Discover millions of ebooks, audiobooks, and so much more with a free trial

Only $11.99/month after trial. Cancel anytime.

Ανάμεσα στην Αλθαία και τον Ελλέβορο: Therinia, #2
Ανάμεσα στην Αλθαία και τον Ελλέβορο: Therinia, #2
Ανάμεσα στην Αλθαία και τον Ελλέβορο: Therinia, #2
Ebook568 pages7 hours

Ανάμεσα στην Αλθαία και τον Ελλέβορο: Therinia, #2

Rating: 0 out of 5 stars

()

Read preview

About this ebook

Δύο χρόνια μετά τον εμφύλιο της Θερίνια, ένας μυστηριώδης άντρας εμφανίζεται στην Τύοναν, τη θερινιακή πρωτεύουσα, αναζητώντας το θρυλικό Φιδογητευτή, που είχε εμφανιστεί τον καιρό των μεγάλων ταραχών στο βασίλειο και είχε εξαφανιστεί αφήνοντας πίσω του πτώματα και φρίκη. Ο πρίγκιπας Αθίριλ έχει δημιουργήσει το στόλο του από την αρχή και ετοιμάζεται να επιτεθεί στο βασίλειο των Σεντουίνων, για να εκδικηθεί για την απρόκλητη επίθεσή τους στη Φέργκα. Στη Νόβιντομ, πρωτεύουσα των Σεντουίνων, η Νεβιέστα μακριά από την πατρίδα της και απομονωμένη στα βασιλικά δώματα, αναλογίζεται τη μοίρα της και τη νέα της ζωή στο πλευρό του βασιλιά Λέφεγεζ. Και ενώ οι άνθρωποι μάχονται για να εξασφαλίσουν την εφήμερη δόξα, σκοτεινές δυνάμεις σχεδιάζουν την εξάπλωση της κυριαρχίας τους μέχρι τα πέρατα της γης.

LanguageΕλληνικά
Release dateJan 8, 2022
ISBN9798224195954
Ανάμεσα στην Αλθαία και τον Ελλέβορο: Therinia, #2
Author

Stylianos Kilimantzos

Stylianos Kilimantzos has studied English Literature and has an MA degree in Translation Studies. In the past he has taught English and is currently working as a translator and interpreter. He has written and published four novels in Greek: The Chronicle of the Frozen Continent, For the Therinian Throne, The Diamond of the Gods and Memnon and Themis.

Related to Ανάμεσα στην Αλθαία και τον Ελλέβορο

Titles in the series (1)

View More

Related ebooks

Reviews for Ανάμεσα στην Αλθαία και τον Ελλέβορο

Rating: 0 out of 5 stars
0 ratings

0 ratings0 reviews

What did you think?

Tap to rate

Review must be at least 10 words

    Book preview

    Ανάμεσα στην Αλθαία και τον Ελλέβορο - Stylianos Kilimantzos

    ΑΦΙΕΡΩΣΗ

    Στη μικρή Κατερίνα

    Τίτλος: Ανάμεσα στην Αλθαία και τον Ελλέβορο

    Συγγραφέας: Στυλιανός Κιλημάντζος

    Εκδότης: Στυλιανός Κιλημάντζος, Αθήνα,

    Ιανουάριος 2022

    1

    Δεν τον ενοχλούσε η νερωμένη μπύρα. Ούτε η κάπνα που έκανε την αίθουσα αποπνικτική. Δεν έδινε σημασία στις φαγωμένες από τους τερμίτες σανίδες που έτριζαν ενοχλητικά ή στη μύγα που επέπλεε στη σούπα του διπλανού του. Όλα αυτά μπορούσε να τα σπρώξει στα βάθη του μυαλού του και να φτάσει στο σημείο να μην τα αντιλαμβάνεται καν. Άλλωστε αυτή η ικανότητα αποτελούσε κομμάτι της εκπαίδευσής του. Αυτό που του ήταν αδύνατον όμως να αντέξει ήταν η δυσωδία της ανθρώπινης παρουσίας. Ο συνωστισμός τόσων κορμιών σε έναν τόσο μικρό χώρο. Και δεν τον πείραζε μόνο στο πανδοχείο, όπου είχε περάσει την τελευταία μισή ώρα, αλλά και στους πολύβουους δρόμους της Τύοναν, της θερινιακής μητρόπολης. Σαν φωλιά μυρμηγκιών η πρωτεύουσα άνοιγε την αγκαλιά της σε χιλιάδες από τα θορυβώδη αυτά δίποδα πλάσματα, αφήνοντάς τα να κατακλύσουν κάθε οδό και σοκάκι, καθώς έτρεχαν αμέριμνοι στις καθημερινές τους υποχρεώσεις, σκουντώντας, βρίζοντας και ρίχνοντας ακόμα και στο έδαφος τούς ομοίους τους. Η μετακίνηση σε αυτές τις συνθήκες ήταν ένα πραγματικό μαρτύριο για εκείνον, αφού κάθε φορά που ερχόταν σε επαφή με έναν άνθρωπο, ένιωθε τη ραχοκοκαλιά του να τρέμει ολόκληρη.

    Προσπαθούσε να θυμίζει στον εαυτό του ότι και εκείνος κάποτε ήταν άνθρωπος. Είχαν όμως περάσει πολλά χρόνια από τότε και άλλωστε δεν είχε ζήσει ποτέ σε πόλη ώστε να συναναστραφεί μαζί τους. Όλη του σχεδόν τη ζωή την είχε περάσει στο μοναστήρι και μέχρι πριν από δύο χρόνια η μόνη πραγματικότητα που γνώριζε ήταν ο μικρός εκείνος κόσμος, αποκομμένος με ένα τείχος από την ασχήμια της υπόλοιπης πραγματικότητας. Το καθήκον όμως τον είχε αναγκάσει να φύγει από εκείνο το καταφύγιο και να αφήσει πίσω του την αγνότητα και την αθωότητα, προκειμένου να οπλιστεί για να αντιμετωπίσει την αδίστακτη και πονηρή ανθρωπότητα. Ο διδάχος του τού είχε πει ότι θα έπρεπε να αισθάνεται τιμή, γιατί χρόνια είχε να στείλει η αδελφότητα κάποιον πέρα από την πύλη του ιερού τους χώρου. Όσο όμως περνούσε ο χρόνος, δυσκολευόταν όλο και περισσότερο να αισθανθεί τιμημένος και να επικεντρωθεί στο ιερό του καθήκον. Ένα λιγδιασμένο χέρι που προσγειώθηκε με δύναμη στον ώμο του, δε βοήθησε καθόλου στο να βελτιωθεί η διάθεσή του.

    Φίλε μου, θα σκάσεις με τα γάντια και την κουκούλα. Έξω έχει λιακάδα. Ήταν ο πληροφοριοδότης του, με τον οποίον είχαν κανονίσει συνάντηση στην οποία είχε καθυστερήσει αδικαιολόγητα πολύ. Στράφηκε προς τον άντρα κρύβοντας τη δυσαρέσκειά του και χρησιμοποιώντας το συνηθισμένο του ψέμα, δικαιολόγησε την αμφίεσή του.

    Έχω ευαισθησία στον ήλιο και δεν πρέπει να εκτίθεμαι στις ακτίνες του. Ο πληροφοριοδότης του τον κοίταξε χωρίς να καταλαβαίνει.

    Δεν πρέπει να με βλέπει ο ήλιος!!! φώναξε πάνω από τον αχό της ταβέρνας. Το πρόσωπο του άλλου άντρα φωτίστηκε από κατανόηση.

