη νότια Ρωσία, στην Αίγυπτο και σε εμπορικά και μητροπολιτικά κέντρα της Δυτικής Ευρώπης, είχε να επιλύσει σοβαρά διλήμματα. Ο κόσμος άλλαζε, οι συμμαχίες μεταβάλλονταν. Η ώρα της κρίσεως πλησίαζε. Η Βρετανία εγκατέλειπε ανεπαισθήτως την Οθωμανική Αυτοκρατορία, της οποίας οι νέοι ταγοί ακουμπούσαν στη Γερμανία, η Γαλλία συμμαχούσε με τη Βρετανία και η Ρωσία με τη Βρετανία (1907) και τη Γαλλία. Οι αποικιακές διαφορές δεν είχαν λήξει. Το 1911 ξέσπασε η κρίση του Μαρόκου, θρυαλλίς μείζονος πολέμου που κατασβέσθηκε την υστάτη.

    Οι προϋποθέσεις για τον «Μεγάλο Πόλεμο» είχαν διαμορφωθεί: παρά φύσιν φιλοδοξία του Βερολίνου να χτίσει στόλο ισοδύναμο του αγγλικού, ως επίσης και η προσάρτηση της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης στην Αυστροουγγαρία (1908).

    Οι Βαλκανικοί πόλεμοι, καθώς οι σερβικές επιτυχίες επόνεσαν τους Αψβούργους, υπήρξαν ένα ακόμη μεγάλο σκαλοπάτι για την έκρηξη του πολέμου· πολέμου, όμως, που δεν θα ήταν αναπόφευκτος πριν από το αυστριακό τελεσίγραφο της 23ης Ιουλίου 1914 προς το Βελιγράδι.

    Σε αυτό το περιβάλλον η Ελλάς, χώρα ναυτική, υποχρεώθηκε να λάβει τις αποφάσεις της.

    Διακρίνονται τρία μεγάλα διλήμματα:

    α) Ήταν άραγε νομοτελειακή η συμπόρευση με τα χριστιανικά βασίλεια της Χερσονήσου του Αίμου εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, στην οποία ζούσαν και παρά τις δυσκολίες ευημερούσαν στα ασιατικά και ευρωπαϊκά εδάφη της περισσότεροι από 3.000.000 ομογενείς;

    β) Εκραγέντος του Μεγάλου Πολέμου, μπορούσε η πεφιλημένη των θαλασσών Ελλάς, που είχε επανειλημμένως γευθεί τη δοκιμασία των ναυτικών αποκλεισμών, να μείνει ουδέτερη και να μη συνταχθεί με τις Δυνάμεις της Συνεννοήσεως (Entente);

    γ) Η ώρα των ανταλλαγμάτων.

    Ήταν ορθή η επιλογή της τότε ηγεσίας της χώρας να ρίξει το βάρος της προσπάθειας στη Μικρά Ασία αντί στη Θράκη; Η Συνθήκη των Σεβρών (Αύγουστος 1920) επεδίκασε κατά πλήρη κυριαρχία τη Θράκη στην Ελλάδα, ενώ ως προς τη Σμύρνη και την ενδοχώρα της, ζώνη εκτάσεως 15.000 τ.χλμ., ανέθεσε μόνο πενταετούς διάρκειας διοίκηση, με το πέρας της οποίας θα διεξαγόταν δημοψήφισμα για την οριστική τύχη αυτής.

    Η χώρα στο πρώτο των διλημμάτων αντεπεξήλθε επιτυχώς.

    Στο δεύτερο εδιχάσθη.

    Στο τρίτο επλανήθη και ηττήθη.

    Η ηγεσία του καιρού εκείνου δεν μπόρεσε να διαβάσει σωστά τη γεωγραφία, δηλαδή το επισφαλές της ενσφηνώσεως στη μικρασιατική υποήπειρο, έναντι της ένταξης του συνόλου της νότιας Θράκης στον εθνικό κορμό, στα όρια της Τσατάλτζας, με εξώστη στον Εύξεινο.

    Η Ελλάς μεγάλωσε και μίκρυνε. Η οδός προς τον Εύξεινο Πόντο σφραγίστηκε. Η Κωνσταντινούπολη δεν έγινε ούτε ρωσική, ούτε ελληνική, ούτε διεθνής, έπαψε δε να είναι αυτοκρατορική οθωμανική. Από Constantinople έγινε τουρκική, Istanbul. Η Ελλάς δεν έμεινε ανάμεσα στη Βουλγαρία και την Τουρκία στη Θράκη, αλλά η Τουρκία έχει μέτωπο στην Ελλάδα και στη Βουλγαρία. Προβάλλει ωστόσο και πάλι, αναπόδραστα και φυσιολογικά, η αδήριτη πραγματικότητα της χώρας ως θαλάσσιας δυνάμεως, η οποία, επενδύοντας στη ναυτιλία και στο πολεμικό ναυτικό, είναι σε θέση να διασφαλίσει την επιβίωση και τα συμφέροντα του λαού με τρόπο αποτελεσματικό.