    Εντάξει. Πάμε τότε. Έχω να σου δείξω κάτι που μάλλον θα σε ενδιαφέρει. Δεν ήταν καθόλου σίγουρος για τη δήλωση του συνεργάτη του, καθώς τον είχε ήδη απογοητεύσει τρεις φορές με τα ευρήματά του, κάτι που καταδείκνυε τη βιασύνη του να πάρει την αμοιβή και να ξεμπερδεύει με το μυστηριώδη πελάτη του. Είχε αρχίσει να χάνει την υπομονή του με το τσιράκι που είχε επιλέξει και είχε αποφασίσει πως εκείνη θα ήταν η τελευταία του ευκαιρία. Αν και εκείνη η ημέρα αποδεικνυόταν χάσιμο χρόνου, θα έψαχνε αλλού για στοιχεία. Βγαίνοντας από την ταβέρνα, κάλυψε το στόμα του για να προστατευτεί από τη σκόνη του δρόμου. Ακολούθησε τον πληροφοριοδότη μέσα από ένα λαβύρινθο ανθρώπων, κάρων, αλόγων και λοιπών υποζυγίων. Στο βάθος δέσποζαν τα καινούργια τείχη της Τύοναν, εντυπωσιακά και θεωρητικά απόρθητα. Για την ανέγερσή τους, που αποτελούσε προσωπική δέσμευση του βασιλιά Νέγουεν, είχαν έρθει αρχιτέκτονες και εργάτες από όλον τον κόσμο. Το κόστος είχε φανεί και στην αύξηση της φορολογίας. Λίγοι όμως δυσανασχετούσαν, καθώς οι μνήμες από τα γεγονότα δύο χρόνια πριν, ήταν ακόμα νωπές. Στη μάχη ανάμεσα σε ευγενείς και Βασιλιά, οι αδύναμοι που είχαν βρεθεί στη μέση είχαν πληρώσει το ακριβότερο τίμημα. Προτιμούσαν λοιπόν τη σταθερότητα του Νέγουεν παρά τα όποια ελαττώματά του. Η σταθερή εξουσία χρειαζόταν και ένα προπύργιο που θα την προστάτευε τόσο από τους εξωτερικούς όσο και από τους εγχώριους εχθρούς.

    Μπήκαν στα στενά σοκάκια αφήνοντας πίσω την κεντρική λεωφόρο. Πλέον κάλυπτε το στόμα και τη μύτη του, όχι από τη σκόνη αλλά από τη δυσωδία των σκουπιδιών από σπίτια και καταστήματα. Ο πληροφοριοδότης δε φαινόταν να έχει τόσο ευαίσθητη όσφρηση ή απλά είχε συνηθίσει τη ζωή στη μεγαλούπολη και τα χαρακτηριστικά της. Προχωρούσε απτόητος και ζωηρός, οδηγώντας τον πελάτη του στο μυστηριώδες εύρημα, για το οποίο δε θέλησε να μιλήσει στην ταβέρνα. Οι μαγαζάτορες είχαν στήσει τραπεζάκια και έπαιζαν χαρτιά και άλλα τυχερά παίγνια, ενώ διάφορα τετράποδα μάλωναν για μια μπουκιά από τα απορρίμματα των ταβερνών. Σε ένα οίκημα είδε άντρες να απαντούν στα καλέσματα ισχνά ντυμένων κοριτσιών, ενώ μέσα από τους τοίχους ακούγονταν ήχοι τούς οποίους δεν μπορούσε να χαρακτηρίσει με σιγουριά ως έκφραση πόνου ή κάποιας άλλης αίσθησης. Παρατηρούσε διαφόρων ειδών δοσοληψίες που υποτίθεται πως γίνονταν μυστικά, αλλά στο δικό του υπερφυσικά ανεπτυγμένο βλέμμα ήταν ολοφάνερες. Τα ερεθίσματα πλημμύριζαν το οπτικό του πεδίο και του αποσπούσαν την προσοχή από τον πληροφοριοδότη του, ο οποίος επέμενε να προχωράει με βήμα ταχύ, χωρίς να τον περιμένει.

    Η διαδρομή τους όμως είχε τέλος μέσα από το λαβύρινθο των μυριάδων εικόνων και αυτό ήταν μια ετοιμόρροπη πόρτα ενός καταστήματος που μύριζε σαν σφαγείο. Ο πληροφοριοδότης άνοιξε και άρχισαν να κατεβαίνουν τα σκαλιά προς ένα υπόγειο στο οποίο δεν έφτανε το φως της ημέρας. Μόνο ένας πυρσός βελτίωνε την ορατότητα των κοινών θνητών στο χώρο. Αλλά για τον κουκουλοφόρο άντρα ήταν υπεραρκετό. Ο χώρος χρησίμευε στην αποθήκευση κρεάτων και ήταν γεμάτος από σφαχτά που κρέμονταν από τσιγκέλια, ενώ παντού υπήρχαν κομμάτια πάγου για τη συντήρηση του εμπορεύματος. Ένας χοντρός άντρας με ματωμένη ποδιά τούς περίμενε κρατώντας έναν μπαλτά. Κοίταξε τον κουκουλοφόρο με καχυποψία και πέταξε μια φορά τον μπαλτά στον αέρα για να τον ξαναπιάσει, σε μια αποτυχημένη κίνηση εντυπωσιασμού.

    Πες του να βγάλει την κουκούλα είπε στον πληροφοριοδότη. Εκείνος κάτι γύρισε να πει αλλά ο κουκουλοφόρος τον έκοψε και απευθύνθηκε στο χασάπη.

    Δε χρειάζεται να δεις το πρόσωπό μου. Απλά πες τι ξέρεις και θα πληρωθείς. Ο χασάπης τον κάρφωσε με το βλέμμα του και έσφιξε τον μπαλτά. Ο κουκουλοφόρος δεν πτοήθηκε ενώ ο πληροφοριοδότης ίδρωνε έντονα φοβούμενος ότι θα στράβωνε η συμφωνία. Τελικά ο χασάπης το ξανασκέφτηκε.

    Το πτώμα που ψάχνεις δεν είναι πια εδώ. Το έδειχνα στους περίεργους που μου τα έσκαγαν για να δουν κάτι πιο εξωτικό και το είχα καλοδιατηρημένο κιόλας. Ο πάγος εδώ κάτω βοήθησε. Δυστυχώς όμως κάποιοι ζήλεψαν και ήθελαν να κάνουν και αυτοί την τύχη τους. Έτσι μου επιτέθηκαν ένα βράδυ, μου πήραν τα κλειδιά και κατέβηκαν στο υπόγειο. Το πτώμα έκανε φτερά και αυτοί οι δύο έχουν χαθεί από προσώπου γης.

    Τι μπορείς να μου πεις για αυτούς; Κάποιο χαρακτηριστικό;

    Βρώμαγαν ψόφιο δέρμα. Βάζω στοίχημα ότι ήταν βυρσοδέψες. Είχα πάει στα βυρσοδεψεία που είναι στη Φέργκα για να τους ψάξω, αλλά φαίνεται ότι έπιασαν την καλή με το πτώμα και εξαφανίστηκαν. Δεν ξέρω τίποτα άλλο. Πλήρωνε τώρα.

    Δεν μπορείς να περιγράψεις πώς ήταν εξωτερικά; επέμεινε ο κουκουλοφόρος προκαλώντας τη δυσφορία του χασάπη.

    Ήταν σκοτεινά και δε φαίνονταν καλά. Σου είπα ό,τι ξέρω. Τι άλλο θες πια; Τα στοιχεία ήταν ελάχιστα αλλά παρόλα αυτά ο κουκουλοφόρος πλήρωσε τους δύο άντρες. Έβαλε το χέρι του σε μια από τις πτυχές του μανδύα του και έβγαλε ένα πουγκί με νομίσματα, βλέποντας το χασάπη να τεντώνεται φοβούμενος ότι πήγαινε να αρπάξει κάποιο όπλο. Όταν άκουσε το κουδούνισμα του περιεχομένου, οι μύες των χεριών και του λαιμού του χαλάρωσαν αισθητά. Φεύγοντας, τους άκουσε να κανονίζουν τη μοιρασιά με τον καθένα να θεωρεί ότι είχε προσφέρει περισσότερα στην υπόθεση και άρα δικαιούτο μεγαλύτερο μερίδιο. Βγήκε έξω στα σοκάκια έχοντας πλέον έναν προορισμό. Αυτό το στοιχείο αποτελούσε μια σημαντική βελτίωση, καθώς μερικές μέρες πριν, όταν πρωτοήρθε στην πόλη, δεν είχε ιδέα από πού να ξεκινήσει. Περιφερόταν στους δρόμους σαν χαμένος, προσπαθώντας να χωνέψει όλες αυτές τις πρωτόγνωρες εμπειρίες, μέχρι που τον είχε πλησιάσει από μόνος του ο άνθρωπος που έμελλε να γίνει ο πληροφοριοδότης του. Ήταν σίγουρος πως στην αρχή ήθελε απλά να τον ληστέψει. Η εμφάνισή του όμως και η περίεργη συμπεριφορά του μάλλον τον τρόμαξαν και το ξανασκέφτηκε. Αποφάσισε τελικά να βοηθήσει τον κουκουλοφόρο με το αζημίωτο φυσικά. Ο μικρός αυτός απατεώνας δεν το γνώριζε, αλλά η τελική του αυτή απόφαση τού είχε σώσει και τη ζωή. Αν επιχειρούσε να επιτεθεί στον κουκουλοφόρο, τα πράγματα θα εξελίσσονταν πολύ άσχημα για εκείνον.

    Ο κουκουλοφόρος συμβουλεύτηκε το χάρτη του για να βρει την πόλη με το όνομα Φέργκα. Ήταν μια παραθαλάσσια περιοχή όπου οι βυρσοδέψες προμηθεύονταν το νερό και το αλάτι που ήταν τόσο απαραίτητα για την τέχνη τους, ενώ κοντά στην περιοχή υπήρχε και δάσος από όπου έκοβαν τα δέντρα για το φλοιό του πεύκου και για τα βελανίδια, που χρησίμευαν στη βαφή των δερμάτων. Το πιο σημαντικό στοιχείο όμως της περιοχής ήταν ότι εκεί βρισκόταν το Αρχηγείο του Στόλου. Ενός στόλου ένδοξου που είχε πετύχει πριν δύο χρόνια σπουδαίες νίκες κατά των πειρατών και που είχε αποκρούσει την άνανδρη επίθεση των Σεντουίνων με μεγάλες όμως απώλειες. Σύμφωνα πάντως με τα όσα είχε ακούσει στους δρόμους και στα καπηλειά, ο στόλος είχε δημιουργηθεί εκ νέου, ακόμα πιο μεγαλεπήβολος και σύντομα τα καινούργια σκαριά θα έπλεαν για να πνίξουν στο αίμα και τη φωτιά τις ακτές των Σεντουίνων, δείχνοντας ότι όποιος επιτίθεται στη Θερίνια δε μένει ατιμώρητος. Οι κάτοικοι της Τύοναν μιλούσαν με θαυμασμό για τον πρίγκιπα Αθίριλ, Αρχηγό του Στόλου και αδελφό του βασιλιά Νέγουεν. Πολλοί πίστευαν ότι εκείνος θα έπρεπε να κάθεται στο θρόνο, ενώ άλλοι θεωρούσαν ότι ήταν καλύτερο να βρίσκεται επικεφαλής της εκστρατείας που θα ταπείνωνε τους εχθρούς της χώρας. Ο κουκουλοφόρος θα μπορούσε να περπατήσει μέχρι εκεί χωρίς να σταματήσει για ξεκούραση ή για ύπνο, φτάνοντας έτσι σε μερικές ημέρες. Δεν κινδύνευε εξάλλου από εξάντληση. Όμως ήθελε να κινηθεί γρήγορα, γνωρίζοντας ότι ήδη είχε χάσει πολύτιμο χρόνο και φοβούμενος ότι δε θα έβρισκε ούτε εκείνος κάποιο στοιχείο, όπως είχε συμβεί με το χασάπη. Αγόρασε λοιπόν ένα άλογο και έσπευσε να φτάσει κοντά στο μοναδικό του ίχνος.

    Κάλπασε όσο πιο γρήγορα του επέτρεπαν οι δυνάμεις του αλόγου του. Μπορεί εκείνος να μη χρειαζόταν ξεκούραση, αλλά δεν ίσχυε το ίδιο και για το ζωντανό. Τα βράδια αναγκαζόταν να το ξεκουράζει αφού έτσι και αλλιώς η κίνηση στο σκοτάδι θα ήταν επικίνδυνη. Όσα σε εκείνον φαίνονταν πεντακάθαρα μετά τη δύση του ήλιου, ήταν απλά σκιές για τον ταλαιπωρημένο ίππο. Χρειαζόταν επίσης διαλείμματα για να το ταΐζει σανό και να του δίνει νερό για να ξεδιψάσει. Η αλήθεια ήταν πως επρόκειτο για ένα καταπληκτικό πλάσμα, με γρήγορο καλπασμό και υπάκουο στις υποδείξεις του αναβάτη. Όμως ο κουκουλοφόρος δεν μπορούσε να εκτιμήσει αυτά τα προταιρήματα, γιατί η αγωνία του πως θα έφτανε πολύ αργά στη Φέργκα μεγάλωνε όλο και περισσότερο. Μετά από μερικές μέρες όμως η οξυμένη όσφρησή του εντόπισε θαλασσινό νερό και σύντομα είδε τα πρώτα σπίτια της μικρής σε έκταση αλλά τεράστιας σε στρατηγική σημασία Φέργκα. Κατευθύνθηκε προς το λιμάνι που σύμφωνα με όσα είχε ακούσει θα έσφυζε από ζωή. Εκεί θα ρωτούσε για τα βυρσοδεψεία και ίσως αντλούσε και άλλες πληροφορίες. Όσο πλησίαζε προς τα εκεί το πλήθος πύκνωνε και σύντομα αναγκάστηκε να αφιππεύσει, να δέσει το ανακουφισμένο για τη στάση άλογο και να συνεχίσει πεζός.

    Η αγορά του λιμανιού ήταν γεμάτη από ψαράδες και εμπόρους ειδών αλιείας ενώ οι υποψήφιοι πελάτες δεν έλειπαν, κινούμενοι από πάγκο σε πάγκο αναζητώντας τις καλύτερες ευκαιρίες. Πολλοί ήταν καινούργιοι κάτοικοι οι οποίοι είχαν εγκατασταθεί μόνιμα τα τελευταία χρόνια της μεγάλης άνθησης. Δίχτυα, καλάμια, αγκίστρια και όλων των ειδών τα θαλασσινά γέμισαν το οπτικό του πεδίο, ενώ σε ορισμένα σημεία η μυρωδιά τού φαινόταν ανυπόφορη. Η στρατιωτική παρουσία ήταν και αυτή έντονη με περιπόλους να ανοίγουν δρόμο ανάμεσα στο πλήθος, με τον επικεφαλής να σαρώνει διερευνητικά το χώρο. Προχωρώντας εντόπισε και τα πλοία τα οποία είχαν γεμίσει τον κόλπο, ενώ πολλά διακρίνονταν ακόμα πιο μακριά. Το θέαμα ήταν επιβλητικό και ερχόταν να προστεθεί στις μυριάδες νέες συγκινήσεις που είχε ζήσει από τη μέρα που πέρασε την πύλη του μοναστηριού για να βγει για πρώτη φορά στη ζωή του στον έξω κόσμο, πολύ περισσότερο φοβισμένος από ό,τι περίεργος. Το καθήκον όμως ξεπερνούσε τον οποιονδήποτε φόβο. Αυτός ήταν άλλωστε ο όρκος που είχε δώσει. Ένα σούσουρο που ξεσηκώθηκε από το πλήθος γύρω του τον έκανε να αποτραβήξει το βλέμμα από τα καράβια και να κοιτάξει πίσω του. Δε χρειάστηκε παρά μόνο μια στιγμή για να εντοπίσει το λόγο της αναστάτωσης, αφού καβάλα σε ένα μεγαλοπρεπές άτι που θα έκανε το δικό του άλογο να ντρέπεται, διερχόταν ένας εντυπωσιακός πολεμιστής με αστραφτερή πανοπλία, σπαθιά και παράσημα. Τα μακριά ξανθά μαλλιά του ανέμιζαν από τη θαλασσινή αύρα και το αυστηρό του πρόσωπο συνόδευαν ουλές, που αντί να μειώνουν το παράστημά του τον καθιστούσαν ακόμα πιο επιβλητικό. Ακόμα και αν οι γύρω του δεν ψιθύριζαν εκστασιασμένοι το όνομά του, ο κουκουλοφόρος θα καταλάβαινε ότι ο άντρας δεν ήταν άλλος από τον ήρωα της Θερίνια, τον πρίγκιπα Αθίριλ. Κατευθύνθηκε προς το κτίριο που στεγαζόταν το διοικητήριο και μετά από λίγο χάθηκε, αφήνοντας τον κόσμο να επιστρέψει στις δουλειές του.