    Η μελέτη αυτή δεν είναι σπουδή διπλωματικής ιστορίας, η οποία πάντως αποτελεί την πρώτη ύλη για τη θέαση από το ύψος του Ολύμπου· είναι πραγματεία γεωπολιτική.

    Πρόκειται για εγχείρημα με σκοπό να ιδωθούν οι αντιθέσεις και οι συγκρούσεις, έμφυλες και διακρατικές, μέσα από το πρίσμα του γεωπολιτικού στοχασμού, στοχασμού σύμφυτου με τη δράση των ανθρώπινων κοινωνιών, χιλιετίες πριν ο Σουηδός Kjellen (1899) εισηγηθεί τον όρο Geopolitik. Από τη σκοπιά του κράτους, η γεωπολιτική είναι προέκταση και ετεροίωση της πολιτικής γεωγραφίας. Είναι η συνθετική αξιοποίηση των γεωγραφικών πραγματικοτήτων, ώστε αυτές να υπηρετούν τους πολιτικούς σκοπούς του κράτους.

    Ως διδακτορική διατριβή, εγκρίθηκε από το Πανεπιστήμιο Αιγαίου (Σχολή Επιστημών της Διοίκησης, ΤΝΕΥ, Χίος) τον Μάρτιο του 2019. Χάριτες οφείλω στους καθηγητές Ιωάννη Καρκαζή, Νικήτα Νικητάκο και Πέτρο Σιούσιουρα για την υποστήριξή τους.

    0.2 ΔΙΆΛΟΓΟΣ ΓΕΩΓΡΑΦΊΑΣ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΊΑΣ

    Ο γενάρχης της δυτικής στρατηγικής σκέψης και προπάτορας της γεωπολιτικής Θουκυδίδης, στρατηγός και συγγραφέας, έγραψε ότι «μέγα γὰρ τὸ τῆς θαλάσσης κράτος», δηλαδή μεγάλη η σημασία της θάλασσας ως παράγοντος ισχύος (Θουκ. Ι 143, 5), προσθέτω, σε πόλεμο και ειρήνη. Ο επίσης ημέτερος στρατηγός Κεκαυμένος (ΙΑ΄ αιών), που συνέγραψε το Στρατηγικόν, αποκαλεί το Ναυτικό «δόξα της Ρωμανίας».

    Είναι σαφές ότι η γεωγραφική θέση του ελληνικού χώρου, ηπειρωτικού και νησιωτικού, στο σημείο τομής Ευρώπης, Ασίας και Αφρικής, ο ειδικότερος οριζόντιος και κάθετος διαμελισμός του αφενός συνέβαλε στη ανάπτυξη της ιδιοφυΐας του ελληνικού λαού, αφετέρου ώθησε τον πληθυσμό σε δραστηριότητες υπερπόντιες με άξονα κυρίως το Αιγαίο, δραστηριότητες «εμπορίας και θεωρίας» που συσσώρευσαν ευημερία και γνώση. Παράλληλα, επέτρεψε στην Ελλάδα να γίνει υποκείμενο δράσεων, αλλά δυστυχώς και αντικείμενο δραστηριοτήτων που αποτελούν ευθεία συνάρτηση της περίβλεπτης θέσεως της χώρας στην Ανατολική Μεσόγειο και στην Εγγύς Ανατολή.

    Ο Ναπολέων στις εξομολογήσεις του στον Emmanuel de Las Cases στην Αγία Ελένη (1816) αναγνώρισε την αξία του ελληνικού χώρου ως του κομβικού σημείου του οποίου ο έλεγχος επιτρέπει την είσοδο ή αντιθέτως τον αποκλεισμό μιας ισχυροποιούμενης Ρωσίας από τις θερμές θάλασσες. Εις επήκοον της άποψης αυτής, ο Βρετανός Halford Mackinder έγραψε ότι ο έλεγχος της heartland (Ρωσία/Γερμανία) επί της Ελλάδος μπορεί να ανατρέψει την παγκόσμια ισορροπία και να δώσει δυνατότητα ελέγχου εφ’ όλης της Παγκόσμιας Νήσου (βλ. κατωτέρω)¹.

    Οι ρωγμές στη διεθνή πολιτική, μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και την ανάδυση ενός πολυπολικού κόσμου, η μεταβολή της αποστολής του ΝΑΤΟ μετά την κατάρρευση του Συμφώνου της Βαρσοβίας, η ανάκαμψη της Ρωσίας και η υιοθέτηση εκ μέρους της Τουρκίας μιας πολιτικής όλων των «αζιμουθίων», ο ανταγωνισμός στην κατασκευή εναλλακτικών οδεύσεων αγωγών μεταφοράς υδρογονανθράκων, η αποκατάσταση στην κοινή συνείδηση και η επιστροφή της γεωπολιτικής στην επικαιρότητα, η ανάγκη για εξ ύψους και εποπτικότερη θέαση των πολιτικών δρώμενων, όλα αυτά μαρτυρούν ότι ύστερα από έναν αιώνα τα δεδομένα των αρχών του 20ού μέχρι το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου χρήζουν μιας αναψηλάφησης και έρευνας από τη γωνία των συμφερόντων μας.

    Η ελληνική ηγεσία της εποχής του Α΄ Π.Π. διχάστηκε μπροστά σε αυτό το δίλημμα: αν θα συνταχθεί με τις δυνάμεις της Rimland, κυρίως της Αγγλίας και επίσης τότε της Γαλλίας και σε λίγο των ΗΠΑ –με την επίσης σύμμαχο της Triple Entente Ρωσία να περιπλέκει τους υπολογισμούς μας λόγω της διεκδικήσεως που είχε εγγράψει στην Κωνσταντινούπολη και στα Στενά– ή αν θα συμπαραταχθεί με τις δυνάμεις της Heartland, που τότε ήταν η Γερμανία και η Αυστροουγγαρία, δυνάμεις με ισχυρή επιρροή στην Αυλή, στο Επιτελείο και στον παλαιό πολιτικό κόσμο της Ελλάδος.

    Η ακριβής παράσταση και διεξοδική έκθεση των διλημμάτων αυτών στον χώρο και τον χρόνο και η οικονομική παράμετρος –καθώς τα Στενά, ο Εύξεινος Πόντος, το εμπόριο στη γραμμή Μασσαλία - Μάλτα - Σύρος/Πειραιάς - Κωνσταντινούπολη - Οδησσός, αλλά και η ποταμοπλοΐα του Δουνάβεως ήταν αρτηρίες ζωής για την εντός και εκτός του τότε βασιλείου εμπορική τάξη– θα αποτελέσουν το αντικείμενο της έρευνας αυτής.

    Τα διλήμματα, όμως, δεν θα ιδωθούν μόνο στη στρατηγική διάστασή τους, αλλά επίσης στην πολιτική, οικονομική, διπλωματική, εκείνη της στρατιωτικής τεχνολογίας, ακόμα και στην ιδεολογική (φιλελεύθερη αστοσύνη - συντηρητικός αγροτικός πληθυσμός, παλαιοελλαδίτες - διασπορά/αλύτρωτοι/νεοχωρίτες, δυτικός πολιτισμός - τευτονικός βαρβαρισμός, είτε Γερμανοί εκπολιτιστές έναντι παρακατιανών Σλάβων).

    Επιτρέψατέ μου να σκιαγραφήσω ορισμένες κρίσιμες (μη επαρκώς αξιολογημένες από την ιστοριογραφία) εξελίξεις το διάστημα που προηγήθηκε της έκρηξης του Μεγάλου Πολέμου, εσωτερικές και διεθνείς, που επηρέασαν τα κατοπινά, χωρίς να καταστήσουν απλούστερη τη λήψη των αποφάσεων που ακολούθησαν:

    Ελληνικές:

    – Το τέλος της περιόδου της «αψόγου στάσεως» έναντι της Πύλης, το Γουδή και η έλευση του Ελευθερίου Βενιζέλου, η απομάκρυνση των πριγκήπων από τον Στρατό, εκλόνισαν βαθιά την επιρροή των Κεντρικών Δυνάμεων στην Ελλάδα.

    – Η αναδιοργάνωση των ενόπλων δυνάμεων, την οποία ανέλαβε για μεν το Ναυτικό βρετανική, για δε τον Στρατό γαλλική αποστολή.

    – Η επίτευξη της, τελικά, κοσμοϊστορικής βαλκανικής συμμαχίας κυριολεκτικά κάτω από τη μύτη των δυνάμεων (γνώση της Ρωσίας).