    Ο κουκουλοφόρος ρώτησε έναν ψαρά για τα βυρσοδεψεία και εκείνος αφού προσπάθησε να του πουλήσει έναν μπακαλιάρο, τελικά παραιτήθηκε και του έδειξε ενοχλημένος προς τα πού θα έπρεπε να κατευθυνθεί. Ήταν έξω από την πόλη σε μια απόμερη παραλία, σε έναν ξεχωριστό οικισμό αποτελούμενο από πέτρινες οικίες και εργαστήρια. Φτάνοντας διέκρινε δεκάδες απλωμένα και αλατισμένα δέρματα και τους επαγγελματίες της περιοχής να εργάζονται άοκνα, χωρίς να του δίνουν ιδιαίτερη σημασία. Άρχισε να ρωτάει έναν-έναν τους άντρες και τις γυναίκες που συναντούσε, δίνοντας περιγραφή των δύο αντρών που αναζητούσε, τονίζοντας ακόμα και τη λεπτομέρεια ότι μπορεί να μετέφεραν κάποια στιγμή ένα μεγάλο σάκο. Οι περισσότεροι όμως ήταν απρόθυμοι να τον ενημερώσουν, ενώ καταλάβαινε ότι ήξεραν για ποιους μιλούσε. Αφού δεν είχε τύχη με τους ενήλικες πλησίασε μια παρέα παιδιών που έπαιζαν στην αμμουδιά. Χρησιμοποιούσαν κλαδιά δέντρων για σπαθιά και πολεμούσαν με ζέση εναντίον φανταστικών πειρατών. Τους έπιασε την κουβέντα και τον ενημέρωσαν με περηφάνια ότι είχαν λάβει μέρος και εκείνα στη μάχη της Φέργκα εναντίον των Σεντουίνων και μάλιστα είχαν σκοτώσει έναν από τους εχθρούς που προσπαθούσε να διαφύγει. Ο κουκουλοφόρος προσποιήθηκε ενδιαφέρον για να τα κάνει να του ανοιχτούν περισσότερο.

    Σύντομα η γλώσσα των πιτσιρικάδων λύθηκε και μπόρεσε να εισάγει προσεκτικά μέσα στην κουβέντα τα ερωτήματα που τον έκαιγαν. Υπήρχαν δύο αδέρφια τα οποία όποτε τους επέτρεπαν οι υποχρεώσεις τους και το πουγκί τους, πήγαιναν στην Τύοναν για διασκεδάσεις που δεν έβρισκε κανείς στην επαρχιακή Φέργκα. Μια μέρα όμως έφυγαν και δεν ξαναγύρισαν ποτέ. Κάποια στιγμή είχε έρθει άλλος ένας άντρας και ρώταγε για αυτούς. Δίχως άλλο επρόκειτο για το χασάπη, ο οποίος προσπαθούσε να ανακτήσει το πτώμα το οποίο του είχε αποφέρει τόσα έσοδα. Οι δύο άντρες είχαν μια αδελφή η οποία ζούσε στην Τύοναν παντρεμένη με ένα μεγαλέμπορο. Συνήθιζε να τους φιλοξενεί στο σπίτι του συζύγου της. Ήταν μια πανέμορφη κοπέλα που δεν είχε μοιάσει σε τίποτα στα αδέρφια της. Οι γυναίκες του οικισμού έλεγαν συχνά, την ώρα του κουτσομπολιού, ότι με το γάμο εκείνο είχε ξεφύγει από μια ζωή ανάμεσα σε δύο αγροίκους. Οι ανθρώπινες σχέσεις άφηναν παγερά αδιάφορο τον κουκουλοφόρο, όμως ανεχόταν την παιδική φλυαρία γιατί το κουτσομπολιό ήταν διανθισμένο με πολύτιμες πληροφορίες. Συγκράτησε το όνομα και την περιγραφή της αδελφής και σχεδίαζε την επιστροφή του στην Τύοναν. Μόλις έφτανε εκεί θα ξεκινούσε την αναζήτηση στη συνοικία των εμπόρων και κρυφακούγοντας τους κατοίκους που ποτέ δεν έπαυαν να σχολιάζουν, άλλοτε με φθόνο και άλλοτε με αποδοκιμασία τούς συνανθρώπους τους, θα ανακάλυπτε την οικία στην οποία φιλοξενούνταν οι δύο κλέφτες, με την ελπίδα ότι θα έβρισκε είτε τους ίδιους είτε κάποιο στοιχείο.

    Έδωσε μερικά νομίσματα στους πρόθυμους πληροφοριοδότες και αυτοί γούρλωσαν τα μάτια, μην έχοντας ξαναδεί τόσα λεφτά στη ζωή τους. Τους άφησε να κάνουν σχέδια για το τι θα έκαναν με την ουρανοκατέβατη περιουσία τους και κατευθύνθηκε και πάλι προς την αγορά. Το άλογο θα έπρεπε να ξεκουραστεί ένα βράδυ, όμως εκείνος δε θα άντεχε να περάσει πάλι τόσες ώρες περιτριγυρισμένος από ανθρώπους σε ένα πανδοχείο. Προτίμησε λοιπόν για διανυκτέρευση το κοντινό δάσος με τις βελανιδιές. Εκεί βρήκε ησυχία για τον ίδιο και νερό και βοσκή για το ζωντανό. Ανάμεσα στα δέντρα, το θρόισμα των φύλλων και τους ήχους των ζώων, χαλάρωσε αρκετά ώστε το μυαλό του να ταξιδέψει στο παρελθόν, όταν ο διδάχος του τον έπαιρνε μαζί του στο δάσος και του μάθαινε τους καρπούς των δέντρων και τα άνθη. Τον δίδασκε ποια είναι δηλητηριώδη και ποια γιατρεύουν το ανθρώπινο σώμα ή το ενδυναμώνουν προλαμβάνοντας τις ασθένειες. Αργότερα του έμαθε και άλλα πιο σπάνια δώρα της γης, που ο περισσότερος κόσμος δεν τα ξέρει και στα οποία οφείλονταν εν μέρει οι δυνάμεις του. Τότε ήταν ακόμα ένα νεαρό αγόρι, αδύναμο και απαίδευτο, πριν ακόμα το δέρμα του γίνει ιώδες και τα μάτια του κίτρινα. Πριν ακόμα γνωρίσει θαύματα και μυστικές μεθόδους που ούτε τις φανταζόταν. Η αυστηρή του εκπαίδευση όμως δεν του επέτρεπε να αναπολεί για πολλή ώρα. Πήρε στάση περισυλλογής και άρχισε να οργανώνει τις κινήσεις του για τη στιγμή που θα επέστρεφε στην Τύοναν.