    – Η υποχώρηση της επίπλαστης ιδεολογίας του ελληνο-οθωμανισμού που ευνόησαν οι Κεντρικές Δυνάμεις (στο πλαίσιο της αψόγου στάσεως) και η με το τέλος του Μακεδονικού Αγώνα και τη διάψευση των προσδοκιών εκ των νεοτουρκικών μεταρρυθμίσεων προσέγγιση μεταξύ των χριστιανικών κρατών της Χερσονήσου του Αίμου.

    – Η δημογραφική έκρηξη του ελληνισμού.

    Διεθνείς:

    – Η προσάρτηση της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης από την Αυστροουγγαρία (1908).

    – Η στροφή των Οθωμανών υπό τους Νεότουρκους προς τη Γερμανία.

    – Η αποτυχία της Γερμανίας να διατηρήσει σε τροχιά συνεργασίας τη σχέση με τη Ρωσία και τη Βρετανία.

    – Η κατάληψη των οθωμανικών εδαφών Λιβύης και Δωδεκανήσου από την Ιταλία.

    – Η ήδη προηγηθείσα εγκατάσταση της Βρετανίας στην Κύπρο.

    – Το σημαντικότερο, η σταδιακή εγκατάλειψη από το Λονδίνο του δόγματος της ακεραιότητας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία από σύμμαχος έγινε αντικείμενο λείας. Οι Νεότουρκοι επιτάχυναν την εξέλιξη αυτή.

    0.3 ΤΟ ΝΌΗΜΑ ΤΗΣ ΠΑΡΟΎΣΑΣ ΜΕΛΈΤΗΣ

    Η έρευνα του προκείμενου θέματος έχει στόχο να φωτίσει υπό το πρίσμα της σύγχρονης πραγματικότητας τις εναλλακτικές επιλογές μπροστά στις οποίες βρέθηκε το νεαρό ελληνικό κράτος, μετά την ενσωμάτωση της Θεσσαλίας, σε ό,τι αφορά στην επιλογή των συμμαχιών του, μέσα σε ένα διεθνές σκηνικό όπου η ισορροπία δυνάμεων γινόταν ασταθής και επισφαλής. Οι επιλογές αυτές γρήγορα πήραν διαστάσεις ασφυκτικού διλήμματος, καθώς η άνοδος της αυτοκρατορικής Γερμανίας που εμφανιζόταν ως φυσική περίπου σύμμαχος μιας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας σε σήψη και η διείσδυσή της σε σημαντική μερίδα της ελληνικής πολιτικής τάξεως δεν επέτρεπαν να θεωρείται αυτόματη και δεδομένη η συμπαράταξη της Ελλάδος σε περίπτωση μείζονος κρίσεως στο πλευρό των «προστάτιδων» δυνάμεων της ανεξαρτησίας, που είχαν συγκροτηθεί στην «Entente Cordiale».

    Η σύσταση νεοτέρων, πλην φιλόδοξων, κρατών στα Βαλκάνια, όπως η Βουλγαρία, η Σερβία αλλά και η Ρουμανία, καθιστούσε τις ελληνικές επιλογές περίπλοκες και την ανάγκη εσωτερικής πολιτικής και οικονομικής (ανα)-συγκρότησης αδήριτη, καθώς δεν ήταν εύκολο να φανεί ποιος θα ήταν ο αστερισμός των συμμαχητών, τόσο την ώρα της παγκόσμιας όσο και κατά τον χρόνο της περιφερειακής σύγκρουσης, η οποία τελικά προηγήθηκε.

    Καθώς το νεαρό βασίλειο ακόμα και μετά την ενσωμάτωση της Θεσσαλίας στέγαζε κρατικά εμφανώς λιγότερους από τους μισούς των απανταχού Ελλήνων, η ανάγκη επέκτασής του σε εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας –πολύ περισσότερο που αυτά τα διεκδικούσαν και τα άλλα νεαρά ορθόδοξα βασίλεια της Βαλκανικής– γινόταν πιεστική/απόλυτη.

    Ο σκοπός λοιπόν της παρούσας εργασίας είναι –έναν αιώνα μετά την κορύφωση των διλημμάτων που δίχασαν τον ελληνισμό– να αναδείξει ακριβώς τα διλήμματα και τις εναλλακτικές προτάσεις: α) σε περιφερειακό επίπεδο, με την Οθωμανική Αυτοκρατορία, όπου ακόμα το Γένος ήταν ισχυρό, κόντρα στα χριστιανικά βασίλεια ή σε συνεργασία με αυτά εναντίον των Οθωμανών, β) σε παγκόσμιο επίπεδο, με τις Κεντρικές Δυνάμεις ή με την Entente, γ) στα βορειοανατολικά –Θράκη– ή επί της ανατολικής ακτής του Αιγαίου κ.λπ. όσον αφορά τις εδαφικές διεκδικήσεις.

    Ώστε τρία βασικά διλήμματα διακρίνει ο μελετητής.

    Η μελέτη των φαινομένων αυτών, έναν αιώνα αργότερα, με την αποκατάσταση (rehabilitation) της γεωπολιτικής ως επιστημονικού εργαλείου, μπορεί να είναι σημαντική, καθώς η παρακμή των συμμαχικών σχημάτων του Ψυχρού Πολέμου και η ανακοπή της εμβαθυνσιακής δυναμικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχουν φέρει στην επιφάνεια ανταγωνισμούς πολιτικού/θρησκευτικού χαρακτήρα και απειλούν να ανασύρουν στο προσκήνιο, ακόμη και επί ευρωπαϊκού εδάφους, παλαιούς πολιτικούς και οικονομικούς ανταγωνισμούς.

    Ουδεμία επιστημονική δραστηριότητα του κλάδου των κοινωνικών/ηθικών/οικονομικών επιστημών μπορεί να είναι εντελώς απαλλαγμένη από αξιακές αντιλήψεις και σκοπιμότητες. Η παρούσα έρευνα δεν παύει να έχει υπόψη της πρωτίστως την ελληνική ιστορική, πολιτιστική, πολιτική, οικονομική εμπειρία. Από Έλληνα επιχειρείται, Έλληνες είναι οι κριτές και το βαθύτερο κίνητρο είναι, αναδεικνύοντας τα προ αιώνος διλήμματα, να εμβαθύνει στην ανάλυση σημερινών πραγματικοτήτων, να προβάλει συμφέροντα που παραμένουν σταθερά στην Ανατολική Μεσόγειο και στον Εύξεινο, βορείως των ελεγχομένων από την Τουρκία Στενών που συνδέουν τις δύο θαλάσσιες λεκάνες. Πέρα από επίκαιρες πολιτικές (π.χ. Δυτικά Βαλκάνια), κέντρο βάρους του κράτους αποτελεί το Αιγαίο, με εξακτινώσεις γεωπολιτικής, γεωοικονομικής και γεωπολιτιστικής επιρροής στο άκρο της Ανατολικής Μεσογείου και στη λεκάνη του Ευξείνου, διά των Στενών αλλά και διά παρακάμψεως αυτών.

    Η πραγμάτευση του θέματος δεν μπορεί να θεωρεί a priori δεδομένο το περιεχόμενο των όρων της «γεωπολιτικής» και του «Ανατολικού Ζητήματος», όρων άλλωστε διαχρονικά φορτισμένων, παρεξηγήσιμων και παρεξηγημένων.

    0.4 ΓΕΩΠΟΛΙΤΙΚΉ – ΤΑ ΠΡΟΛΕΓΌΜΕΝΑ ΑΥΤΉΣ

    Ως έννοια επιστημονική οφείλει την πατρότητά της στον Σουηδό Rudolf Kjellen² (1864-1922), καθηγητή Πολιτικών Επιστημών, ο οποίος μίλησε πρώτη φορά για «γεωπολιτική» το 1899, περίοδο κλονισμού του συστήματος ισορροπίας των δυνάμεων στην Ευρώπη αλλά και ξέφρενου ανταγωνισμού για την απόκτηση και κατοχύρωση αποικιακών κτήσεων, ιδίως στην Αφρική («the scramble for Africa»). Πρέπει ωστόσο να λεχθεί ότι ήδη ο Στράβων (63 π.Χ.-23 μ.Χ.) είχε δει τη γεωγραφική γνώση ως προαπαιτούμενο πολιτικής δράσης και συνεπώς λειτούργησε ως πρόδρομος της γεωπολιτικής θεωρίας, όταν γράφει: «Τῆς γεωγραφίας τό πλέον ἔστι πρός τάς χρείας τάς πολιτικάς. Χώρα γάρ τῶν πράξεων ἐστί γῆ καί θάλαττα, ἥν οἰκοῦμεν. Δῆλον οὖν ὅτι ἡ γεωγραφική πάσας ἐπί τάς πράξεις ἀνάγεται τάς ἡγεμονικάς...»³.

    Υπάρχουν διάφοροι συγκλίνοντες ορισμοί για τη γεωπολιτική. Μπορεί έγκυρα να λεχθεί ότι η γεωπολιτική είναι «η επιστήμη που εξετάζει τη γεωγραφική κατανομή της ισχύος», προστίθεται, στη δυναμική αυτής έκφανση⁴. Ο Γάλλος Yves Lacoste ορίζει τη «νέα γεωπολιτική» ως τη διάδραση ανάμεσα στο πολιτικό στοιχείο και στο εδαφικό.