    **********

    Ο άντρας της ποτέ δεν ήταν άνθρωπος που της αποκάλυπτε λεπτομέρειες για τις δουλειές του. Ήταν παλαιών αρχών και θεωρούσε ότι μια γυναίκα πρέπει να ασχολείται με τις υποθέσεις του σπιτικού και όχι με το εμπόριο. Συνήθως δεν την ενοχλούσε και περιοριζόταν στο ρόλο της, νιώθοντας επαρκή ικανοποίηση από το γεγονός ότι δεν έμενε πια σε μια παράγκα αλλά σε μια έπαυλη, οι ντουλάπες της ήταν γεμάτες πολυτελή φορέματα και είχε τόσες υπηρέτριες ώστε να μη χρειάζεται να κουνάει ούτε το μικρό της δαχτυλάκι. Όμως οι δύο βρωμιάρηδες αδερφοί της είχαν έρθει να την επισκεφτούν και ενώ άλλες φορές ο σύζυγός της στην καλύτερη περίπτωση απλά τους ανεχόταν, αυτή τη φορά είχαν κλειδωθεί οι τρεις τους με τις ώρες στο γραφείο του, συζητώντας ψιθυριστά. Την έτρωγε μέσα της η απορία για το τι κοινό μπορεί να είχαν βρει ξαφνικά άνθρωποι από τόσο διαφορετικές κοινωνικές τάξεις. Δεν ήταν απλή περιέργεια. Τα αδέρφια της είχαν ένα μοναδικό χάρισμα να καταστρέφουν οτιδήποτε καλό έπιαναν στα χέρια τους. Σε αυτήν την περίπτωση αυτό ήταν ένας γάμος που της προσέφερε τόσα πολλά με αντάλλαγμα την εκπλήρωση ελάχιστων συζυγικών υποχρεώσεων, αφού ο άντρας της έλειπε συνήθως για δουλειές. Έπρεπε λοιπόν να βρει έναν τρόπο να τον προειδοποιήσει να μην μπλεχτεί σε οποιαδήποτε υπόθεση με αυτούς τους δύο, γιατί μόνο επιζήμια θα μπορούσε να αποδειχθεί μια τέτοια εμπλοκή. Το δεύτερο σκέλος του μυστηρίου αποτελούσε το κλείδωμα του κελαριού και η απαγόρευση στην ίδια και σε όλο το υπηρετικό προσωπικό να πλησιάσουν την πόρτα. Τι μπορεί να κρυβόταν εκεί και τι σχέση είχαν τα αδέρφια της; Έπρεπε να μάθει, αλλά κρυφακούγοντας τις συζητήσεις από το γραφείο είχε πιάσει μόνο σκόρπιες λέξεις από τις οποίες δεν είχε καταφέρει να βγάλει κάποιο νόημα. Και μέσα σε αυτήν την περιρρέουσα ατμόσφαιρα μυστηρίου, οι μέρες περνούσαν και τα αδέρφια της φαίνονταν να αδιαφορούν πλήρως για τη δουλειά που τους περίμενε στη Φέργκα, έχοντας ίσως εξασφαλίσει εκεί στην Τύοναν κάποιο πολύ μεγαλύτερο κέρδος.

    Αποφάσισε να πάρει την κατάσταση στα χέρια της. Αν ο σύζυγός της δεν ήθελε να την ενημερώσει για το τι είχε φέρει μέσα στο σπίτι τους, θα το μάθαινε από μόνη της. Διέταξε τις υπηρέτριες να ετοιμάσουν το τραπέζι του δείπνου νωρίτερα από το συνηθισμένο, για να τις κρατήσει απασχολημένες και με τις ομιλίες από το γραφείο να συνεχίζονται με ζέση, άρχισε να κατεβαίνει στο κελάρι. Φρόντισε να πατάει στα σκαλοπάτια όσο πιο αθόρυβα γινόταν και αντί να πάρει μαζί της πυρσό, ψηλάφιζε τον τοίχο για να προσανατολιστεί, έτσι ώστε να μην την προδώσει η λάμψη. Τη γνώριμη μυρωδιά της κλεισούρας ακολούθησε αυτή των τυριών και των καπνιστών κρεάτων που διαπερνούσε την κλειδωμένη πόρτα. Όντας αρκετά μακριά από την είσοδο της σκάλας τόλμησε να ανάψει έναν πυρσό. Κατόπιν πήρε το λουκέτο στα χέρια της και έχωσε στην κλειδαριά ένα τσιμπιδάκι από τα μαλλιά της. Ορισμένες τέχνες του δρόμου καλό είναι να μην τις ξεχνάς ποτέ. Έτσι χάρη σε χρόνια εξάσκησης κατάφερε με ευκολία να παραβιάσει την κλειδαριά και να ανοίξει την πόρτα. Μπήκε στο κελάρι με τον πυρσό υψωμένο και τις σκιές να την παρακολουθούν χορεύοντας ζωηρά στους τοίχους. Προχώρησε προς το βάθος του δωματίου και εκεί βρήκε ένα ξύλινο κιβώτιο, επίσης ασφαλισμένο με ένα λουκέτο το οποίο δεν της αντιστάθηκε περισσότερο από όσο το αντίστοιχο της πόρτας. Έπιασε το καπάκι και πριν το σηκώσει ένιωσε την καρδιά της να πεταρίζει από αγωνία.

    Συναισθανόταν πως κάτι κακό κρυβόταν στο κιβώτιο και ίσως μετάνιωνε πικρά που ήταν τόσο περίεργη. Δε γύρισε πίσω όμως, αφήνοντας το μυστικό κρυμμένο στο σκοτεινό υπόγειο. Αντίθετα σήκωσε το καπάκι, καταπολεμώντας μια εσωτερική έξη που την ωθούσε να τρέξει μακριά. Το πρώτο πράγμα που αποκαλύφθηκε ήταν ένα παχύ στρώμα πάγου. Όταν όμως απομάκρυνε τα κομμάτια, διαπίστωσε με φρίκη ότι από κάτω κρυβόταν ένα ακέφαλο πτώμα. Ένα θηριώδες σώμα που δε φαινόταν καν ανθρώπινο, παρόλο που η ανατομία θύμιζε ενήλικα άντρα. Το δέρμα έμοιαζε με ερπετού, αν και λόγω της αλλοίωσης δεν μπορούσε να είναι σίγουρη. Μπορούσε όμως να είναι σίγουρη για κάτι άλλο. Ο σύζυγός της πήγαινε να μπλέξει σε κάτι ανίερο και απάνθρωπο και έπρεπε να τον ξορκίσει να διώξει και τους αδερφούς της και το τερατώδες πτώμα από το σπίτι τους άμεσα. Έκλεισε βιαστικά το καπάκι και κατευθύνθηκε προς την έξοδο. Ανέβηκε βιαστικά τις σκάλες, έχοντας σκοπό να πάει κατευθείαν στο γραφείο του συζύγου της και να του πει τη γνώμη της για την περίεργη αυτή υπόθεση. Μόλις όμως βγήκε στο σαλόνι πάγωσε στη θέση της. Μια από τις υπηρέτριες ήταν πεσμένη στο πάτωμα με πιατικά και ποτήρια διασκορπισμένα γύρω της, επάνω στο χαλί. Τα μάτια της ήταν ακόμα ανοιχτά αλλά δε φαινόταν να αναπνέει. Γύρω από το λαιμό της είχε απλωθεί μια μαυρίλα, ενώ ένα πηχτό μαύρο υγρό έσταζε από τα χείλη της στο πάτωμα.