    Ο όρος είχε διαφορετική απήχηση σε διαφορετικές εποχές. Η χρήση του διευρύνθηκε κατά τη διάρκεια του Α΄ Π.Π. και έφτασε στο απόγειό της κατά τον Μεσοπόλεμο. Μεταπολεμικά, η γεωπολιτική μπήκε στο χρονοντούλαπο της ιστορίας της πολιτικής επιστήμης, καθώς συνδέθηκε με τους Ναζί. Θεωρήθηκε ότι η επικράτηση της γεωπολιτικής λογικής στην αντίληψη για τα συμφέροντα και τους στόχους του κράτους εμπότισε την εξωτερική πολιτική της ναζιστικής Γερμανίας και επομένως εμβολίασε τα πνεύματα στην καταστροφική πορεία στην οποία οδήγησαν την Ευρώπη οι εθνικοσοσιαλιστές. Αυτός είναι ο λόγος που την επαύριο του πολέμου ο όρος εξορκίσθηκε και εκβλήθηκε από το πολιτικό λεξιλόγιο.

    Στην πράξη η γεωπολιτική λειτουργία δεν διακόπηκε –μέχρι που αποκαταστάθηκε στις δύο τελευταίες δεκαετίες και η ίδια η χρήση του όρου–, όπως άλλωστε η γεωπολιτική λογική του κράτους και των συσσωματώσεων που προηγήθηκαν αυτού υπήρξε πριν από την επινόηση του όρου. Γεωπολιτικές δράσεις, με όλες τις συνιστώσες και εξακτινώσεις τους, καταγράφονται ήδη από τους αιώνες της προϊστορίας, την εποχή που ονομάζουμε «Εποχή του Χαλκού». Τέτοια ήταν η Αργοναυτική Εκστρατεία (από το 1500 π.Χ.), αλλά και ο (2ος) Τρωικός Πόλεμος περί το 1200 π.Χ., το κορυφαίο συμβάν της Μυκηναϊκής περιόδου των Ελλήνων. Τα δύο αυτά γεγονότα και η εξεικόνισή τους από την αρχαία γραμματεία είναι σημεία αναφοράς, οδηγοί οιωνεί αταβιστικής ροπής των Ελλήνων προς τη ζώνη του Ευξείνου, εις το διηνεκές.

    Γεωπολιτικοί επί της ουσίας υπολογισμοί χαρακτήριζαν τις εξορμήσεις του Ραμσή Β΄ προς τη Συρία τον 13ο π.Χ. αιώνα. Αποτέλεσμα δε γεωπολιτικού συμβιβασμού υπήρξε η Συνθήκη Ειρήνης μετά την αμφίρροπης έκβασης μάχη με τους Χετταίους στο Καντές της κεντρικής Συρίας. Την ίδια γεωπολιτική συμπεριφορά επέδειξαν οι Πτολεμαίοι που διεκδικούσαν για λογαριασμό τους την Παλαιστίνη και τη νότια Συρία, αλλά και ο Μοχάμετ Άλη προς την ίδια κατεύθυνση (1832), έστω και αν αυτός εποφθαλμιούσε την πόλη σύμβολο Κωνσταντινούπολη-Κωνσταντίνια.

    Γεωπολιτική ήταν η στάση του Δαρείου του Α΄ του Μεγάλου, ο οποίος διέβη τον Ελλήσποντο και εξεστράτευσε μέχρι τα στόμια του Δούναβη το 514 π.Χ., σε μια άγονη προσπάθεια να καταστήσει το σύνολο του Ευξείνου εσωτερική θάλασσα του κράτους των Αχαιμενιδών.

    Γεωπολιτική ενόραση χαρακτήριζε την απόφαση του Επαμεινώνδα (370 π.Χ.) να εγκλωβίσει τη δύναμη των Σπαρτιατών στην κοιλάδα του Ευρώτα, με τη συνοίκηση-ίδρυση της Μεγαλόπολης και της Μεσσήνης στις βόρειες και νότιες παρειές του ίδιου ορεινού όγκου αντίστοιχα, στη φυσική γραμμή διεξόδου της Σπάρτης από την κοιλάδα του Ευρώτα.

    Γεωπολιτικό συμβολισμό ενείχε η μετονομασία της Ιερουσαλήμ σε Aelia Capitolina από τους Βεσπασιανό-Τίτο (70 μ.Χ.), όπως και η ονομασία Nova Roma-Νέα Ρώμη μετά τη μεταφορά της πρωτεύουσας από τον Κωνσταντίνο στο Βυζάντιο (330 μ.Χ.).

    Βαθύς μελετητής της γεωπολιτικής ανεδείχθη στο σπουδαστήριο της εξορίας του στον Βορρά του Αιγαίου ο Θουκυδίδης, που πολύ συνειδητά πρόβαλε τη σημασία της ναυτικής ισχύος στα πολιτικά πράγματα του ελληνικού τουλάχιστον κόσμου («μέγα γᾶρ τὸ τῆς θαλάσσης κράτος»).

    Αξιόλογος γεωπολιτικός ήταν ο Ναπολέων, όπως απέδειξε η εκστρατεία στην Αίγυπτο, εφήμερου ωστόσο αποτελέσματος, που δεν κατάφερε να εξουδετερώσει τη δομική ισχύ της Αγγλίας στις θάλασσες.

    Γεωπολιτική ήταν η σκέψη της Βρετανίας ανέκαθεν, από την εποχή των εκστρατειών του John Churchill, Δούκα του Marlborough στην ηπειρωτική Ευρώπη (1704) και αργότερα, όπως ενδεικτικά φαίνεται από την εγκαθίδρυση αλυσίδας βάσεων στον δρόμο προς τις Ινδίες, ήτοι Γιβραλτάρ, Μάλτα, Κύπρος, Αίγυπτος, Άντεν – όπως δηλώνεται με την επίμονη βούληση για έλεγχο των εκβολών του Σκάλδιος (Scheldte, Escault) και την ίδρυση του κράτους του Βελγίου, σφήνας μεταξύ Γαλλίας και Ολλανδίας, και όπως καταφαίνεται από τη διαχρονική συμμαχία με την Πορτογαλία στον Ατλαντικό. Τέλος, καθώς η γεωπολιτική και οι επιλογές που υπαγορεύει προσμετρούν τις συνέπειες των τεχνολογικών εξελίξεων, γεωπολιτικός υπήρξε ο λόγος που η Βρετανία εγκατέλειψε με την έναρξη του 20ού αιώνα το δόγμα της ακεραιότητας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Το πετρέλαιο γινόταν καύσιμη ύλη του στόλου, τεράστια κοιτάσματα εντοπίζονταν σε οθωμανικά εδάφη, στην Αραβική Χερσόνησο, ενώ παράλληλα το 1907 η Βρετανία συνδιαλλασσόταν με τον βασικό γεωπολιτικό αντίπαλό της και διεκδικητή της Κωνσταντινούπολης, τη Ρωσία, ενώπιον της γερμανικής Machtpolitik.

    H γεωπολιτική, λοιπόν, διακρίνει κανείς ότι είναι επίσης «η εφαρμοσμένη από το κράτος αντίληψη της πολιτικής γεωγραφίας, της οποίας αποτελεί τη δυναμική έκφανση». Αυτό ήταν το νόημα, 100 χρόνια πριν από τον Kjellen, της φράσης του Ναπολέοντα «κάθε κράτος κάνει την πολιτική που επιβάλλει η γεωγραφία του».

    0.5 ΑΝΑΤΟΛΙΚΌ ΖΉΤΗΜΑ

    Κυριολεκτικώς, Ανατολικό Ζήτημα (The Eastern Question, La Question d’ Orient: ορώμενο από το Λονδίνο και το Παρίσι) ήταν το ζήτημα της διανομής των εδαφών της σε αποδρομή και παραπαίουσας, προϊόντος του 19ου αιώνα, Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, κατ’ εξοχήν δε του ελέγχου των Στενών Βοσπόρου και Ελλησπόντου, και της Κωνσταντινούπολης. Τούτο υπήρξε κυρίαρχο ζήτημα της παγκόσμιας διπλωματίας, απετέλεσε αντικείμενο των Συνθηκών των Παρισίων (1856) και του Βερολίνου (1878). Περαιτέρω, οι Συνθήκες των Βαλκανικών Πολέμων, του Λονδίνου (1913) και του Βουκουρεστίου (1913), όπως επίσης και εκείνες εκ του Α΄ Π.Π. (Βερσαλλιών, Νεϊγύ, Σεβρών) σε σημαντικό βαθμό είχαν ως αντικείμενο τη ρύθμιση του Ανατολικού Ζητήματος.

    Η τελική συμβατική πράξη –ταυτοχρόνως γενέθλια διεθνής νομική πράξη της Τουρκικής Δημοκρατίας– γύρω από το Ανατολικό Ζήτημα είναι η Συνθήκη της Λωζάννης (23.07.1923), η τελευταία, άλλωστε, πράξη εκ του Α΄ Π.Π. Δίδυμο κείμενο συνιστά η Σύμβαση της Λωζάννης για τα Στενά, που υπογράφηκε την ίδια ημέρα.