    Άρχισε να τρέμει φοβούμενη για τα χειρότερα. Έπρεπε να ειδοποιήσει αμέσως τον άντρα της και τους φρουρούς του σπιτιού. Έτρεξε προς το γραφείο αλλά μόλις πήγε να αγγίξει το πόμολο, η πόρτα άνοιξε και βγήκαν από μέσα δύο πλάσματα που είχαν ξεπηδήσει από κάποιον παιδικό της εφιάλτη. Φορούσαν μανδύες με άγνωστα σε εκείνη σύμβολα και από τα χρώματά τους κάποιος θα μπορούσε να πει ότι ήταν οι δύο αντίθετες όψεις του ίδιου νομίσματος. Ο ένας φορούσε μαύρο μανδύα με λευκά σύμβολα. Τα μάτια του ήταν και αυτά μαύρα αλλά το δέρμα στο υπόλοιπο σώμα του ήταν κατάλευκο. Αντίθετα ο δεύτερος φορούσε λευκό μανδύα με μαύρα σύμβολα και είχε λευκά μάτια και κατάμαυρο δέρμα. Από κάθε άλλη άποψη ήταν πανομοιότυποι μέχρι και στο πόσο τρομακτικοί φαίνονταν. Την κοίταξαν και το ψυχρό και λέιο πρόσωπό τους πήρε μια έκφραση αποδοκιμασίας. Ακόμα και αυτή όμως μετρημένη και σύντομη. Αμέσως το ψυχρό προσωπείο επέστρεψε στη θέση του, σαν να φοβόντουσαν να φανούν περισσότερο ανθρώπινοι από όσο έπρεπε. Είχε μείνει κοκαλωμένη στη θέση της και απλά έτρεμε καθώς ο ένας της έπιασε τα κόκκινά της μαλλιά με δισταγμό. Ο δεύτερος τον σταμάτησε σαν να φοβόταν ότι κάποιο κακό θα τον έβρισκε από την ανίερη επαφή. Το πλάσμα με το μαύρο μανδύα την άρπαξε από το λαιμό και τη ρώτησε στα θερινιακά:

    Πού είναι το πτώμα; Το άγγιγμά του ήταν παγωμένο και νιώθοντάς το εξαφανίστηκαν και τα τελευταία ίχνη ψυχραιμίας που της είχαν απομείνει. Άρχισε να ξεσπά σε λυγμούς προσπαθώντας να αναπνεύσει παρά τη σιδερένια λαβή στο λαιμό της.

    Στο κελάρι... είπε δείχνοντας τη σωστή κατεύθυνση στους δύο φονικούς επισκέπτες. Ο φονιάς με το λευκό μανδύα κατέβηκε τις σκάλες και μάλλον βρίσκοντας το κιβώτιο φώναξε κάτι σε μια άγνωστη γλώσσα στο σύντροφό του. Ο στραγγαλιστής της έβγαλε έναν ήχο ικανοποίησης και τότε η κοπέλα ένιωσε την παγωμάρα να γίνεται πιο έντονη και την αναπνοή της να κόβεται. Δεν έφταιγε το σφίξιμο του λαιμού της, αλλά κάτι άγνωστο τρομακτικό και θανατηφόρο που απλωνόταν στο σώμα της και της ρουφούσε τη ζωή. Την άφησε να πέσει κάτω και να πεθάνει αργά και βασανιστικά, ενώ εκείνοι μετέφεραν το κιβώτιο με το πτώμα από το κελάρι στο σαλόνι. Έστρεψε, με όση δύναμη της είχε απομείνει, το βλέμμα της προς το γραφείο και διαπίστωσε ότι ο άντρας και οι αδελφοί της μοιράζονταν την ίδια μοίρα με εκείνη. Η μόνη διαφορά ήταν ότι εκείνοι είχαν ήδη κάνει το μεγάλο ταξίδι για απέναντι. Σύντομα θα τους έβρισκε και εκείνη και θα είχε μια αιωνιότητα να τους κατσαδιάζει για την απίστευτη βλακεία τους. Τα βλέφαρά της έκλεισαν, πριν όμως κοιμηθεί για πάντα, άκουσε το παράθυρο του σαλονιού να σπάει.

    **********

    Ο κουκουλοφόρος κατάλαβε ότι είχε αργήσει, όταν είδε τα πτώματα στο σαλόνι και ύστερα τους δύο εχθρούς του να μεταφέρουν το κιβώτιο, μέσα στο οποίο υπέθετε ότι βρισκόταν το πτώμα. Βούτηξε μέσα από το τζάμι του παραθύρου, θρυμματίζοντάς το και κάνοντας κομμάτια το ξύλινο πλαίσιο. Η ώρα για προσοχή και διακριτικότητα είχε παρέλθει και είχε φτάσει η στιγμή να δοκιμάσει τις ικανότητές του, τις οποίες ανέπτυσσε με χρόνια κοπιώδους εκπαίδευσης. Βρέθηκε στο κέντρο του δωματίου γονατισμένος και οι άλλοι δύο αμέσως άφησαν το κιβώτιο και στράφηκαν εναντίον του.

    Άργησες μαθητή της Αλθαίας. Ο Ελλέβορος για άλλη μια φορά θα αποδειχθεί ανώτερος από το πλανεμένο σας τάγμα.

    Μόνο αν φύγετε ζωντανοί από αυτό το σπίτι είπε και επιτέθηκε. Ψιθυρίζοντας το κατάλληλο ξόρκι περιέβαλε τον εαυτό του με ένα προστατευτικό πεδίο, το οποίο θα καθυστερούσε τις κινήσεις των αντιπάλων του, αν και ήξερε ότι και εκείνοι θα είχαν τρόπο να αντιμετωπίσουν αυτό το εμπόδιο. Έστω και μερικά κλάσματα του δευτερολέπτου ίσως ήταν αρκετά για να του δώσουν τη νίκη. Προσπάθησε να τους απομακρύνει από το κιβώτιο με λακτίσματα, αλλά ήταν εξίσου γρήγοροι και εκπαιδευμένοι με εκείνον. Απέφευγαν τα χτυπήματα και ο μαυροφορεμένος προσπαθούσε να τον αγγίξει για να εμποτίσει το δέρμα του με θανατηφόρο δηλητήριο, ενώ ο σύντροφός του με το λευκό μανδύα έσερνε το κιβώτιο μακριά. Η κίνηση των χεριών του μαυροφορεμένου μόλις τον πλησίαζαν, έχανε την ορμή της σαν αυτά να προσπαθούσαν να κινηθούν μέσα από ένα πηχτό υγρό. Με κάθε χτύπημα όμως η κίνηση γινόταν όλο και πιο γρήγορη και ο κουκουλοφόρος καταλάβαινε ότι έβρισκαν αντιστάθμισμα στην άμυνά του. Ένα από τα χτυπήματά του βρήκε το μαυροφορεμένο στην κοιλιά και τον έκανε να διπλωθεί στα δύο. Αμέσως στράφηκε στο δεύτερο με το λευκό μανδύα, για να τον σταματήσει πριν απομακρυνθεί με το κιβώτιο. Εκείνος όμως γύρισε προς το μέρος του και έτεινε τις παλάμες του. Αμέσως ο κουκουλοφόρος ένιωσε ζαλάδα και έχασε το οπτικό του πεδίο. Το επόμενο που αισθάνθηκε ήταν ένα δυνατό σπρώξιμο και ύστερα τα σκαλιά που οδηγούσαν στο κελάρι να χτυπούν το σώμα του, καθώς κατρακυλούσε μακριά από το σαλόνι. Προσπάθησε να σηκωθεί όρθιος, αλλά το ξόρκι που του είχαν κάνει τον έκανε να χάνει την ισορροπία του και το βηματισμό του, με αποτέλεσμα να πέφτει κάτω με κάθε του προσπάθεια. Χρειάστηκε μερικά λεπτά μέχρι να συνέλθει και να ανέβει και πάλι από το κελάρι. Οι δύο φονιάδες είχαν βέβαια εξαφανιστεί μαζί με το τρόπαιο.