    Ωστόσο, από μακροϊστορικό πρίσμα, όπως ένιοι ιστορικοί υποστηρίζουν, Ανατολικό Ζήτημα, πέραν Ρωσίας και Τουρκίας, είναι ο αέναος αγώνας περί του ποιος θα επικρατεί, θα ελέγχει και θα κατέχει την κλείδα από τη Μαύρη Θάλασσα προς το Αιγαίο και την άλλη Μεσόγειο, και αντιστρόφως. Ποιος δηλαδή θα ελέγχει τα στενά περάσματα Δαρδανέλλια και Βόσπορο που οδηγούν στις δύο ομφάλιες θάλασσες του παλαιού κόσμου. Το συμβατικό κείμενο που ρυθμίζει σήμερα την κατάσταση αυτή είναι η Σύμβαση του Montreux (1936)⁵.

    0.5.1 Μεθοδολογικό πλαίσιο – Επιστημονική έρευνα και μέθοδος

    Ο συντάκτης της μελέτης δεν έχει a priori στόχο, τον οποίο επιδιώκει πάση θυσία να επαληθεύσει. Δεν διαπνέεται από αντιλήψεις, στην προκρούστεια κλίνη των οποίων πασχίζει να ταιριάξει πραγματικότητες και γεγονότα.

    Ακολουθώντας μια εκλεκτική «εμπειρική-αναλυτική» προσέγγιση, προσπαθεί να αναδείξει παλαιά διλήμματα υπό το φως των σημερινών πραγματικοτήτων και αναγκών, να φωτίσει διαχρονικές σταθερές, όπου αυτές προκύπτουν, όπως απορρέουν από τη γεωγραφία, και έτσι να θέσει στη διάθεση μελετητών και ανθρώπων της πράξης υλικό για βελτιωμένη λήψη αποφάσεων.

    Το μεθοδολογικό του πλαίσιο προσδιορίζεται, κατ’ αρχήν, από τη διδασκαλία του Karl R. Popper και τη θεωρία αυτού περί Falsifizierbarkeit (διαψευσιμότητας), όπως διατυπώθηκε στο βασικό έργο του Η λογική της Έρευνας (Die Logik der Forschung, Α΄ έκδοση Βιέννης, 1934)⁶. Θεμελιώδες αξιωματικό αίτημα (oberste axiomatische Grundforderung) του Popper είναι ότι οι επιστημονικές υποθέσεις/θεωρίες οφείλουν να είναι ελέγξιμες, δεκτικές της βασάνου της εξέτασης και του ελέγχου, με άλλα λόγια ανασκευάσιμες και διαψεύσιμες (falsifizierbar)⁷. Οι υποθέσεις, πάλι, που περνούν τη βάσανο της διάψευσης/ανασκευής/απόρριψης δεν είναι ακριβώς αληθείς, αλλά τείνουν όλο και περισσότερο να προσεγγίζουν την επιστημονική αλήθεια (wahrheitnächste).

    H διάκριση της μεθόδου Popper, κατά βάσιν απαγωγική (deductive) –από την επαγωγική (inductiv) που μας παραδόθηκε από τον Αριστοτέλη– στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στην εμπειρική παρατήρηση και εξ αυτής διατύπωση προτάσεων και άντληση συμπερασμάτων. Σύμπτωμα της όχι ευχερούς διάκρισης, καθώς αφετηρία και των δύο είναι η εμπειρία, είναι το γεγονός ότι, ενώ ο Popper στον Μεσοπόλεμο είχε ισχυρά διαφοροποιηθεί από τον θετικιστικό κύκλο της Βιέννης (Wiener Kreis - Schlick, Karnap, Neurath), στις δεκαετίες του ’50 και του ’60 εθεωρείτο στο Λονδίνο ως κατ’ εξοχήν θετικιστής (Erz-positivist). Τη μέθοδο λοιπόν αυτήν της Falsifizierbarkeit/fallibility, μέθοδο εμπειρική/απαγωγική, κατά βάσιν ασπάζομαι και ακολουθώ στη διεξαγωγή της έρευνάς μου, μέθοδο κατ’ εξοχήν ισχυρή και ισχύουσα για τις κοινωνικές επιστήμες.

    Στην προκείμενη διατριβή τα παραπάνω σημαίνουν ότι αίφνης στην ιστορική διαμάχη Βενιζέλου-Κωνσταντίνου εκκινώ από τη γενικώς παραδεδομένη αντίληψη για το αναμφίλεκτο του διεκδικήσιμου των δυτικών περιφερειών της Μικράς Ασίας από

    Enjoying the preview?
    Page 1 of 1