    Έβγαλε από τις πτυχές του μανδύα του το κερί που του είχε δώσει ο διδάχος του. Η ιώδης φλόγα του ποτέ δεν έσβηνε αλλά ούτε έκαιγε ή ζέσταινε όποιον την άγγιζε. Η χρησιμότητά της ήταν άλλη. Ελπίζοντας πως οι δύο αντίπαλοι ή το πτώμα θα εξέπεμπαν κάποιο ίχνος μαγείας, ύψωσε το κερί ψηλά στη μέση του δωματίου. Όποτε το είχε χρησιμοποιήσει ξανά για να ανιχνεύσει το πτώμα είχε αποτύχει. Όμως πλέον βρισκόταν σε ένα μέρος όπου το πτώμα είχε αποθηκευτεί για μέρες. Και ακόμα και αν το άψυχο κομμάτι σάρκας δεν άφηνε κανένα ίχνος, οι δύο μαθητές του Ελλέβορου σίγουρα είχαν αρκετή μαγεία μέσα τους ώστε να ενεργοποιήσουν την ευεργετική φλόγα. Περίμενε με κομμένη την ανάσα, ακίνητος και συγκεντρωμένος. Την αγωνία διαδέχθηκε η ανακούφιση, όταν η φλόγα τρεμόπαιξε και η κορυφή της στράφηκε προς την κατεύθυνση την οποία έπρεπε να ακολουθήσει. Έκρυψε το κερί αλλά πριν φύγει ένας ήχος τον σταμάτησε. Ένα βογκητό ετοιμοθάνατου ανθρώπου. Προερχόταν από μια από τις γυναίκες του σπιτιού, εκείνη με τα κόκκινα μαλλιά. Δίσταζε να την πλησιάσει αφού σύμφωνα με τη θρησκεία του, ένα τέτοιο πλάσμα μόνο κακοτυχία μπορούσε να φέρει στους γύρω του. Αυτό γινόταν φανερό και από τα πτώματα που βρίσκονταν διασκορπισμένα στο σπίτι. Όμως δεν έπαυε να είναι μια αθώα ύπαρξη η οποία είχε εμπλακεί άθελά της σε έναν ανελέητο ιερό πόλεμο.

    Έσκυψε από πάνω της και άκουσε την αναπνοή της. Ήταν πολύ αδύναμη και σε μερικά λεπτά θα σταματούσε τελείως. Υπήρχε όμως ακόμα χρόνος. Ακούμπησε την παλάμη του στο λαιμό της, ο οποίος είχε γίνει κατάμαυρος από το δηλητήριο και έκλεισε τα μάτια του. Η μαυρίλα άρχισε να υποχωρεί, αργά αλλά σταθερά και στο τέλος το φυσιολογικό χρώμα επέστρεψε στο δέρμα της κοπέλας. Πήρε μια βαθιά ανάσα και ξύπνησε τρέμοντας. Όταν όμως είδε έναν κουκουλοφόρο άντρα με ιώδες δέρμα και κίτρινα μάτια να στέκεται από πάνω της, ο τρόμος την κατέλαβε για άλλη μια φορά. Άρχισε να ουρλιάζει και να χτυπιέται, ενώ κάθε του προσπάθεια να την ηρεμήσει αποδείχτηκε μάταιη.

    Φύγε από το σπίτι μου!! Αρκετά κάνατε εσύ και οι φίλοι σου. Αφήστε μας ήσυχους.

    Δεν ήταν φίλοι μου και δεν έχω κάνει κανένα κακό στο σπιτικό σου. Η οικογένειά σου θανατώθηκε από τους εχθρούς μου και όχι από εμένα. Αντίθετα εγώ σε θεράπευσα από το δηλητήριό τους, αν και προσωρινά. Θα πρέπει να συνεχίσουμε τη θεραπεία για μερικές ημέρες, γιατί δεν μπόρεσα να διορθώσω όλη τη ζημιά που σου έκαναν. Όμως δεν μπορώ να μείνω εδώ. Πρέπει να ακολουθήσω τους δύο κλέφτες και να ανακτήσω το κιβώτιο, πριν να είναι αργά. Αν θες να ζήσεις θα πρέπει να έρθεις μαζί μου, διαφορετικά μπορεί να πεθάνεις ακόμα και αύριο.

    Να έρθω μαζί σου; Είσαι τρελός; Μετά από ό,τι συνέβη εδώ σήμερα και τη συμφορά που με βρήκε, θες να σε ακολουθήσω ενώ θα κυνηγάς αυτά τα κτήνη; Φύγε και μην ξαναρθείς ποτέ εδώ!!

    Όπως επιθυμείς. Όμως αύριο το πρωί θα νιώσεις πόνο στο λαιμό και δυσκολία στην αναπνοή. Θα ακολουθήσει αδυναμία σε όλο σου το σώμα και μέχρι το βράδυ δε θα μπορείς να κινηθείς και θα πεθάνεις. Λυπάμαι πολύ. Ήσουν απλά άτυχη που βρέθηκε αυτό το κιβώτιο στο σπίτι σου. Αλλιώς τίποτα από όλα αυτά δε θα είχε συμβεί. Ύψωσε και πάλι το κερί και κατευθύνθηκε προς το χαμηλότερο πάτωμα και την εξώπορτα. Εκεί βρήκε νεκρούς τους δύο φρουρούς, θύματα και αυτοί του δηλητηρίου του Ελλέβορου. Αν και δε συμπαθούσε τους ανθρώπους, η απώλεια ζωής ήταν κάτι που τον ενοχλούσε και ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με την ιδεολογία του. Υπήρχε όμως ένα πιο σπουδαίο ζήτημα που απαιτούσε την προσοχή του. Έτσι ακολούθησε τη φλόγα, αφήνοντας πίσω του τα πτώματα των αθώων. Τρέχοντας στα στενάκια της πόλης πλησίαζε στο στόχο του. Είχαν μερικά λεπτά προβάδισμα, αλλά έπρεπε να κουβαλούν το ογκώδες κιβώτιο και αυτό θα τους καθυστερούσε. Σύντομα θα τους έπιανε και θα έπρεπε να αποδειχθεί ικανότερος μαχητής, ώστε να μην του ξεφύγουν όπως προηγουμένως ή να έχει μια μοίρα ακόμα χειρότερη. Μέσα από τη φασαρία των δρόμων και των καπηλειών με τα τραγούδια και τις φωνές των μεθυσμένων, κατάφερε να απομονώσει τον ήχο από το τρέξιμο ενός ατόμου, που ερχόταν όλο και πιο κοντά του. Μαντεύοντας εύκολα την ταυτότητα του διώκτη του, διέκοψε προσωρινά τη δική του καταδίωξη και στάθηκε πίσω από μια γωνία. Όταν το άτομο που τον έψαχνε έφτασε λαχανιασμένο στο σημείο, τινάχτηκε ξαφνιασμένο βλέποντάς τον εκεί.

    Βλέπω ότι λογικεύτηκες και κατάλαβες ποιο είναι το καλό σου.

    Είμαι σίγουρη ότι θα το μετανιώσω, αλλά αν μια στο εκατομμύριο λες αλήθεια, θα πρέπει να σε ακολουθήσω. Για μερικές μέρες τουλάχιστον του είπε η κοκκινομάλλα γυναίκα, λαχανιασμένη και ιδρωμένη από την καταδίωξη.

    Μείνε εδώ. Με ή χωρίς το κιβώτιο θα γυρίσω πίσω να σε βρω. Αν δε γυρίσω τότε θα έχω πεθάνει την άφησε πίσω του με αυτά τα λόγια, χωρίς να προσθέσει ότι ο δικός του θάνατος σήμαινε αυτόματα και το δικό της. Καθώς έτρεχε, εντόπισε ίχνη στο λιθόστρωτο δρόμο από το κιβώτιο, που έγδερνε την επιφάνεια των πετρών καθώς το έσερναν μακριά του. Η φλόγα του κεριού λαμπύρισε πιο δυνατά για να του δείξει ότι ήταν κοντά. Πίεσε το σώμα του να τρέξει ακόμα πιο γρήγορα και μετά από μερικές στιγμές οι δύο σκοτεινές μορφές φάνηκαν μπροστά του. Επιτέθηκε χωρίς δισταγμό και χτύπησε το μαυροντυμένο στην πλάτη με το γόνατό του, αναγκάζοντάς τον να αφήσει το κιβώτιο να πέσει στο έδαφος. Το τράνταγμα προκάλεσε το άνοιγμα του καπακιού και το πτώμα χύθηκε έξω. Άφησε το μαυροντυμένο να σφαδάζει πεσμένος και χίμηξε στο σύντροφό του με το λευκό μανδύα. Εκείνος ύψωσε τα χέρια και έστειλε πάλι ένα ξόρκι με σκοπό να τον ναρκώσει. Είχε ενεργοποιήσει όμως εγκαίρως τα αντίμετρα και το μόνο που ένιωσε ήταν μια στιγμιαία ζαλάδα. Έπεσε με τον ώμο επάνω στον αντίπαλο και τον έστειλε να προσκρούσει σε έναν τοίχο. Το σαθρό οικοδόμημα υποχώρησε και τον έθαψε, ακινητοποιώντας τον προσωρινά. Ο κουκουλοφόρος στράφηκε εναντίον του μαυροντυμένου. Τον είδε να σκύβει πάνω από το πτώμα με ένα όργανο το οποίο ακτινοβολούσε, αλλά η ακτινοβολία του ήταν πιο μαύρη και από την πιο άναστρη νύχτα.

    Τι ανίερη πρακτική είναι πάλι αυτή ακόλουθε των ψευδοπροφητών;

    Μαγεία ισχυρότερη από τα αξιολύπητα κόλπα που χρησιμοποιείτε εσείς. Χάρισμά σου το πτώμα. Δεν το χρειαζόμαστε πλέον. Άντλησα όλες τις πληροφορίες που έκρυβε μέσα του και μπορώ πλέον να ψάξω ανενόχλητος για την πηγή, χωρίς να το σέρνω μαζί μου.

    Δε θα βρεις καμία πηγή, γιατί θα πεθάνεις απόψε σε αυτό το δρομάκι και η αίρεσή σου θα ξεχαστεί για πάντα. Πριν ορμήσει όμως εναντίον του μαυροντυμένου, κάτι τον σταμάτησε. Μια αστυνομική περίπολος έκανε την εμφάνισή της, λόγω της φασαρίας που είχε προκληθεί από τη μάχη των τριών μαγικών πλασμάτων. Τα χαλάσματα του γκρεμισμένου τοίχου σάλεψαν και εμφανίστηκε από μέσα ο λευκός μανδύας. Ο κάτοχός του κούνησε τα χέρια του για άλλη μια φορά, όμως γνωρίζοντας ότι ο ιώδης αντίπαλός του θα απέκρουε τα ξόρκια, στράφηκε εναντίον των αστυνομικών. Οι τέσσερις άντρες κοίταξαν τον κουκουλοφόρο με τρόμο, αγνοώντας ολότελα το μαύρο και λευκό αντίπαλό του.

    Από ποια κόλαση ξεπήδησες τέρας; του είπε ο επικεφαλής και σαν να έδωσε με αυτά τα λόγια κάποιο σύνθημα, τράβηξαν και οι τέσσερις τα σπαθιά τους και του επιτέθηκαν χωρίς να του δώσουν την παραμικρή ευκαιρία να μιλήσει. Η ειρωνεία ήταν ότι ακόμα και χωρίς το ξόρκι, οι άνθρωποι θα έβρισκαν την πραγματική του εμφάνιση εξίσου αποκρουστική. Οι εξηγήσεις δεν είχαν νόημα και την αλήθεια δε θα μπορούσε να τους την πει ούτως ή άλλως. Υπήρχε μόνο μια διέξοδος από το πρόβλημα. Τα ξίφη έφτασαν στο μαγικό του πεδίο και κόλλησαν εκεί αφήνοντάς τον άθικτο. Έτσι είχε αρκετό χρόνο με δυνατά χτυπήματα στα γόνατα, στις κλείδες και στα πρόσωπα των αντιπάλων, να τους ακινητοποιήσει χωρίς να προκαλέσει όμως θανάσιμο τραυματισμό. Άλλωστε το θάνατο τον φύλαγε για άλλους. Τους άφησε πεσμένους στο δρόμο, με κάθε όρεξη για μάχη να έχει εγκαταλείψει τα κορμιά τους, με τα σπασμένα οστά και τους πονεμένους μύες. Μόνο ο επικεφαλής, σχεδόν τυφλωμένος από τη γροθιά που του είχε ραγίσει τη μύτη, τον άρπαξε από την μπότα ενώ έφευγε. Σήκωσε το πόδι και κατέβασε το τακούνι με δύναμη στα δάχτυλά του, γυρίζοντάς το. Άκουσε τα δάχτυλα να σπάνε και τους ήχους πόνου του αστυνομικού. Φυσικά οι μαθητές του Ελλέβορου είχαν εξαφανιστεί, όμως η Αλθαία δεν είχε βγει τελείως ηττημένη από την όλη ιστορία.

    Το πτώμα ήταν πλέον δικό του. Το μετέφερε σε μια απομακρυσμένη περιοχή όπου έβγαλε από τη ζώνη του ένα μαχαίρι και έκοψε το ένα χέρι από το ύψος του καρπού. Μόλις το πλησίασε στο κερί εκείνο φούντωσε πιο φωτεινό από ποτέ. Αυτό το μέλος λοιπόν θα ήταν αρκετό για την αποστολή του. Το υπόλοιπο πτώμα το έκαψε, περιμένοντας υπομονετικά μέχρι που η φωτιά είχε μετατρέψει μέχρι και το τελευταίο ίχνος σε στάχτες. Κάπου στην πόλη υπήρχε και ένα φιδίσιο κεφάλι. Όμως δεν μπορούσε να χάσει άλλο χρόνο στην Τύοναν για να το βρει. Έπρεπε να φύγει άμεσα, ακολουθώντας το δρόμο που θα του έδειχνε η φλόγα και ελπίζοντας να φτάσει στον προορισμό του πριν από τους άλλους δύο. Επέστρεψε στο σημείο όπου είχε αφήσει τη γυναίκα του εμπόρου, η οποία τον περίμενε γεμάτη ανυπομονησία.

    Μα πού ήσουν τόσην ώρα; Νόμιζα ότι σκοτώθηκες.

    Είμαι καλά. Δεν κατάφερα να εμποδίσω τους φονιάδες της οικογένειάς σου αλλά πήρα αυτό που ήθελα είπε δείχνοντάς της το κομμένο χέρι. Εκείνη μόρφασε αηδιασμένη και απέστρεψε το βλέμμα.

    Πάμε πίσω στο σπίτι σου για να πάρεις μερικά απαραίτητα για το ταξίδι και μετά φεύγουμε αμέσως από την Τύοναν. Η πρωτεύουσα δε μας σηκώνει μετά από όσα έγιναν απόψε. Οι αρχές θα ζητούν απαντήσεις για αυτή τη νύχτα. Καθώς περπατούσαν προς το σπίτι η κοπέλα γύρισε και τον κοίταξε.

    Δεν προλάβαμε καν να συστηθούμε με όσα έγιναν. Με λένε Ακίλι. Εσένα; Ο κουκουλοφόρος δίστασε για μερικά δευτερόλεπτα, αλλά συνειδητοποίησε ότι δε θα τον έβλαπτε με κάποιον τρόπο η αποκάλυψη του ονόματός του. Άλλα μυστικά έπρεπε να κρατηθούν από τη νεαρή και άτυχη γυναίκα.

    Με λένε Βόστρικ Καζέμια είπε προσφέροντας τη μοναδική πληροφορία που ήταν διατεθειμένος να τραβήξει πίσω από αυτό το πέπλο μυστηρίου. Εκείνη μαντεύοντας τις σκέψεις του δε ρώτησε τίποτα άλλο. Έτσι σιωπηλά έφτασαν στο σπίτι και λίγη ώρα αργότερα ιππεύοντας, χάθηκαν μέσα στη νύχτα.

    2

    Η Νεβιέστα βγήκε στο μπαλκόνι για να απολαύσει τα χρώματα του ουρανού την ώρα του δειλινού. Φορούσε ένα λεπτό φόρεμα το οποίο κολλούσε πάνω στο δέρμα της από το αδύναμο αεράκι του καλοκαιριού. Για τους Σεντουίνους η θερμοκρασία είχε φτάσει στο αποκορύφωμα και έτρεχαν στους δρόμους ιδρωμένοι, σε

    Enjoying the preview?
    Page 1 of 1